Οι μεν τον θεωρούσαν «τρομοκράτη», οι δε «χαφιέ» – Ο Γιώργος Βότσης ανασύρει αναμνήσεις μιας πολυκύμαντης ζωής

«Ο φάκελός μου ήταν ένα μάτσο κωλόχαρτα. Οταν ο Ανδρέας είπε ότι θα καταστρέψει τους φακέλους, διαμαρτυρήθηκα και μου είπε "τον δικό σου θα στον δώσω". Πήγα λοιπόν στον Δροσογιάννη και μου φέρνουν ένα βουνό χαρτιά. Όχι ένας, τρεις τα κουβαλούσαν...»

Να ξεκινήσω μήπως με τη Μύκονο; Εκεί όπου ο Βότσης ξεκαλοκαίριαζε – στο σπίτι του θρυλικού Κώστα Ζουγανέλη, των «9 Μουσών»… Ή μήπως με την επίσκεψή του στον δικτάτορα Παπαδόπουλο, στις φυλακές; Αλλά και η σύγκρουσή του με τη 17Ν δεν θα πρέπει να είναι στον πρόλογο; Το σκηνικό στον μόλο των Σπετσών; Με τον τέως βασιλέα Κωνσταντίνο να του φέρνει την εφημερίδα του, την «Ελευθεροτυπία»;

«Υπήρξα sui generis δημοσιογράφος», μου λέει σήμερα, πίνοντας στη δύση του ηλίου ένα τζιν τόνικ. Στιγμές στιγμές κάνει μεγάλες παύσεις. Σαν να παίρνει φόρα για να βουτήξει στις αναμνήσεις μιας ζωής που δεν είχε ούτε λίγες στιγμές πλήξης.

– Αριστερός; Αναρχικός; Ποιον όρο προτιμάς;

– Αναρχικός. Χωρίς λάβαρο όμως.

– Τι σημαίνει σήμερα αναρχικός; Μένος με την αστυνομία;

– Για όνομα του Θεού! Τι σχέση έχει η αναρχία με τα κωλόπαιδα που τα βάζουνε με τους μπάτσους; Καμία σχέση.

– Άρα τι; Δώσε μου το τρίπτυχο.

– Οικολόγος – αν και δεν μου αρέσει η λέξη. Περιβαλλοντική φροντίδα τέλος πάντων. Να μην πιστεύουμε και να μην ενισχύουμε τις ιεραρχικές δομές. Και να είμαστε στο πλευρό των καταφρονημένων.

– Το δίκιο βρίσκεται πάντα στην πλευρά των «καταφρονημένων» – όπως τους λες;

– Όχι απαραιτήτως. Αλλά αυτοί έχουν ανάγκη συμπαράστασης και βοήθειας.

– Μου θυμίζεις τον Πόρτσια: «Μπορώ να μην κοιτάζω τα άνθη, αλλά όχι όταν κανένας δεν τα κοιτά».

– Έτσι ακριβώς.

– Έχεις πει όμως και ότι «13 χρόνια στη φυλακή είναι πολλά ακόμα και για δικτάτορες» και πήγες στη φυλακή για να ζητήσεις συνέντευξη από τον Παπαδόπουλο.

– Του έδωσα το χέρι μου λέγοντας «σας λένε Γιώργο, με λένε Γιώργο, είστε γιος δασκάλου, είμαι γιος δασκάλου, από εκεί και πέρα χάος απέραντο».

– Και λίγα χρόνια πριν, έδινες μάχη για να αφεθεί ελεύθερος ο «Εξαρχειώτης, τρομοκράτης» –για να μιλήσω με τα λόγια της Ασφάλειας– Ρολφ Πόλε.

– Μάχη; Ολόκληρη καμπάνια έκανα. Κατεβάσαμε χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους. Για τον «τρομοκράτη», τον «ομοφυλόφιλο», τον «Γερμανό»… (γέλια) Ένας γλυκός άνθρωπος ήταν. Εξαιρετικά καλλιεργημένος.

– Είμαστε όμως με την ένοπλη βία;

– Όχι βέβαια. Εγώ είμαι κατά της βίας. Και δεν βρίσκω καμία δικαιολογία για αυτούς που παίρνουν τα κουμπούρια και το παίζουν τιμωροί.

