Νίκος Λαμπρόπουλος: Ο «ανοιχτοχέρης» από το Μάρκασι που έδινε πάντα συμβουλές και μοιραζόταν από το υστέρημά του

Καθυστερημένος φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που δεν τον «μέτρησα» σωστά

Αν ζούσε ακόμα ο πεθερός μου, ο Νίκος Λαμπρόπουλος, ο κυρ-Νίκος, την Κυριακή θα γινόταν 98 χρόνων!

Ανήμερα στα γενέθλιά του, χωρίς εμφανή λόγο και εντελώς απρογραμμάτιστα, η καθιερωμένη Κυριακάτικη βόλτα, μας έβγαλε στο Ballarat, εδώ που γράφτηκε ένα μεγάλο κομμάτι της οικογενειακής μας ιστορίας.

Φτάσαμε αργά το απόγευμα και χωρίς καμία συνεννόηση από πριν, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στους δρόμους της πόλης, ακολουθώντας τα χνάρια του παρελθόντος σα να συμμετείχαμε σε ένα αλλόκοτο κυνήγι χαμένου θησαυρού, όπου τα λάφυρα θα ήταν οι μνήμες, οι όμορφες αλλά και οι πικρές στιγμές που έζησε στην ξενιτειά η οικογένεια του συζύγου μου κάμποσες δεκαετίες πριν.

Το Ballarat ήταν η τρίτη επιλογή για μια νέα αρχή του κυρ-Νίκου όσες και οι απόπειρές του να στήσει τη ζωή του στην Αυστραλία.

Ο Νίκος Λαμπρόπουλος με τον μοναχογιό του, Δημήτρη. κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΕΡΙ…

Όλα ξεκίνησαν το 1954, όταν απογοητευμένος από την κατάσταση της μεταπολεμικής Ελλάδας, ακολούθησε την καρδιά του αλλά και πολλούς νέους συντοπίτες και κλείνοντας μια θέση στο «Πατρίς» μπάρκαρε για το άγνωστο, κυριολεκτικά με βάρκα την ελπίδα, αφήνοντας πίσω στο Μάρκασι Κορινθίας, την ιδιαίτερη πατρίδα του, τους γονείς του και τα τρία αδέρφια του.

Πρώτος σταθμός το Μπέρι στο Ρίβερλαντ της Νότιας Αυστραλίας. Από ό,τι είχα καταλάβει από τις διηγήσεις του ήταν ένας τόπος συγκέντρωσης μεταναστών, αντίστοιχος με την Μπονεγκίλα εδώ στη Βικτώρια.

Από ό,τι μου είχε πει, τους μάζευαν εκεί προορίζοντάς τους για δουλειά στην κατασκευή σιδηροδρόμων ή στα κτήματα. Ο κυρ-Νίκος άντεξε μόνο μισή μέρα. «Σκοτάδια και ερημιά. Μαζί με ένα άλλο πατριωτάκι, κόψαμε τα σύρματα και βγήκαμε στο δρόμο. Μην τα ρωτάς πώς φτάσαμε στη Μελβούρνη» μου είχε πει.

Ο Νίκος αγαπούσε πολύ τα ταξίδια και μέχρι το τέλος, είχε κλείσει εισιτήρια για την Κίνα. Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

Κι εγώ δεν ρώτησα. Δεν ξέρω αν ήταν από σεβασμό στο πρόσωπό του ή επειδή δεν πολυπίστευα κι αυτά που μου έλεγε. Όταν τα έζησα κι εγώ, τότε κατάλαβα. Από ένα τερτίπι της τύχης, πρώτος τόπος εγκατάστασής μου ήταν το Ρένμαρκ, μια πόλη δίπλα στο Μπέρι. Μιλώντας με τους Έλληνες της εκεί παροικίας και αργότερα με τους εδώ, όχι μόνο δικαίωσα τον κυρ-Νίκο, αλλά συνειδητοποίησα ότι και λίγα μου έλεγε…

…ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Ξαναγυρνώντας στην ιστορία μας, ο κυρ-Νίκος έφτασε όπως-όπως στη Μελβούρνη και κατάφερε να ξεκινήσει τη ζωή του δουλεύοντας σκληρά σε εργοστάσια. Μετά από λίγο τον ακολούθησαν και δύο από τα αδέλφια του, η Αλέκα και ο Τζίμης.

