Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020) «Ευτυχώς που αυτή είναι η τελευταία μου συνέντευξη…»

(Από το μεγάλο αφιέρωμα του αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού«Χάρτης» στην επιφανή Ελληνίδα ποιήτρια) - ΜΕΡΟΣ Α'

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Την ποιήτρια και μεταφράστρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020) την γνώρισα για πρώτη φορά κατ’ ιδίαν, όταν ο φίλος μου Βασίλης Βασιλικός με κάλεσε στην παρουσίαση του «Ημερολογίου 2002» της Εταιρίας Συγγραφέων (πρόεδρος της οποίας ήταν τότε) που είχε κυκλοφορήσει ο εκδοτικός οίκος “Μεταίχμιο” παραμονές Πρωτοχρονιάς 2002.

Είχα φτάσει στο “Polis Café” με μεγάλη καθυστέρηση (δεν θυμάμαι για ποιο λόγο) όταν η εκδήλωση είχε τελειώσει και οι περισσότεροι είχαν αποχωρήσει. Μεταξύ των λίγων που είχαν ξεμείνει, καθιστοί σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι, ήταν και μια γηραιά κυρία στην οποία ο Βασιλικός με σύστησε ως «Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ».

Παρά την έκδηλη δυσμορφία της (λόγω μιας άσχημης λοίμωξης από σταφυλόκοκκο σε πολύ μικρή ηλικία που της άφησε εμφανή σωματικά κουσούρια, αλλά και του προχωρημένου γήρατος) ήταν συμπαθέστατο και γοητευτικό άτομο. Σε κέρδιζε απ’ την πρώτη στιγμή με την απλότητα, εγκαρδιότητα κι ετοιμολογία του.

Μου είπε αμέσως, χωρίς περιστροφές, ότι ήταν αναδεξιμιά του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη κι ένιωθε πολύ περήφανη γι’ αυτό. Επίσης, πως έγραφε από πολύ μικρή, ενώ πρωτοδημοσίευσε στα δεκαεπτά της, μετά από παρότρυνση του νονού της, το ποίημα «Μοναξιά» στο περιοδικό Καινούρια Εποχή που έβγαζε ο συντοπίτης φίλος μου Γιάννης Γουδέλης (εκδότης του “Δίφρου”), πρώτου εκδότη και στενού φίλου του Καζαντζάκη.

Αυτό – μου είπε – της άνοιξε το δρόμο για να συνεχίσει την ενασχόλησή της με την ποίηση. Η πρώτη ποιητική συλλογή της Λύκοι και σύννεφα κυκλοφόρησε το 1963 σε ηλικία 23 ετών. Όταν τη ρώτησα τι γίνεται η καλή μου φίλη και λαμπρή πεζογράφος Καίη Τσιτσέλη (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας), με κοίταξε ξαφνιασμένη και μου είπε περίλυπη: «Μα, δεν το μάθατε; Τώωωρα… πάει, πέθανε η καημένη…».

Είχαμε ξεμείνει τελευταίοι στην αίθουσα και διαπίστωσα ότι περίμεναν στωικά να τους αδειάσουμε τη γωνιά… Με βαριά καρδιά έκανα την πρώτη κίνηση της αναχώρησης. Εκείνη συνέχισε να παραμένει κολλημένη στη θέση της, σα να μην ήθελε να φύγει. Είμαι βέβαιος ότι δεν ήθελε. Σίγουρα χαιρόταν να βρίσκεται με κόσμο του συναφιού της.

Υπέθεσα μάλιστα πως της προκαλούσε δυσανεξία η επιστροφή στη μοναξιά της. Εξού κι ένιωθα αμήχανος που θα την άφηνα μόνη, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Αναρωτιόμουν μάλιστα πώς, και ποιος, θα την πήγαινε σπίτι – αναλογιζόμενος τα κινητικά της προβλήματα.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πόση ώρα συνομιλούσαμε. Δηλαδή βασικά εκείνη μιλούσε κι εγώ άκουγα. Αν και το τετατέτ μας δεν ήταν διαρκείας, η συγκομιδή της συνομιλίας αυτής δεν ήταν αμελητέα. Κρίμα που δεν προνόησα να έχω μαζί το μαγνητοφωνάκι μου για να διασώσει όσα μου είπε αλλά – κυρίως – τη φωνή της.