– Γι’ αυτό μετά τη δολοφονία του Αθανασιάδη-Μποδοσάκη, επιτέθηκες στη «17Ν» με εκείνο το «Άκου με, ένοπλε σύντροφε».

– Ναι, γιατί το ‘παιζαν κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας. Και εγώ είπα «όχι ρε παιδιά… για όνομα του Θεού».

– Ο φάκελός σου στην Ασφάλεια τι από όλα αυτά έγραφε;

– Ο φάκελός μου ήταν ένα μάτσο κωλόχαρτα. Οταν ο Ανδρέας είπε ότι θα καταστρέψει τους φακέλους, διαμαρτυρήθηκα και μου είπε «τον δικό σου θα σ’ τον δώσω». Πήγα λοιπόν στον Δροσογιάννη και μου φέρνουν ένα βουνό χαρτιά. Οχι ένας, τρεις τα κουβαλούσαν. Οι χαφιέδες τους, για να πληρώνονται, έδιναν συνεχώς νέες «πληροφορίες» – οι περισσότερες ψεύτικες.

– Σε παρακολουθούσαν συνεχώς;

– Ασταμάτητα. Την εποχή που η αστυνομία με θεωρούσε «αρχηγό» της «17Ν», πάω στον Κούνδουρο και του λέω «Νίκο, θα με φιλοξενήσεις για να ξεκουραστώ λίγο από τους ηλίθιους;» Συναντιόμαστε λοιπόν στην Κρήτη και πηγαίνουμε προς το σπίτι. Και τι να δούμε; λη η αστυνομία της Κρήτης παρούσα. «Τι τρέχει, ρε παλικάρια;» τους φωνάζει ο Νίκος. «Τίποτα, κ. Κούνδουρε. Απλώς ερευνούμε». Κάνει έτσι ο Νίκος και βλέπει μια ωραία αστυνομικίνα. «Εγώ θα δεχθώ να μου κάνει έρευνα, σωματική και εξονυχιστική, μόνο η κυρία». Γέλια οι αστυνομικοί, γέλια και εμείς. Τους κέρασε και τσικουδιές ο Νίκος. Χαλαρώσαμε.

– Από τη μια η Ασφάλεια που σε θεωρούσε «τρομοκράτη» και από την άλλη τα κόμματα της Αριστεράς που σε έβλεπαν πάντα με μισό μάτι.

– Και την περίοδο της χούντας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με εξοντώσουν. Χαφιέ με βγάλανε. Το φοβερό δίδυμο Φιλίνης – Μπριλλάκης. Και αναγκάστηκα να φύγω στο εξωτερικό για να γλιτώσω.

– Και μετά τη χούντα, όταν αρθρογραφούσες στην «Ελευθεροτυπία», σε περιποιόταν συχνά ο «Ριζοσπάστης».

– Σταύρο μου, το πρώτο προσόν του δημοσιογράφου είναι η ανεξαρτησία του. Κάτι αδιανόητο για τα κόμματα, αλλά και για τον Τύπο που είναι εξαρτημένος από τα κόμματα. Γι’ αυτό κόλλησα με τον Κίτσο (Τεγόπουλο), τον εκδότη της «Ελευθεροτυπίας». Ο πιο έξυπνος Ελληνας για μένα. Δεν μου ζήτησε ποτέ να αλλάξω ούτε μία αράδα! Ούτε μία! Ούτε ο Φυντανίδης μού έκανε ποτέ λογοκρισία.

– Να μιλήσουμε για τους «Πρωταγωνιστές» της εποχής σου;

– Ποιους λες;

– Τον γέρο Καραμανλή ας πούμε…

– Ωραίος τύπος. Μια μέρα συναντιόμαστε στις σκάλες του Χίλτον. Ο ένας κατέβαινε, ο άλλος ανέβαινε. Οπότε σταματάει μπροστά μου και μου λέει: «Άκου να σου πω, εσύ και εγώ μοιάζουμε». «Έλεος, κύριε πρόεδρε, πώς θα μπορούσαμε να μοιάζουμε;» «Αυτό που σου λέω, είμαστε και οι δύο αναρχικοί, καθένας με τον τρόπο του».

– Από όλα τα ιστορικά πρόσωπα, ποιον νιώθεις πιο κοντά σου;

– Τον Τσε Γκεβάρα βέβαια. Τον κάρφωσε όμως η Τάνια και η ιστορία έληξε άδοξα.

