Έτσι βίωσε η οικογένειά μου τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες του Πόντου

Ονομάζομαι Μιχάλης Παπάζογλου. Γεννήθηκα στη Γλυκοκερασιά Βοΐου Κοζανης και είμαι κάτοικος Αδελαΐδας.

Αμφότεροι οι γονείς μου ήταν ποντιακής καταγωγής.

Ο πατέρας μου, Θεοχάρης, γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Γότσιας του Νομού Σαμψούντας και ήταν μέλος εξαμελούς οικογένειας. Μικρός έχασε τον πατέρα του Χαράλαμπο, ο οποίος με την κήρυξη του Α.’ Παγκοσμίου Πολέμου. επιστρατεύθηκε από την τουρκική κυβέρνηση και στάλθηκε στα Αμελέ Ταμπουρού, ή όπως έγιναν καλύτερα γνωστά, λευκά τάγματα θανάτου. Τους χρησιμοποιούσαν σε καταναγαστικά έργα- κατασκευή δρόμων κ.λ.π.- χωρίς κατάλληλη διατροφή και μέριμνα, από τα οποία επέζησαν μόνο όσοι μπόρεσαν να δραπετεύσουν.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μιχάλης, είχε νωριτερα επιστρατευθεί από την τουρκική κυβερνηση, πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε στη Σκύδρα της Μακεδονίας.

Όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο χωριό του πατέρα μου, οι περισσότεροι κάτοικοι κατόρθωσαν να διαφύγουν καθώς είχαν ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίθεση. Ο πατέρας μου, με την μητέρα του, την αδελφή του και τους περισσότερους συγχωριανούς κατέφυγαν στα βουνά. Ο άλλος αδελφός του, Γιώργος, έλειπε από το χωριό. Το τελευταίο πουγνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι ότι ύστερα απο πολλούς μήνες τον είδε κάποιος να εργάζεται σε εναν Τούρκο ως χουζμεκέρης σε ένα κοντινό χωριό. Εάν τελικά επέζησε, το πιθανότερο είναι να τούρκεψε και να έμεινε εκεί.

Όσοι ξέφυγαν, μαζί με πολλούς άλλους συμπτύχθηκαν με τις αντάρτικες ομάδες και για δυόμισι χρόνια περιφέρονταν στα βουνά της Μπάφρας πότε πολεμώντας και πότε κρυβόμενοι. Ήταν πολλές οι μάχες που έδωσαν οι ομάδες αυτές για να περισώσουν όσους περισσότερους μπορούσαν. Λόγω έλλειψης οπλισμού, οι αντάρτες εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο για κάθε οπλίτη υπώρχαν πέντε άοπλοι, οι οποίοι βοηθούσαν με στη μεταφορά όπλων και πρόσεχαν τις γυναίκες και τους ανήλικους. Ο πατέρας μου ανήκε σε αυτήν την ομάδα λόγω ηλικίας αλλά και γιατή ήταν ο μόνος άντρας της οικογενείας του.

Όταν έγινε η συμφωνία περί ανταλλαγής πληθυσμών, οι δικοί μας κατέβηκαν στη Σαμψούντα από όπου θα έμπαιναν στο καράβι για να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Εκεί ο διοικητής διέταξε ότι οι άντρες από 18 μέχρι 60 χρόνων απογορευόταν να φύγουν γιατί ήταν αντάρτες και πολέμησαν εναντίον της πατρίδας Τουρκίας. Ο πατέρας μου ήταν γύρω στα 20, αλλά έδειχνε κάπως μικρότερος. Όλη νύχτα λοιπόν έβγαλε με τα χέρια του τα λιγοστά γένια του και έτσι πέρασε. Όταν ανέβηκαν στη βάρκα για να πάνε στο αμερικανικό καράβι που θα τους μετέφερνε στην Πόλη και από εκεί στην Ελλαδα, και αφού είχαν πληρώσει το εισιτήριο, ο Τούρκος βαρκάρης ζήτησε να του δώσουν από μια λίρα έξτρα ο καθένας αλλιλωςς θα τους έριχνε στη θάλασα. Τότε η γιαγιά μου έβγαλε απο τον ποδόγυρο του φουστανιού της 8 λίρες και τού της έδωσε για τα 8 άατομα της ευρύτερης οικογένειας και μπήκαν στο καράβι.

Στην Πόλη έμειναν για αρκετό διάστημα, στο Σελέμια Γησλασήντε, όπου πέθανε η γιαγιά μου Ιουλία.