Ευτυχώς που την άλλη μέρα δεν παρέλειψα να καταγράψω πυρετωδώς τα ουσιαστικότερα σημεία της κουβέντας μας. Ήτοι το πρώτο μέρος αυτής της συνομιλίας – κάτι σαν προσχέδιο, ας πούμε. Δεν θα φανταζόμουν ποτέ όμως ότι η τύχη θα τα έφερνε έτσι, ώστε να ακολουθήσει και μια δεύτερη συνάντηση-συνομιλία (πιο αναπάντεχη από την πρώτη) όπου η δημοφιλής και καταξιωμένη ποιήτρια θα μου παραχωρούσε (αυτή τη φορά) μια… κανονική συνέντευξη που θα ολοκλήρωνε την άτυπη πρώτη. Όπως ακριβώς εξαρχής το επιθυμούσα. Αρκετά όμως με τα προλεγόμενα. Ώρα να ξεκινήσω με τα όσα διημείφθησαν κατά την πρώτη μας συνάντηση.

Σημείωση: Εξυπακούεται ότι και οι δύο ξεχωριστές, χρονικά, συνομιλίες μας ξαναδουλεύτηκαν και διαμορφώθηκαν (ρετουσαρίστηκαν) έτσι ώστε να δίνουν την αίσθηση κανονικών συνεντεύξεων, με ερωταπαντήσεις – με τη δεύτερη να συμπληρώνει την πρώτη.

ΜΕΡΟΣ Α΄ – (Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: “POLIS CAFÉ”, ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2001)

(Η συζήτηση ξεκινά με την ποιήτρια να αναφέρεται αμέσως στα προσωπικά της, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια)

-Η παιδιόθεν κατάρα της αναπηρίας σας (λόγω λοίμωξης από σταφυλόκοκκο και των κινητικών προβλημάτων), αντί να σας οδηγήσει στην εσωστρέφεια, την απομόνωση και την κατάθλιψη, σας έκανε πιο ανθεκτική και δραστήρια – σωματικά και πνευματικά. Πώς συνέβη αυτό;

-Ήταν περισσότερο κακοτυχία παρά κατάρα. Γιατί προσβλήθηκα από τη λοίμωξη λίγο πριν ανακαλυφθεί η θεραπεία της. Δεν το πήρα όμως κατάκαρδα. Αν και συνειδητοποιούσα την αναπηρία μου, αφού κούτσαινα, δεν είχα εμμονές με αυτό το ζήτημα. Αντιθέτως, ή εξαιτίας αυτού, έκανα ό,τι και τα φυσιολογικά παιδιά: έπαιζα, έκανα ποδήλατο, ακόμα και… χορό! Προσπαθούσα μάλιστα να είμαι πιο δραστήρια από εκείνα. Ίσως για ν’ αναπληρώσω, το κουσούρι μου. Παράλληλα όμως η αναπηρία μου ήταν κι ευλογία, αφού επέδειξα και μια αντίστοιχη πνευματική δραστηριότητα στο διάβασμα, το γράψιμο και τη μουσική.

-Το γεγονός ότι ήσασταν μοναχοπαίδι επιβάρυνε καθόλου την ψυχολογική σας κατάσταση;

-Όχι, δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα. Μπορεί στη χάση και στη φέξη να αναρωτιόμουν γιατί να μην έχω κι εγώ αδερφάκια, όπως και τα άλλα παιδιά. Γενικά όμως η ζωή μου ήταν τόσο γεμάτη που δεν του έδινα μεγάλη σημασία. Προτιμούσα να ζω την κάθε μέρα όπως ερχόταν, απολαμβάνοντας τη ζωή με τον δικό μου τρόπο.

-Γιατί αρχίσατε να γράφετε από πολύ μικρή ηλικία;

-Τρεις ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες: Πρώτον, το οικογενειακό αστικό μου περιβάλλον, καθώς οι γονείς μου ήταν πολύ καλλιεργημένοι. Δεύτερον, η αναπηρία μου. Τρίτον, το ότι έτυχε να είμαι βαφτισιμιά του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη. Οι γονείς μου με μύησαν από νωρίς στην κλασική μουσική και στη λογοτεχνία, διαβάζοντάς μου ποίηση και πεζογραφία. Η σωματική μου αναπηρία συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτό, έχοντας το σώμα μου ως έμπνευση.