– Η «μοναδική Τάνια» που αναφέρει και ο Μίκης Θεοδωράκης στο «Ποτέ, ποτέ, ποτέ»;

– Ναι. Ο Μίκης διεκδικούσε πάντα τις γυναίκες των άλλων. (γέλια) Ακόμα και του Τσε.

– Τον ήξερες καλά τον Μίκη;

– Εννέα μόλις μέρες μετά το απριλιανό πραξικόπημα, ο Μίκης, ο Μίσσιος, ο Μανωλάκος, ο Μπανούσης και η αφεντιά μου φτιάξαμε το «Πατριωτικό Μέτωπο». Χωρίς καπέλωμα του ΚΚΕ και της ΕΣΣΔ. Λίγες μέρες μετά, όμως, η ΕΔΑ «καπέλωσε» τον Μίκη. Πού με πας τώρα;

– Να γυρίσουμε στην Κούβα. Ο Κάστρο δεν εξελίχθηκε σε δικτάτορα;

– Μεγάλος δικτάτορας. Και εκεί που περιμέναμε η Κούβα να γίνει πρότυπο για τα επαναστατικά κινήματα, έγινε μια δικτατορία.

– Είναι αλήθεια ότι και ο Κωνσταντίνος, ο τέως, σου είχε και αυτός συμπάθεια;

– Είμαστε στις Σπέτσες στο σκάφος του Μάκη του Μάτσα. Μαζί με αρκετές κυρίες της καλής κοινωνίας. (γέλια) Παρών και ο ΚΥΡ, ο σκιτσογράφος της εφημερίδας. Και μπαίνει στο λιμάνι το καΐκι του Κωνσταντίνου. Κάποιες κυρίες άρχισαν να φωνάζουν «ο μεγαλειότατος, ο μεγαλειότατος». Και τους λέω «θέλετε να σας τον φέρω;» «Ναι, ναι, ναι». Και λέω στη Λένα «βούτα, κορίτσι μου, και πήγαινε πες του ότι τον ζητάει ο Βότσης». Και πράγματι η Λένα, που τρελαινόταν με κάτι τέτοια, βουτάει με τα βατραχοπέδιλα και πάει και λέει «σας ζητάει ο Βότσης». Και σε λίγο εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος έχοντας στα χέρια του την «Ελευθεροτυπία», την οποία μου δίνει. «Υπέθεσα ότι δεν κατεβήκατε ακόμη για να πάρετε εφημερίδα». (γέλια)

– Από τους Προέδρους της Δημοκρατίας, ποιον είχατε σε μεγάλη εκτίμηση;

– Εκτός του Καραμανλή; Τον Στεφανόπουλο. Παρότι ήταν αρκετά συντηρητικός, ήταν η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας. Ηταν περίπτωση ο Στεφανόπουλος! Δεν ξέρω πώς έχω καταλήξει να εκτιμώ τόσο πολλούς δεξιούς (γέλια).

– Και ακροδεξιούς;

– Αν εννοείς τον Αδωνι Κύρου, εκδότη τότε της «Εστίας», κάνεις λάθος. Φιλοβασιλικός ήταν. Ευπατρίδης, όμως, και με αρχές. Μια μέρα είμαστε σε μια πλαγιά στην Ηπειρο κοντά στον Αραχθο. Και βλέπουμε σε 200 μέτρα ένα εκκλησάκι. Πλησιάζουμε και είναι στην κόγχη ενός γκρεμού. Και μου λέει: «Πρόσεξε μην πέσεις γιατί όλοι θα πουν “ο άθλιος ο ακροδεξιός, τον έφαγε τον αγωνιστή”». «Πρόσεξε εσύ», του λέω, «γιατί αν πέσεις θα πουν “ο ληστοσυμμορίτης τον έφαγε τον πατριώτη”». (γέλια)

– Και είσαι αυτός που έδωσε την ιδέα στη ΝΔ να υποστηρίξει για δήμαρχο τον Τρίτση κόντρα στη Μελίνα! Για να σε «καρφώσω» και εγώ!

