Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το «Αθέατο Μουσείο», η επιτυχημένη δράση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), που προβάλλει επιλεγμένα αντικείμενα από τον κόσμο των αποθηκών, φιλοξενεί αρχαιότητες από τη Μικρά Ασία.

Μεταξύ των εκθεμάτων κι ένα αναπάντεχο εύρημα, μια μαρμάρινη κεφαλή παιδιού που ήταν αρχικά εκτεθειμένη στο αρχαιολογικό Μουσείο της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, το οποίο κάηκε ολοσχερώς μαζί με την πόλη.

Το γλυπτό, όπως έγραψε πρόσφατα ο «Νέος Κόσμος» ανασύρθηκε από τις στάχτες του Μουσείου, εστάλη στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα και δωρίθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τον Αύγουστο του 1926.

Η μαρμάρινη κεφαλή, που διατηρεί εμφανή τα ίχνη από τη φωτιά, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην καρδιά του Μουσείου («Αίθουσα του Βωμού»/αίθουσα 34), έως την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022.

Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το μαρμάρινο κεφάλι παιδιού και την ιστορία ανεύρεσής του -για παράδειγμα, κανείς δεν γνωρίζει πώς κατέληξε στη Βρετανική Πρεσβεία της Αθήνας τον Αύγουστο του 1926, όταν ο στρατιωτικός ακόλουθος L. Bοwer το παρέδωσε στον διευθυντή του ΕΑΜ, Παναγιώτη Καστριώτη, γράφει η Ελένη Μάρκου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Όπως πληροφορεί ο Δρ Κωνσταντίνος Πασχαλίδης, επιμελητής της Προϊστορικής Συλλογής του ΕΑΜ: «Πριν τη χρονολογία αυτή (1926) και μετά το 1922, σε χρονικό διάστημα που δεν γνωρίζουμε ακριβώς, κάποιος περισυνέλεξε την κεφαλή από το καμένο Μουσείο της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, που βρισκόταν στην ελληνική συνοικία του Αγ. Γεωργίου, μεταξύ των ναών του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Φωτεινής, δηλαδή μέσα στην πυρίκαυστη ζώνη. Ίσως όταν απέσυραν τα μπάζα κάποιος, σε άγνωστο σε εμάς χρόνο, να παρατήρησε το κεφάλι και να το πήρε».

«Πάντως το καλοκαίρι του 1926 η κεφαλή κατέληξε -χωρίς να γνωρίζουμε πώς- στη Βρετανική Πρεσβεία της Αθήνας. Ο στρατιωτικός ακόλουθος L. Bοwer το παρέδωσε στον Παναγιώτη Καστριώτη, διευθυντή τότε του ΕΑΜ. Στην έγγραφη αναφορά του στο Υπουργείο, την οποία έχουμε συμπεριλάβει στην προθήκη του ‘Αθέατου’, ο Καστριώτης δεν αναφέρει ποιος έφερε το εύρημα στην πρεσβεία της Αθήνας. Γράφει μόνο ότι πρόκειται για κεφάλι ίσως ρωμαϊκών χρόνων που πιθανόν απεικονίζει μούσα, όπως το ερμήνευσε. Επίσης, διασώζεται η ευχαριστήρια επιστολή του στα γαλλικά προς τη Βρετανική Πρεσβεία, την οποία επίσης εκθέτουμε στην προθήκη. Σε αυτήν ο Καστριώτης γράφει ότι ‘πολύ σύντομα θα εκθέσουμε το εύρημα’ και πως ‘δεν θα παραλείψουμε να σας αναγράψουμε ως δωρητές’ -κάτι που έγινε 96 χρόνια μετά».

«Έχω την εντύπωση πως αυτό δεν είναι μια απλή καθυστέρηση για λόγους πρακτικούς ή γιατί το αμέλησαν. Νομίζω πως από το 1926 και μετά η ελληνική πολιτική αναζητούσε την προσέγγιση με την τουρκική δημοκρατία για την επίλυση των αποζημιώσεων των προσφύγων και άλλων εκκρεμών ζητημάτων. Εξάλλου, το 1930 υπεγράφη το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου-Ινονού, με τις εκατέρωθεν επισκέψεις των ηγετών σε Αθήνα και Άγκυρα, οπότε ένα τέτοιο αντικείμενο στην έκθεση και μάλιστα αυτής της προέλευσης και από βρετανική διπλωματική αρχή δεν θα βοηθούσε διπλωματικά».

«Επιπλέον, σκέφτομαι πως ένα έκθεμα με τέτοια προέλευση και διαδρομή θα ήταν άκρως τραυματικό για τους Έλληνες επισκέπτες και το σύνολο της κοινωνίας που προσπαθούσε να συνέλθει και να επιβιώσει από τις συνέπειες της Καταστροφής. Όπως και να έχει, η υπόσχεση του Καστριώτη για την έκθεση του έργου και την αναφορά του δωρητή εκπληρώνεται τώρα, σχεδόν έναν αιώνα μετά».

Η μαρμάρινη κεφαλή παιδιού με φανερά τα ίχνη της πυράς -η φωτιά έχει ασβεστοποιήσει τη μαρμάρινη «επιδερμίδα» του προσώπου, που δεν είναι πια στιλπνή- και των ρηγματώσεων πιθανότατα από την πτώση του κτηρίου του Μουσείου πάνω του, αφορά την περίοδο αμέσως μετά το 1922 και συμβολικά.