Με το ένα πόδι στη Μελβούρνη και το άλλο στην Ελλάδα, επιστρέφει κάπου στα τέλη του 1961, κρατώντας τις προοπτικές του ανοιχτές. Σε εκείνο το ταξίδι γνώρισε τη Σταυρούλα Δρούγκα με την οποία παντρεύτηκαν στις 24 Ιουλίου του 1962. Κι ενώ όλοι νόμιζαν πως το ζευγάρι θα στήσει τη ζωή του στο Βέλο Κορινθίας, εκείνοι κυριολεκτικά «το σκάνε» για την Αυστραλία.

«Είπαμε στους γονείς μας ότι θα πάμε για Χριστούγεννα στην Αθήνα. Με όσα χώραγε μέσα μια βαλίτσα από ρούχα, κάτι μαχαιροπήρουνα που είχα προίκα και δυο κουβέρτες, μπήκαμε στο “Πατρίς” και φύγαμε. Μόνο η αδελφή μου ήξερε την αλήθεια. Για μήνες δεν μας μίλαγαν οι δικοί μας» θυμάται η κυρία Σταυρούλα.

Ξανά από την αρχή σε ένα σπίτι μισιακό, όπως γινόταν τότε, δουλειά στο εργοστάσιο διπλοβάρδιες και οι δυο για να μπορέσουν να πάνε στο δικό τους σπίτι.

Άφιξη στο λιμάνι το 1954. Το ταξίδι, αρχίζει.Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

ΕΝΑΣ «ΑΝΟΙΧΤΟΧΕΡΗΣ» ΑΝΘΡΩΠΟΣ

«Για να καταλάβεις ποιος ήταν ο πεθερός σου, θα σου πω ένα πράγμα. Τότε, ίσα που τα φέρναμε βόλτα και μαζεύαμε και το παραμικρό σεντ για να αποκτήσουμε ένα δικό μας σπίτι κι εκείνος, όταν έβλεπε νέους να καταφθάνουν από Ελλάδα, κουβαλούσε τα τελάρα με τα γάλατα και ψώνιζε κρεατικά για να τους ταΐσει. Εγώ γκρίνιαζα και μου έλεγε, «άστα τα παιδιά να φάνε, να καρδαμώσουνε, να έχουν δυνάμεις να δουλέψουν. Δεν τα λυπάσαι έτσι αδύνατα που είναι;» μου λέει η κυρία Σταυρούλα.

Αυτός πράγματι ήταν ο κυρ Νίκος και το έζησα από πρώτο χέρι, καθώς μέχρι και που έφυγε από τη ζωή όλο και κάποιον θα έφερνε στο σπίτι είτε για τραπέζι είτε ακόμη και για φιλοξενία. Το σπίτι των πεθερικών μου, στην Ελλάδα κι εδώ, ήταν σταθμός για κάθε συγγενή, φίλο ή περαστικό.

Δεν ξέρω αν τελικά ισχύει αυτό που λένε ότι ο ανοιχτοχέρης άνθρωπος θα έχει πάντα τις τσέπες του γεμάτες, πάντως, στην περίπτωση του Νίκου Λαμπρόπουλου, ήταν αλήθεια.

Το ζευγάρι γρήγορα μπόρεσε να νοικιάσει στο Yarraville και η ευτυχία τους συμπληρώθηκε με τον ερχομό του μονάκριβου γιου τους, Δημήτρη. Μετά από λίγο καιρό απέκτησαν το πρώτο τους σπίτι και μετακόμισαν στο Deer Park.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΣΤΟ BALLARAT

Όλα πήγαιναν καλά, όμως, οι οικογένειες πίσω πίεζαν για επιστροφή στην πατρίδα και γύρω στο 1972 πήραν την απόφαση να γυρίσουν.