– Άκου πώς έγινε. Είναι Μάιος και η Λένα, ως συνήθως, έχει καλέσει στο σπίτι όλη την Αθήνα! Μπαίνει μέσα ο Τρίτσης και φωνάζω: «Καλώς τον δήμαρχο». Αυτό ήταν. Ηταν παρόντες ο Τσαλδάρης, η Ντόρα, και το «βούτηξαν». Οταν πήρε το χρίσμα ο Τρίτσης, κλείσαμε ένα ραντεβού να τα πούμε. Τα ραντεβού του Τρίτση ήτανε έξι το πρωί. Γυρίσαμε όλη την Αθήνα. Ομόνοια, Κλαυθμώνος, Ακρόπολη… Στύλωνε την κορμάρα του, έκλεινε τα μάτια και με ρώταγε «τι βλέπεις αριστερά σου»; Σαν μαλάκας εγώ του απαντούσα. Και μου έλεγε «εδώ θα γίνει αυτό και αυτό». Ολο το σχέδιο της Αθήνας το είχε στο μυαλό του.

– «Γυρνάς» καθόλου στο γραφείο σου στην «Ελευθεροτυπία»;

– … (μεγάλη παύση) Οι φωνές των δακτυλογράφων μού λείπουν. «Ρε Γιώργη, τι γράφεις εδώ; Δεν βγάζουμε πάλι τα κολλυβογράμματά σου». Τόσα χρόνια και δεν έμαθα να γράφω στη γραφομηχανή. Όλα χειρόγραφα.

*Η γνωριμία με τη Λένα και τα πάρτι στο σπίτι

Ζωή δεν είναι αυτά που ζήσαμε, αλλά αυτά που μπορούμε ακόμα να ζούμε

Φτάνω σούρουπο στο σπίτι του. Παλαμά και Σεφέρη γωνία.

Η τηλεόραση συντονισμένη σε μουσικό κανάλι. Γλυκιά μαύρη μουσική. Η ξεχωριστή Λένα Παγώνη, η γυναίκα του, με ένα στενό λευκό πουκάμισο και ένα αεράτο παντελόνι, με τα μαλλιά της κοτσιδάκια, κάνει κύκλους κοντά μας.

«Άσε μας να μιλήσουμε», της φωνάζει, αλλά το βλέμμα του μαρτυρά ότι χωρίς εκείνη δεν μπορεί.

Τον ρωτώ «πότε την είδε», «πότε την ερωτεύθηκε».

«Στην “Ελευθεροτυπία”. Την έφερε ο Αντρέας Δάνος, ο γιος του Λούη. “Λούη, να σου γνωρίσω μία εξαίρετη συνάδελφο”. Ο Λούης κοιτάει πάνω από τα γυαλιά του και του λέει, “πράγματι εξαίρετη συνάδελφος, γιε μου”. Φορούσε καυτό μίνι και ψηλές μπότες. Και μια γλώσσα που τσάκιζε. Πώς να μην την ερωτευθώ;».

«Και αν είχες ερωτευτεί μία κομμουνίστρια, θα ήσουν ίδιος;», τον ρωτάω. «Δεν θα είχα σύντροφο κομμουνίστρια!.. Δεν είμαστε καλά. Τρελός είμαι;».

Γελάμε, όπως οι έφηβοι γελούν με τα χοντροκομμένα αστεία τους.

Κάθε Μάιο στο σπίτι τους, στη γιορτή της Λένας, έδιναν ραντεβού όλα τα ανοιχτά μυαλά. Με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη πάντα στο πιάνο. Μια χρονιά ήταν και ο Μίκης! Μιαν άλλη ο Αλέκος Παπαδόπουλος είχε φέρει από την Ηπειρο τον μάγο του κλαρίνου Πετρολούκα Χαλκιά. «Η τρέλα της Λένας», μονολογεί με καμάρι.

Οπως τότε στο Τόκιο… Κάλυπταν δημοσιογραφικά την επίσκεψη του Χρήστου Σαρτζετάκη. Και ένα βράδυ άφησαν σύξυλο το προεδρικό ζεύγος, γιατί η Λένα ήθελε να πάνε στις… γκέισες!

Γελάμε ξανά. Η εμφάνιση της Νικόλ, της λατρεμένης του κόρης, φωτίζει το πρόσωπό του.

«Πάψε να με ταλαιπωρείς με τις αναμνήσεις. Ζωή δεν είναι αυτά που ζήσαμε, αλλά αυτά που μπορούμε ακόμα να ζούμε».

*Η ανωτέρω συνέντευξη του Γιώργου Βότση στο Σταύρο Θεοδωράκη δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή».