Το γεγονός ότι οι Έλληνες σπανίως καταφέρνουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους  είναι παγκοίνως γνωστόν. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι η καθαυτή διαφωνία (θεμιτό άλλωστε, αφού αποτελεί εφαλτήριο για την προαγωγή του ανθρώπινου πολιτισμού), αλλά οι υπερβολές της. Αναφέρομαι στην αβυσσαλέα αμετροέπεια που χαρακτηρίζει το αριθμητικό μέγεθος του απανταχού Ελληνισμού.

Κατά καιρούς έρχονται στη δημοσιότητα διάφορα δημοσιεύματα και μελέτες σχετικά με τον πληθυσμό του απανταχού Ελληνισμού. Σχεδόν όλα αντιφάσκουν αλληλοαναιρούνται και συγχέουν, αντί να προσανατολίζουν και διαφωτίζουν. Και, φυσικά, αποδεικνύονται αναξιόπιστα. Έτσι, ενώ ο μεγάλος παππούς της Ιστορίας Ηρόδοτος διατεινόταν ότι η Ελλάς ανέκαθεν ήταν μια μικρή και φτωχή χώρα, δυστυχώς οι σύγχρονοι απόγονοί του διαγκωνίζονται για το ποιος θα τον πρωτοδιαψεύσει. Αδυνατώντας, προφανώς, να απαλλαγούν από το κομπλεξικό σύνδρομο του «μικρομεγαλισμού» τους κι επιβεβαιώνοντας τη σοφή ρήση του Νίκου Δήμου ότι: «Ο έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστο) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη… Κι όμως, στην πραγματικότητα, είναι ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξαντρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, τη μόνιμη πείνα και τη μία τέχνη: της ηθοποιΐας. («Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας», Ερμειάς, 1978).

Ερχόμαστε στο προκείμενο. Ερώτημα πρώτο: Πόσος είναι, αλήθεια, ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδος σήμερα; Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ), κατά την 1η Ιανουαρίου 2021, ήταν 10.678.632 άτομα. Από αυτούς όμως γύρω στο ένα εκατομμύριο (812.103 συγκεκριμένα) είναι ξένοι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, ενώ άλλοι 500.000 υπολογίζεται πως είναι οι ξένοι που ζουν στη χώρα, χωρίς να δηλώνουν μόνιμη κατοικία και χωρίς να έχουν άδεια παραμονής. Επίσης, στους παραπάνω αριθμούς δεν περιλαμβάνονται οι πρόσφυγες και μετανάστες που ανέρχονται σε 190.000. Που σημαίνει ότι ο καθαρόαιμος ελληνικός πληθυσμός της χώρας είναι μόνο 9.266, 529 άτομα.

Ερώτημα δεύτερο: Πόσο είναι το μέγεθος της Ελληνικής Διασποράς παγκοσμίως; «Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, περισσότεροι από 5.000.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων» (Μιχάλης Στούκας, «Πόσοι είναι οι απόδημοι Έλληνες σήμερα διασκορπισμένοι σε όλες της γωνιές του πλανήτη» («Πρώτο Θέμα», Αναδημοσίευση «Νέος Κόσμος», 27-6-2022). Από το παραπάνω παράθεμα ενδεικτικές, για την ασάφεια των ισχυρισμών του άρθρου, είναι οι λέξεις «εκτιμήσεις» και «περισσότεροι από…» Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι ΔΕΝ αναφέρονται οι πηγές από τις οποίες η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού αντλεί τις πληροφορίες της. Που σημαίνει ότι τα στοιχεία της ενδέχεται να βασίζοντα και σε… εικασίες (;).

Ωστόσο, εκ των ανωτέρω στοιχείων συνάγεται ότι ο απανταχού Ελληνισμός σήμερα υπολογίζεται στα 14.266.529 άτομα.

Αυτό πάντως που έχει σημασία, είναι ότι όλα τα στατιστικά στοιχεία συγκλίνουν στο γεγονός ότι το πρώτο και μεγαλύτερο πρόβλημα της σημερινής Ελλάδος είναι το δημογραφικό. Το ότι η χώρα γερνάει με ραγδαίους ρυθμούς (π.χ. μόνο κατά το τελευταίο έτος ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 40.000 άτομα), εξαιτίας του μεγάλου αριθμού θανάτων, της μείωσης γάμων και γεννήσεων, αλλά και της μετανάστευσης των νέων της. Και μόνο το ότι από το 2015 κι εντεύθεν, γύρω στο μισό εκατομμύριο νέων και μορφωμένων Ελλήνων εκπατρίστηκαν προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, σταδιοδρομίας και ποιότητας ζωής, μιλά από μόνο του. Αυτή η γενικότερη αιμορραγία (και όχι μόνο του «brain drain») έχει ανυπολόγιστες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη χώρα. Στην οικονομική, κοινωνική, πνευματική-πολιτιστική και αμυντική-υπαρξιακή υπόσταση του ελληνικού έθνους. Πολύ δε περισσότερο όταν αμφισβητείται και απειλείται διαρκώς η εδαφική του κυριαρχία και ακεραιότητα. Διότι μια μικρή «χώρα γερόντων» δύσκολα μπορεί να αγωνιστεί και να υπερασπιστεί τα εθνικά δίκαια και την ανεξαρτησία της.

Δυστυχώς όμως συρρίκνωση καταγράφεται και στον Ελληνισμό της Διασποράς – βιολογική και πολιτισμική. Βιολογική, με την κατακόρυφη αύξηση θανάτων της πρώτης και δεύτερης γενιάς Ελλήνων. Και πολιτισμική, με την κατακόρυφη αύξηση των μικτών γάμων, της αφομοίωσης, της απώλειας της ελληνικής γλώσσας, το κλείσιμο ελληνικών σχολείων, της κατάργησης εδρών και τμημάτων Νεοελληνικών Σπουδών και την εξασθένιση του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα. Εύγλωττο, άλλωστε, είναι το πρόσφατο πρωτοσέλιδο από την τελευταία απογραφή της Αυστραλίας με τίτλο: «Απογραφή 2021: Η παροικία μας γερνάει και μικραίνει» («Νέος Κόσμος», 30-6-2022).

Και όμως, την αναμφισβήτητη αυτή ζοφερή εικόνα για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού είχε ανατρέψει – και μάλιστα κατηγορηματικά – μια παλαιότερη μελέτη του καθηγητή της Εφαρμοσμένης Οικονομίας του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Σταύρου Θεοφανίδη με θέμα: «Πληθυσμός και ανάπτυξη στην Ελλάδα». Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία αυτής της μελέτης, «η δημογραφική εκτίμηση για το πόσοι είναι οι Έλληνες και οι Ελληνογενείς σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ότι ξεπερνούν τα 100.000.000, ενώ μόνο στην Τουρκία υπάρχουν σήμερα περί τα 20.000.000 Ελληνογενείς»! Επειδή όμως ορισμένοι σκεπτικιστές αναγνώστες ενδέχεται να εκλάβουν τα προαναφερθέντα ως μια κακόγουστη φάρσα, σπεύδω σε περαιτέρω διευκρινίσεις. Σύμφωνα με τον τίτλο δημοσιεύματος της αθηναϊκής εφημερίδας «Απογευματινή» (14-12-1998), «93 Εκατομμύρια οι Ελληνογενείς σ’ όλο τον κόσμο». Προς εξοικονόμηση χώρου, παραθέτω τα σημαντικότερα στοιχεία του δημοσιεύματος:

«Πόσοι είναι σήμερα οι Έλληνες; Υπ’ αυτή τη μορφή το ερώτημα δεν μπορεί φυσικά να απαντηθεί από τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος που διενήργησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (1991), σύμφωνα με τα οποία στην Ελληνική επικράτεια κατεγράφησαν 10.259.900 κάτοικοι.

Όλα τα προαναφερθέντα θα ακούγονταν ευτράπελα, αν δεν προέρχονταν από πανεπιστημιακό καθηγητή και δη της Εφαρμοσμένη Οικονομίας. Ωστόσο, παρόλο που είμαι αναρμόδιος να σχολιάσω το μαθηματικό μοντέλο της «δημογραφικής εκτίμησης» και της «πληθυσμιακής εξίσωσής» του, ως απλώς σκεπτόμενο άτομο, νομίζω πως δικαιούμαι να εκφράσω τις εξής απορίες κι ενστάσεις μου:

Πρώτον: Πόσο έγκυροι μπορεί να θεωρηθούν οι ισχυρισμοί του παραπάνω δημοσιεύματος, τη στιγμή που εξ αρχής αμφισβητούνται τα στοιχεία της απογραφής (1991) της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, καθώς και αυτά του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού; Πολύ περισσότερο όταν, όπως αναφέρεται, «ο ορισμός “Έλλην” δεν μπορεί να είναι τέλειος, σαφής και ευκρινής”, όπως απαιτεί η επιστημονική μέθοδος»;

Δεύτερον: Πόσο έγκυρα  μπορεί να θεωρηθούν τα ευρήματα και οι ισχυρισμοί του ερευνητή, αφού «Αν στο πλήθος των Ελλήνων προσθέσει κανείς και τους οριζομένους ως “Ελληνογενείς”, ο καθορισμός του συνολικού αριθμού τους καθίσταται αδύνατος με τυπικές μεθόδους απαρίθμησης»;