Τέλος, γύρω στο 1923 ο πατέρας μου με την αδελφή του Κιριακή, έφθασαν στην Γλυκοκερασιά Κοζάνης, και γύρω στα 1925 πέθανε η θεία μου. Έτσι, ο πατέρας μου, Θεοχάρης, ήταν ο μόνος που επέζησε από την εξαμελή οικογένεια.

Ο Μιχάλης και η Ευανθία Παπάζογλου στην Αδελαΐδα

Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Αν ο ξεριζωμός και το ταξίδι στην πατρίδα του πατέρα μουήταν δύσκολο και περιπετειώδες της μητέρας μου Δέσποινας ήταν κατά πολύ χειρότερο, αδιανόητο που δεν το χωρά ανθρώπου νους.

‘Ηταν 20 Μαΐου όταν οι Τουρκοι επέδραμαν τα χαράματα στο χωριό της το Σαριγιόλ, στα ορεινά του νότιου Πόντου, στο Νομό Σεβαστείας, πιάνοντας το χωριό στον ύπνο. Πολύ λίγοι απο το πάνω μέρος του χωριού κατάφεραν να ξεφύγουν. Όσους έπιασαν τους πήραν με τα ρούχα που φορούσαν και με όσα μπογαλάκια μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας.

Οι τζεντερμέδες, που συνόδευαν τον τουρκικό όχλο, τους είπαν ότι πρέπει να τους πάρουν από το χωριό για το δικό τους καλό. Όταν ρώτησαν “πού θα μας πάτε”, απάντησαν ότι “αυτή τη διαταγή έχουμε, αυτό κάνουμε, μην ρωτάτε πολλά”. Τους πήραν και τους ένωσαν με άλλους πολλούς καθ’ οδόν προς τα λεγόμενα σεφκιέτ. Η μητέρα μου, μαζί με τον πατέρα της, τους συγχχωριανούς και χιλιάδες άλλους Έλληνες, αποτελούσαν το εικηντζί σεφκιέτ εικιντζί, δηλαδή το δεύτερο – και από όσα γνωρίζουμε υπήρχαν τέσσερα που αποτελούνταν από χιλιάδες ψυχές το καθένα.

Οι γονείς μου. Φώτο: Supplied

Για περισσότερο απο δυόμισι χρόνια τους ταλαιπωρούσαν, έχοντάς τους σε ολοήμερη πορεία με άγνωστο προορισμό. Από τόπο σε τόπο και ξημέρωναν όπου βραδιάζονταν, ασχέτως καιρου και άλλων συνθηκών. Η διατροφή τους από λιγοστής έως ανύπαρκτη, ενώ εξαρτούνταν και από πού περνούσαν και τι κόσμος υπήρχε εκεί. Ορισμένοι τους λυπούνταν και τους έδιναν κάτι να φάνε, άλλοι τους χλεύαζαν και τα βράδια έμπαιναν στον καταυλισμό τους έδερναν και βίαζαν τις γυναίκες, ενώ οι τζεντερμέδες που τους συνόδευαν και υποτίθεται ότι τους φύλαγαν, έκαναν ότι δεν έβλεπαν τίποτε. Πολλές φορές εξαντλημένοι ύστερα από πολυήμερη πορεία, έπεφταν το βράδυ να κοιμηθούν και το πρωί ξυπνούσαν με μισό μέτρο χιόνι πάνω τους. Κανεις δεν γνωρίζει πόσες χιλιάδες ήταν στο κάθε σεφκιέτ, αυτό που έλεγε πάντα η μητέρα μου ήταν ότι στη Βηρυτό έφτασαν περίπου 2.500 ψυχές από το δεύτερο σεφκιέτ.

Ένα από το πρώτα μέρη από το οποίο πέρασαν, ήταν η εκκλησία του Αη Γιώργη, γνωστή και από άλλες καταθέσεις ή μαρτυριες, όπου είχαν κλειστεί ή τους έκλεισαν, κάπου 350 Έλληνες και την άλλη μέρα άκουσαν ότι τους έκαψαν ζωντανούς.

Μερικά από τα άλλα μέρη από όπου πέρασαν και θυμάμαι τα ονόματά τους, ήταν το Σαν Τραμπολός, το Βαν, το Ντιαρμπεκίρ, το Χαλέπι και τελευταιος σταθμος η Βηρυτός, από όπου το 1923 πήγαν με πλοίο στον Πειραιά. Εκεί τους πέρασαν από κλίβανο και έμειναν 40 μέρες σε καραντίνα. Από εκεί η κυβέρνηση τους διένειμε σε διαφορα μέρη της χώρας, κυρίως στην βόρεια Ελλαδα.

Αυτή είναι πολύ περιληπτικά η ιστορία των γονέων μου.