Η Ελλάδα της χουντικής περιόδου δεν ήταν πρόσφορο έδαφος για ένα ακόμη ξεκίνημα και ο κύριος Νίκος είχε πια μεγαλώσει για να κάνει πειράματα, ενώ πλέον είχε και το γιο του να σκεφτεί. Το διάλειμμα κράτησε 5 χρόνια και ξανά πάλι πίσω στη Μελβούρνη.

Αυτή τη φορά ήρθε μόνος για να προετοιμάσει το έδαφος αναζητώντας ευκαιρίες για κάτι περισσότερο προσοδοφόρο και σίγουρο.

Ένα ακόμη από τα ακίνητα που η οικογένεια διέθετε στο Ballarat. Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

Ο δρόμος τον οδήγησε στο Ballarat όπου βρήκε μια καλή ευκαιρία για να αγοράσει ένα fish shop. Ελάχιστους μήνες αργότερα ήρθε και η υπόλοιπη οικογένεια και όλοι μαζί έπεσαν με τα μούτρα στην οικογενειακή επιχείρηση.

Η δουλειά ήταν πολλή, αλλά η οικογένεια Λάμπρος –όπως ήταν το επίθετό τους εδώ– δεν την φοβόταν. Στήριζαν ο ένας τον άλλον και μαζί έχτισαν μια αξιοσέβαστη περιουσία.

Όμως το πήγαινε-έλα στην πατρίδα, δεν θα σταματούσε τότε.

ΟΛΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Ο Δημήτρης ήταν τότε στην εφηβεία του και προσπαθούσε πολύ για να ισορροπήσει το σχολείο με τη δουλειά και τις ανάγκες της ηλικίας του. Εκείνο που ήθελε πάρα πολύ ήταν ένα αυτοκίνητο, αλλά όχι οποιοδήποτε.

Θυμάται πως κάθε πρωί πήγαινε και το έβλεπε σε κάποια μάντρα. Ήταν ένα Ford Falcon XB του ’74, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μελ Γκίμπσον στην ταινία «Μαντ Μαξ». Ώσπου μια μέρα πίστεψε πως είχε έρθει επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να το αποκτήσει. Έτσι, το πήρε και το πήγε έξω από το μαγαζί του πατέρα του. Περιττό να πούμε πώς εξελίχθηκε αυτή η ιστορία. Ένα μήνα μετά ο Δημήτρης, κρατούσε στα χέρια του ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Ελλάδα. Αυτή ήταν η εκδίκησή του για το αυτοκίνητο που οι δικοί του δεν του πήρανε ποτέ, αν και το δικαιούταν με τόση πολλή δουλειά που έριχνε.

Κι αφού εκείνος ήταν το μοναχοπαίδι τους, κάπως έτσι μπήκαν τα θεμέλια της μόνιμης επιστροφής της οικογένειας Λαμπροπούλου, μιας διαδικασίας που κράτησε περίπου μια πενταετία.

Απόκομμα από εφημερίδα του ’80 που μιλούσε για μια ληστεία σε οικογενειακή επιχείρηση Fish & Chips στη Σεβαστούπολη, η οποία εμποδίστηκε με επιτυχία από τους ιδιοκτήτες, Νίκο και Δημήτρη Λαμπρόπουλο. Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

ΑΠΟ ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΛΑ…

Ο κυρ-Νίκος εκτιμούσε πάντα την Αυστραλία ως τη χώρα που του έδωσε μια ευκαιρία. «Τι είμαστε, βλαχάκια που κατεβήκαμε από τα χωριά μας και γίναμε άνθρωποι» μου έλεγε συχνά. Γι’ αυτό και για τον ίδιο το πιο σημαντικό ήταν να θυμάται πάντα πώς ξεκίνησε.

