«Είναι με κομμένη την ανάσα που παρακολουθούμε τα θλιβερά γεγονότα στην Ουκρανία. Ιδιαίτερα εμείς οι Κύπριοι, που, το 1974, ζήσαμε από πρώτο χέρι παρόμοια τραγωδία από μια εξίσου άκαρδη, αιμοδιψή και φιλόδοξη νέο-σουλτανική Τουρκία. Δυστυχώς οι πληγές μας, που είχαν κάπως επουλωθεί, γιατί ποτέ δεν θα επουλωθούν, άνοιξαν και πάλι και αιμορραγούν».

Έτσι αρχίζει η κουβέντα μας με τον επιστολογράφο της εφημερίδας μας, κ. Ανδρέα Μπότσαρη, ο οποίος στη συνέχεια περιγράφει με γλαφυρότητα αλλά και πολύ πόνο, τα θλιβερά γεγονότα όπως τα έζησε το καυτό εκείνο καλοκαίρι του ’74.

«Τα μαύρα σύννεφα, που για χρόνια συσσωρεύονταν πάνω απ’ το γαλάζιο ουρανό του νησιού των αγίων και μαρτύρων, δεν έλεγαν να διαλυθούν και να σκορπίσουν. Βροχή χοντρή γινήκανε και στάλες αδελφοκτόνου σκοτωμού. Αστροπελέκι και φωτιά ακολούθησε, που κατάκαψε την κυπριακή γη. Κεραυνός και καυτό σίδερο μετά, που κατακρεούργησε το όμορφο κορμί της Κυπρίας Αφροδίτης», προσθέτει.

Τι θυμάστε με το που ξημέρωσε η 20ή Ιουλίου;

Δεν γίνεται να το ξεχάσω, γιατί είναι η μέρα των γενεθλίων μου. Και αντί γιορτής, ντύθηκα στο χακί. Ποιος; Εγώ, το άσπρο αγριοπερίστερο, που πιστεύει στην αγάπη, τη χαρά, τη λευτεριά και την ειρήνη, βρέθηκα απ’ τους πρώτους εφέδρους στο στρατόπεδο. Εκεί ήμασταν καμιά εικοσαριά έφεδροι, που αφού παρουσιαστήκαμε και δώσαμε το φύλλο πορείας, ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας νεαρός λοχίας, μάς έστειλε κάτω από κάτι δέντρα όπου θα παίρναμε(!) όπλα κι εντολές. Για τέσσερις μέρες ούτε αξιωματικό είδαμε, ούτε όπλα πήραμε, ούτε κι εντολές, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές μας να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Είχαν εξαφανιστεί όλοι.

Ποιο ήταν το πρώτο σας στρατόπεδο;

Στρατόπεδο; Βολευτήκαμε κάτω από μερικές κληματαριές που είχαν άγουρα σταφύλια. Όμως τα τούρκικα αεροπλάνα, έριχναν βόμβες ακατάπαυστα. Καταλάβαμε ότι είχαμε γίνει στόχος τους και προφυλαχτήκαμε. Ήμασταν τόσο κοντά στο αρχηγείο του στρατού και της αστυνομίας και μόνο δυο χιλιόμετρα μακριά από το σταθμό ραδιοφωνίας-τηλεόρασης (ΡΙΚ). Και γύρω τριγύρω, εφτά δικά μας στρατόπεδα που διέθεταν όπλα. Αλλά…

Πώς καταφέρατε και γλιτώσατε;

Σε μια στιγμή, από τις πολλές βόμβες κόπηκε στα δυο η κληματαριά που μας προστάτευε. Θυμάμαι, έτσι όπως ήμουν καλυμμένος εκεί κοντά στο αυλάκι, περνούσαν από πάνω μου βατράχια. Τ’ άφηνα όμως να περνούν ανενόχλητα, παρομοιάζοντάς τα με τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να πάθουν κακό.

Με την πρώτη εκεχειρία εμφανίστηκαν οι αξιωματικοί, οι οποίοι μάς έδωσαν άδεια να πάμε στα σπίτια μας. Στο μεταξύ, στην Αθηαίνου, την κωμόπολη που ζούσα με την οικογένειά μου, είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη ότι ήμουνα σκοτωμένος

Να πάμε λίγο στην δεύτερη εισβολή;

Στο δεύτερο γύρο του πολέμου, το απόγευμα της 14ης Αυγούστου, κι ενώ ήμουν με την οικογένειά μου, πήραμε εντολή να εκκενώσουμε την κωμόπολή μας. Προσπάθησα να πάω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ένας νεαρός έφεδρος λοκατζής, παλιός μου μαθητής, μού λέει: Πήγαμε και μας διώξανε. Έτσι πήραμε λίγα τρόφιμα και ελάχιστα ρούχα και εγκαταλείψαμε την Αθηαίνου για να περάσουμε τη βραδιά σ’ ένα χωράφι, δυο χιλιόμετρα έξω από το χωριό.

Μόλις ξημέρωσε, ανήμερα της γιορτής της Παναγιάς, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι κατευθύνθηκαν νότια και προς τις Αγγλικές Βάσεις, οι συγγενείς μας θέλησαν να πάμε, λίγο πιο πέρα, σε μια τοποθεσία, που λεγόταν «Κρύο Νερό». Προσωπικά είχα φέρει αντίρρηση και ρώτησα αν υπήρχε δρόμος φυγής. Όμως οι γεωργοί και οι κυνηγοί που ήταν μαζί μας, με διαβεβαίωσαν ότι υπήρχε δρόμος που ενώνονταν με τον κεντρικό δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας.

Πόσο κράτησε η παραμονή στο «Κρύο Νερό;»

Μείναμε τρία μερόνυχτα. Την τρίτη μέρα εμφανίστηκε ένα δικό μας στρατιωτικό τζιπ, που φάνηκε ότι το είχαν επισημάνει οι Τούρκοι, γιατί άρχισαν να μας χτυπούν με όλμους. Για τρεισήμισι ώρες μάς χτυπούσαν ασταμάτητα. Βροχή τα κομμάτια από βλήματα, πέτρες και χώμα. Ευτυχώς δεν είχαμε θύματα, παρά μόνο μερικούς μικροτραυματισμούς.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τούτες τις στιγμές. Ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα, κι είχα τον μικρό μου γιο, τεσσάρων χρονών παιδάκι, λίγων ημερών εγχειρισμένο, μόλις είχε βγάλει τις αμυγδαλές του, ξαπλωμένο απάνω μου. Ήμουνα το κρεβατάκι του. Σφιγμένος επάνω μου, ήταν κι ο άλλος μου γιος και δίπλα η σύζυγός μου.

Σε κάθε σφύριγμα όλμου και σε κάθε έκρηξη βόμβας, ένοιωθα το κορμάκι του παιδιού μου να σπαρταρά. Αμφιβάλλω αν μαχαιριά στην καρδιά πληγώνει πιο πολύ. Και δίπλα μου, ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, που μετά από κάθε έκρηξη, απ’ το φόβο της, να βουλιάζει τα νύχια της στα πόδια μου. Το μαρτύριο αυτό κράτησε τρεις και μισή ώρες!.

Θα πρέπει να ήταν πολύ οδυνηρή η κατάσταση. Γλυτώσατε από του χάρου τα δόντια.

Ακριβώς όπως το λέτε. Προτού συνέλθουμε απ’ τους κανονιοβολισμούς, τα αεροπλάνα της τουρκικής αεροπορίας πετούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τόσο χαμηλά, που βλέπαμε τους πιλότους. Κρατούσαμε τη ψυχή μας στη χούφτα μας περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή το θάνατο. Φαίνεται ότι οι πιλότοι είχαν δει ότι από τα πενήντα τόσα άτομα που ήμασταν εκεί, τα πιο πολλά ήταν γυναικόπαιδα, γι’ αυτό δεν μας χτύπησαν.