Τρίτον: Πόσο έγκυρος μπορεί να θεωρηθεί ο «λειτουργικός ορισμός» για την έννοια «ελληνογενής» [που χρησιμοποιεί ο κ. Θεοφανίδης] που του επέτρεψε να προσδιορίσει επαρκώς την «πληθυσμιακή αφετηρία», όταν στη συνέχεια του υποκεφαλαίου γίνεται λόγος για «Τα σταθερά και ρευστά κριτήρια της ομοιογενούς εθνότητας» («όμαιμον», «ομόγλωσσον», «ομόθρησκον», «ομόδοξον», «ομότοπον», «ομόμορφον»). Μα, αυτά καθαυτά τα «ρευστά» κριτήρια, δεν υπονομεύουν την εγκυρότητα της έρευνας;

Τέταρτον: Πόσο έγκυρα μπορεί να χαρακτηρισθούν τα ευρήματα της παραπάνω έρευνας, όταν γίνεται λόγος για «μια δοκιμαστική-προσεγγιστική εκτίμηση του πληθυσμιακού μεγέθους των Ελληνογεννών…»;

Πέμπτον: Πόσο έγκαιρα μπορούν να χαρακτηρισθούν τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας όταν αυτή εδράζεται σε υποκειμενικκά κριτήρια, καθώς, όπως διαβάζουμε στο υποκεφάλαιο «Οι Ελληνογενείς»: «Κατά τον καθηγητή Σ. Θεοφανίδη, ως “Ελληνογενείς” ορίζονται όλοι οι άνθρωποι που κατοικούν στον πλανήτη Γη και έχουν μακρινή ή κοντινή προέλευση από το Ελληνικό γένος, όπως διαμορφώθηκε από τότε που άρχισε να επικρατεί η ιδιαίτερη ελληνική ταυτότητα, ως διαφορετικότητα έναντι των άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Όπως εξομολογήθηκε στην “Α”, η επιθυμία του να ασχοληθεί με το θέμα προέκυψε όταν στα πολλά ταξίδια που έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα, για επιστημονικούς κυρίως λόγους, συναντούσε ανθρώπους από διάφορες χώρες που του έλεγαν το όνομά τους και του αποκάλυπταν – οι ίδιοι – την πεποίθησή τους ότι προέρχονται από Έλληνες. Μας υπενθύμισε το “θεμελιώδη και καθιερωμένο” ορισμό του Ισοκράτη “… το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας” (Ισοκράτης, “Πανηγυρικός”)».

Προς τι όμως το νόημα της εθνικιστικής πλειοδοσίας της εν λόγω έρευνας, τη στιγμή που το βασικό σκεπτικό της έχει προ πολλού συνοψισθεί καίρια στην ιστορική ρήση του ποιητή Πέρσι Μπις Σέλεϊ ότι «Είμαστε όλοι Έλληνες»; (Από την εισαγωγή στο λυρικό του δράμα «Ελλάς [1822] με το εξής αιτιολογικό: «Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν όλα τις ρίζες τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη – διδάσκαλος, κατακτητής, ή και μητρόπολη των προγόνων μας – δεν θα έφερνε καμία φώτιση μονάχα με τα όπλα της, και μπορεί ακόμα να ήμασταν βάρβαροι και ειδωλολάτρες»).

Τέλος, λυπάμαι που θα απογοητεύσω τον κ. Θεοφανίδη και όλους τους θιασώτες του «μικρομεγαλισμού», αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο απανταχού Ελληνισμός αριθμούσε πάνω από… 100 εκατομμύρια (!), όπως διατείνεται, ακόμη κι έτσι έρχεται… δεύτερος και καταϊδρωμένος, αφού ο πληθυσμός της γείτονος Τουρκίας αριθμεί (παγκοσμίως) 138 εκατομμύρια!

Και μια τελευταία εύλογη απορία: Υποτεθείσθω ότι – ο μη γένοιτο – ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, αυτά τα… δήθεν 100 εκατομμύρια των «Ελληνογενών»  θα σπεύσουν άραγε να πολεμήσουν στο πλευρό της Ελλάδος ή μήπως παραμείνουν απλοί… τουρίστες να παρακολουθούν εκ του ασφαλούς;

Υ.Γ.: Τούτων δοθέντων, αντί ως Έλληνες να ζούμε με ευσεβείς πόθους και ψευδαισθήσεις «μικρομεγαλισμού», “μαγειρεύοντας” στατιστικά στοιχεία, μήπως θα ήταν φρονιμότερο να έχουμε υπόψη μας τους σοφούς στίχους του Κωστή Παλαμά: «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα»;

 

Σημ.: Όλα τα στοιχεία-παραθέματα της έρευνας του κ. Σταύρου Θεοφανίδη έχουν αντληθεί από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Α. Πλεύρη «Πρόσωπα και γεγονότα» (7ος τόμος), εκδ. Ήλεκτρον, Αθήνα 2018 και συγκεκριμένα από το κεφ. «4. Οι απανταχού Έλληνες», σσ. 125-140.

*Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών. Έχει εκδώσει 25 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το τελευταίο του έχει τίτλο: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα» (διηγήματα), εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2022.