Το σπίτι της οικογένειας που έχτισε μετά την επιστροφή του ήταν μια μικρογραφία αυστραλέζικου σπιτιού και μάλιστα είχε κάνει ειδική παραγγελία το εθνόσημο της Αυστραλίας το οποίο στόλιζε τη βεράντα ενώ έβλεπες στην παραμικρή λεπτομέρεια κρυμμένα στοιχεία της αρχιτεκτονικής της χώρας που ο ίδιος θεωρούσε ότι τον είχε ανδρώσει.

Στο σαλόνι κρεμόταν ένας πίνακας με όλες τις φωτογραφίες από τα ακίνητα που η οικογένεια είχε αποκτήσει στην Αυστραλία με σκληρή δουλειά, ενώ έξω, κρεμόταν μια πλάκα που είχε κρατήσει από το πατρικό σπίτι στο Μάρκασι, όταν αυτό γκρεμίστηκε μετά την πώλησή του.

«Από εδώ ξεκίνησαν όλα» είχε χαράξει επάνω στην πλάκα.

Περιττό να πω πως σε κάθε εθνική επέτειο εκείνος κρεμούσε περήφανα και τις δύο σημαίες στο μπαλκόνι του σπιτιού, μιας και όπως έλεγε «Αυστραλοί και Έλληνες πήγαιναν χέρι-χέρι».

Έπρεπε να έρθω εδώ για να καταλάβω και πάλι τι εννοούσε…

Η επιχείρηση Fish & Chips ήταν πολύ κερδοφόρα και απέφερε στην οικογένεια πολλά ακίνητα σε μια εποχή που η απόκτησή τους ήταν ακόμη εφικτή. Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη

ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΕΡΘΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Ο πεθερός μου πέθανε το 2010, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Θυμάμαι το τελευταίο καλοκαίρι που πίναμε τις μπυρίτσες μας κάτω στην αυλή, ενώ η κυρά Σταυρούλα ετοίμαζε το φαγητό, και φιλοσοφούσαμε την κατάσταση.

«Ακόμα δεν έχουν έρθει τα χειρότερα», προφήτευε αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν τον πολυπίστευα. Εκείνος «έφυγε» και τέσσερα χρόνια μετά, πήραμε κι εμείς τον αντίστροφο δρόμο του ξενιτεμού για να ξαναγυρίσουμε εδώ που με την ελπίδα στην καρδιά και μια ατσάλινη θέληση για να πετύχει κέρδισε την δεύτερη ευκαιρία του στη ζωή.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι που ποτέ δεν τον κατάλαβα, ποτέ δεν ένοιωσα τι ήταν αυτά που ήθελε διακαώς να μου πει. Είτε τα προσπερνούσα, είτε τα απέρριπτα. Βλέπετε, ήταν αυτή η φόρα της νιότης που τα παρασύρει όλα, εγώ, απλά, ήξερα τα πάντα – τι ειρωνεία. Εάν σε αυτήν συνυπολογίσουμε και την χωροχρονική απόσταση που μας χώριζε –μισός αιώνας, δεν ήταν λίγος– το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Μια παραποίηση, μια παραμόρφωση αυτού που δεν υπάκουγε στην λογική του μικρόκοσμού μου.

Τι κρίμα που δεν τον έχω πια εδώ για να του πω πως τώρα τον καταλαβαίνω. Πως τώρα ξέρω ότι δεν έφερε ιδιοτροπίες από την Αυστραλία, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που, όσο κι αν το προσπαθούσα, δεν θα τα κατάφερνα με τίποτα να υποψιαστώ ότι υπάρχει.

Εδώ τα είδα όλα αλλιώς. Και ίσως να ήταν αυτή η ευχή του. Να φτάσω εδώ και ακολουθώντας την πορεία του απλά να καταλάβω. Κι από εκεί που βρίσκεται, ακόμα μαθήματα μου δίνει…

Αυτό ήταν το Fish & Chips Shop που στέγασε την οικογενειακή επιχείρηση για περισσότερα από δέκα χρόνια. Η πλαϊνή πόρτα οδηγεί στο σπίτι της οικογένειας.Φώτο: Supplied/Μαρία Καμπύλη