Περάσαμε μια ανήσυχη βραδιά, κι όταν άρχισε να ροδίζει η αυγή, άρχισαν και πάλι οι κανονιοβολισμοί. Σε λίγο έφτασε κοντά μας ένα τζιπ με Αθηαινίτες, που μας πληροφόρησαν ότι τα γύρω χωριά είχαν καταληφθεί από τον τούρκικο στρατό. Τότε ζήτησα να μου δείξουν το δρόμο φυγής. Μού είπαν ότι δεν υπήρχε δρόμος που να μπορεί να κυκλοφορεί αυτοκίνητο, παρά μόνο ένα στενό μονοπάτι. Θυμάμαι ότι ένοιωσα σαν ένα λιοντάρι στο κλουβί. Τους ζήτησα να μου δείξουν το μονοπάτι που οδηγεί προς την κωμόπολη της Αραδίππου. Προσπάθησαν να με συγκρατήσουν. Στάθηκε αδύνατο. Τους είπα ότι θα πάρω την οικογένειά μου και θα φύγω. Δεν κάθομαι να πιαστώ σαν τον ποντικό στη φάκα.

Τελικά, ένας γείτονάς μας κυνηγός, προσφέρθηκε να μας δείξει το δρόμο, αφήνοντας πίσω μας όλους κι όλα. Ανηφορίσαμε κατσάβραχα, ταλαιπωρηθήκαμε σε απότομες πλαγιές, πληγωθήκαμε απ’ τ’ αγκάθια… Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, κρατούσα τον Φίλιππο στην πλάτη μου και τον οχτάχρονο Γιώργο από το χέρι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να γλιστρήσει και να γκρεμοτσακιστεί. Το μαρτύριο αυτό, συνεχίστηκε για ώρες, κάτω από τον καυτό Μεσαωρίτικο ήλιο του Αυγούστου, με 40ο βαθμούς Κελσίου.

Στην Αραδίππου έφτιαξαν τα πράγματα;

Επιτέλους, φτάσαμε σ’ ένα χωματόδρομο, που υπολογίσαμε ότι οδηγούσε στο χωριό Αβδελλερό. Ενώ περπατούσαμε, φάνηκε από μακριά σκόνη και σε λίγο διακρίναμε ένα στρατιωτικό τζιπ. Εκεί παιζόταν η ζωή μας. Μόλις μας πλησίασε σταμάτησε. Ευτυχώς ήταν δικοί μας στρατιώτες, σταλμένοι φαίνεται από το Θεό. Αφού ανταλλάξαμε μια-δυο κουβέντες, μας φόρτωσαν στο τζιπ και μας πήγαν στη φιλόξενη κωμόπολη της Αραδίππου.

Στο πρώτο σπίτι που σταματήσαμε, μας πρόσφεραν ποτά, καφέ και δώσανε παπούτσια στη γυναίκα μου που της είχαν κοπεί στο δρόμο. Πιστέψτε με. Ήταν ο πιο εύγεστος καφές της ζωής μου. Μας ετοίμασαν και σούπα. Ήταν η σούπα της Ανάστασης, μετά το μαρτύριο του Γολγοθά μας.

Έχω μεταφέρει στο χαρτί πολλές μαρτυρίες προσφύγων. Ομολογώ ότι η δική σας, με συγκινεί αφάνταστα…

Περάσαμε δύσκολα. Αργότερα, όταν είχε γίνει εκεχειρία, επέστρεψα στο μέρος που ήμασταν πριν, πήρα το αυτοκίνητό μου και αφού παρέλαβα την οικογένειά μου από το φιλόξενο σπίτι της Αραδίππου, συνεχίσαμε το δρόμο του ξεριζωμού, κουβαλώντας μαζί μας το σταυρό της προσφυγιάς στη Ξυλοτύμπου, όπου για εφτά μέρες κάναμε για σπίτι μας τον ίσκιο μιας χαρουπιάς, έχοντας για στρώμα το κοκκινοχωρίτικο χώμα και για σεντόνι τ’ άστρα. Μετά είχαμε βρει ένα «δίχωρο» δωμάτιο όπου μέναμε 24 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν παιδιά, και για τρεις μήνες κοιμόμασταν στο πάτωμα…

Η ευχή σας;

Η ευχή μου, είναι να σταματήσει αμέσως ο πόλεμος και το αιματοκύλισμα στην Ουκρανία και στην ιδιαίτερη πατρίδα μου Κύπρο, να βρεθεί μια αμοιβαία, δίκαιη και βιώσιμη λύση, που να επανενώνει όλους τους κατοίκους του νησιού μας, κάτω από την ομπρέλα της Κυπριακής Δημοκρατίας.