ΜΠΟΡΕΙ κάποιος να διαφωνεί και με τη δικαστική απόφαση και με τις αντιδράσεις που την καταγγέλλουν; Μπορεί να θεωρεί άδικη την κρίση των δικαστών και, ταυτόχρονα, απαράδεκτη τη στοχοποίησή τους, με αφίσες επικηρύξεως και χουλιγκανικού ύφους αφορισμούς;

Μπορεί, ακόμη, να βρίσκει τις διαμαρτυρίες θεμιτές, κι ωστόσο επικίνδυνες, επειδή ανοίγουν μια ολισθηρή ακολουθία που μπορεί να καταλήξει σε καταρράκωση των θεσμών; Είναι στρυφνές αυτές οι σταθμίσεις. Είναι πιο εύκολη η αγελαία διχοτομία – ή με τον βιαστή ή εναντίον του.

Στόχος αυτής της μονολιθικής σκέψης έγινε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η στερεοτυπική αναφορά της στη δικαιοσύνη που «δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους» (παρ)ερμηνεύτηκε ως συνηγορία προς τον διαβόητο καταδικασθέντα και ως στήριξη της απόφασης για την αποφυλάκισή του.

Η απροσωπόληπτη υπεράσπιση της θεσμικής ανεξαρτησίας του δικαστή μεταφράστηκε σε υπεράσπιση της συγκεκριμένης ετυμηγορίας. Από παράγοντες της αξιωματικής αντιπολίτευσης μεταφράστηκε και σε συνδικαλισμό εκ μέρους της «συνταξιούχου δικαστού».

Ποιος σπέρνει και ποιος θερίζει την αντισυστημική καχυποψία.

Σε κάποιους η σύγχυση είναι αναπόφευκτη – λόγω θεσμικού αναλφαβητισμού. Σε άλλους όμως είναι προφανώς υποβολιμαία. Η ευκολία με την οποία χρωματίζεται πολιτικά η απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου δεν μαρτυρεί μόνο άγνοια θεσμικού κινδύνου. Συνιστά ταυτόχρονα και την εκδήλωση ενός πολιτικού υπολογισμού – ότι η χρέωση αυτής της απόφασης στην κυβέρνηση και, γενικώς, στο «σύστημα» θα διοχετεύσει το κοινό των θεάτρων και των συναυλιών στην αντικυβερνητική κοίτη.

Η Πρόεδρος ονόμασε αόριστα τη μέθοδο άρδευσης της κοίτης με τον καταταλαιπωρημένο όρο «λαϊκισμός». Θα μπορούσε να είχε επιλέξει μια λέξη λιγότερο «σεσημασμένη» – λιγότερο βαμμένη από τα συμφραζόμενα του τρέχοντος κομματικού ανταγωνισμού. Οπως κι αν την ονομάσεις, όμως, η χρήση της δικαιοσύνης και η εκστρατεία που σκοπεύει να τη μετατρέψει σε εργαλείο κοινωνικής πόλωσης δεν στρέφεται μόνο κατά των πολιτικών της στόχων.

Κατερίνα Σακελλαροπούλου: Εργαλεία-1

Απειλεί και τους δικαστές – τους οποίους παρουσιάζει σαν «συνενόχους» σε συνωμοσία και άρα επιδεκτικούς «λαϊκής» τιμωρίας. Απειλεί και τους ίδιους τους υποκινητές της, αφού, όπως δείχνει η πρόσφατη πείρα, από τη στιγμή που θα αρχίσει να εκλύεται, η αντισυστημική αγανάκτηση δεν καναλιζάρεται βάσει σχεδίου. Δεν υπακούει στις προθέσεις όσων την υποδαύλισαν.

Λαϊκισμός; Όχι ακριβώς. Η λέξη έχει ξεχειλώσει τόσο που είναι πια ακατάλληλη να περιγράψει τον αριστερο-ακροδεξιό συντονισμό στη σπορά της καχυποψίας ότι όλο το «σύστημα» –από τους δικαστές μέχρι την Πρόεδρο της Δημοκρατίας– απεργάζεται ξέπλυμα βιαστών. Αυτό δεν είναι η τρέχουσα δημαγωγία. Δεν είναι λαϊκισμός ρουτίνας. Υποκλέπτει τρόπους άλλων «-ισμών».