«Όταν ξεκινά ο Γολγοθάς των προσφύγων. Όσοι δηλαδή επιζούν, γιατί πάρα πολλοί χάνονται από τις κακουχίες, τον χειμώνα στα αντίσκηνα, την πείνα -δείτε την αφίσα του ΥΠΠΟΑ των εκδηλώσεων για την Πανσέληνο, είναι μια φωτογραφία με πρόσφυγες μέσα στην Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης. Οι πρόσφυγες ήρθαν, έμειναν, γύρισαν σελίδα και προσπάθησαν να ξεχάσουν. Όμως δεν έπαψαν για χρόνια, για δεκαετίες να αναζητούν τους δικούς τους στις λίστες των αγνοούμενων, αργότερα, όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι, ακόμη και στο ραδιόφωνο, στις Αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού».

«Τον πρώτο καιρό κάποιοι έπαιρναν τα καλά νέα -έρχεται το παιδί στη Θεσσαλονίκη, θα κατέβαιναν να το παραλάβουν!-, άλλοι όμως έπαιρναν τα άσχημα νέα: Ο άνδρας, το παιδί σας είναι ακόμη αγνοούμενοι, ιδιότητα στην οποία παρέμειναν για πάντα, καθώς δεν ερχόταν ποτέ η επίσημη είδηση του θανάτου τους. Για εμένα αυτή η μαρμάρινη κεφαλή εικονοποιεί τα παιδιά-θύματα που αναζητούνταν και δεν βρέθηκαν ποτέ, γιατί έμειναν πίσω θαμμένα στα ματωμένα χώματα. Εικονοποιεί, θεωρώ, τα θύματα του πολέμου και τα προσφυγόπουλα των συσσιτίων, πολύ περισσότερο από το ‘Προσφυγάκι’, που βρήκε κατά τη συστηματική ανασκαφή που διεξήγαγε στη Νύσα της Μικράς Ασίας ο Κουρουνιώτης και έφερε στην Αθήνα το 1922. Αυτό ήταν ένα προνομιακό ‘πλάσμα’ από πέτρα που επελέγη και ‘σώθηκε’. Ενώ τα παιδιά που έμειναν πίσω χάθηκαν. Το νέο έκθεμα του Αθέατου Μουσείου είναι στη συνείδησή μας ένα παιδί που χάθηκε κι όμως, μια μέρα, εμφανίστηκε μπροστά μας από θαύμα».

«Φυσικά δεν υπάρχει λογική στην απόδοση του συναισθήματος, αλλά αυτή είναι και η δύναμη του κάθε ευρήματος. Έτσι, η δύναμη του συγκεκριμένου είναι αυτό που εικονοποιείται στα μάτια μας, είναι η ‘επόμενη μέρα’ των διασωθέντων: Το γεγονός πως όσοι έφυγαν δεν ξέχασαν ποτέ ό,τι άφησαν πίσω, κι ας απέφευγαν για χρόνια να μιλούν. Γύρισαν σελίδα, έχτισαν μια νέα ζωή, έσπειραν στα αλίπεδα και στις ερημιές και έκαναν τη νέα Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, είναι ένα έκθεμα που δεν μιλά μόνο για τα χαμένα, αλλά και για τη γενιά που δημιούργησε μαζί με την υπόλοιπη χώρα τους δικούς μας γονείς».

Σημειώνεται ακόμη ότι μετά από διακοπή δυο χρόνων λόγω της πανδημίας, το «Αθέατο Μουσείο» έκανε επανέναρξη το 2022, έχοντας ήδη ολοκληρώσει στους προηγούμενους μήνες δυο παρουσιάσεις από τη συγκεκριμένη θεματική.

«Το πρώτο έκθεμα ήταν ένας μυκηναϊκός κρατήρας -πιθανόν από κάποια προϊστορική θέση της Μικράς Ασίας- ο οποίος αγοράστηκε από τον πρώτο κάτοχό του στη Σμύρνη και κατόπιν περιήλθε στις Συλλογές του ΕΑΜ. Τον κρατήρα είχε επιμεληθεί η Δρ Βασιλική Πλιάτσικα, αρχαιολόγος της Προϊστορικής Συλλογής. Στη συνέχεια παρουσιάσαμε δύο πήλινα υστεροελληνιστικά ειδώλια πιθανόν από τη Μύρινα της Μικράς Ασίας, καθώς κι ένα χάλκινο ειδώλιο Ηρακλή, με φερόμενη προέλευση την Προύσα, που είχε και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί ήρθε στην Ελλάδα με τον αρχαιολόγο και φαντάρο του Γ’ Σώματος Στρατού, Ευστράτιο Παρασκευαΐδη, το 1922, ο οποίος το παρέδωσε στο ΕΑΜ», ανέφερε ο Δρ Κωνσταντίνος Πασχαλίδης.

Τα ειδώλια επιμελήθηκε η δρ Μαρία Χιδίρογλου, αρχαιολόγος του Τμήματος Συλλογών Αγγείων, Μικροτεχνίας και Μεταλλοτεχνίας του ΕΑΜ.