Γιατί, συνειδητοποιώντας κανείς τη διαφορετικότητα του ελαττωματικού του σώματος (δηλαδή την “πληγή” που κουβαλάει πάνω του), αναγκαστικά γίνεται ενδοστρεφής, μονήρης, κ.λπ. Άλλωστε, τέχνη δίχως κάποια φανερή ή κρυφή «πληγή» είναι αδιανόητη. Όταν κανείς είναι υγιής και χαρούμενος τραγουδά, χορεύει, διασκεδάζει – ζει. Δεν… γράφει! Η φύση δεν είναι παρανοϊκή, ξέρει τι κάνει. Επίσης, το γεγονός ότι νονός μου έτυχε να είναι ο Καζαντζάκης δεν με άφησε ανεπηρέαστη. Ακόμη και το ότι ήμουνα μοναχοπαίδι έπαιξε το ρόλο του. Δεν είναι τυχαίο φερ’ ειπείν ότι το πρώτο μου ποίημα είχε τίτλο «Μοναξιά». Από κάθε άποψη λοιπόν το περιβάλλον ήταν ευνοϊκό για να στραφώ σ’ αυτή την ενασχόληση.

-Πώς γράφετε – με το χέρι, σε γραφομηχανή, σε υπολογιστή;

-Λόγω της αναπηρίας μου, πάντα έγραφα με το χέρι. Με γοητεύει πολύ η σχέση που έχω με το χαρτί και το μελάνι.

-Την πόρτα στην ποίηση σάς την άνοιξε ο νονός σας Καζαντζάκης (μεσολαβώντας στον Γιάννη Γουδέλη, προκειμένου να δημοσιεύσει το παρθενικό σας ποίημα που προαναφέρατε στο περιοδικό του Καινούρια Εποχή) γράφοντάς του: «Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ»! Δεν βρίσκετε αυτόν τον έπαινο κάπως υπερβολικό, τη δε μεταχείριση που σας επεφύλαξε η μοίρα προνομιακή;

-Πράγματι αυτή η σύσταση μού άνοιξε πόρτες στη μετέπειτα καριέρα μου. Ο Καζαντζάκης όμως δεν ήταν τόσο ανόητος για να εκτεθεί, αν θεωρούσε ότι το ποίημά μου δεν άξιζε δημοσίευσης. Φαίνεται ότι είχε πιστέψει σε μένα, γιατί όταν ήμουνα 11 χρονών έγραφε στους γονείς μου: «Χαιρετώ τη γενναία συνάδελφο, την Κατερίνα, που γρήγορα θα πιάσει την πένα να με παραμερίσει. –Τράβα να περάσω, τόπο στους νέους! θα μου πει κ’ εγώ θα της δώσω την ευκή μου, να με ξεπεράσει» (Antibes, 24 Ιουλίου 1950). Συνεπώς δεν τίθεται θέμα προνομιακής μεταχείρισης ή… βύσματος. Ο νονός μου διέβλεπε την όποια αξία μου γιατί μου έγραφε επίσης: «Κλωσσοπούλι του Παρνασσού μην με ντροπιάσεις». Αν δεν είχε διακρίνει κάποιο ταλέντο μου, νομίζετε ότι θα το ρίσκαρε; Έπειτα, ασχέτως αυτών, εμένα δεν πήραν καθόλου τα μυαλά μου αέρα, καθώς άργησα να πιστέψω στο ταλέντο μου.

-Γιατί δεν συναντηθήκατε ποτέ μαζί του, παρόλο που αλληλογραφούσατε;

-Διότι αυτός ζούσε έξω και, προφανώς, είχε αποφασίσει να μην ξαναεπιστρέψει στην Ελλάδα. Ήταν πολύ πικραμένος για διαφόρους λόγους, κυρίως όμως για την ταμπέλα του «κομμουνιστή» που του κόλλησαν. Ούτε κι εγώ όμως μπορούσα να πάω να τον συναντήσω, γιατί ήμουν μικρή. Πάντα αδημονούσα όμως να συναντηθούμε. Αυτό θα γινόταν αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο.

Γιατί θα πήγαινα στη Γαλλία να σπουδάσω κοντά τους (στο νονό μου και τη «θείτσα Λένη», όπως την έλεγα, τη δεύτερη σύζυγο του Καζαντζάκη). Ατυχώς όμως, ένα μήνα πριν πάω στη Γαλλία, πέθανε στο Freiburg, στις 26 Οκτωβρίου 1957, χωρίς να προλάβω να τον δω. Για δεύτερη φορά η τύχη μού έπαιζε ένα ειρωνικό παιχνίδι. Η πρώτη ήταν όταν γεννήθηκα έξι μήνες πριν ανακαλυφθεί η πενικιλίνη που θα με έσωζε από τη μόνιμη αναπηρία μου. Εγώ δεν ήμουν ούτε 7 ετών όταν έφυγε, κι έτσι δεν έχω καμία προσωπική θύμηση δική του. Ούτε τον είδα, ούτε τον άγγιξα, ούτε τη φωνή του άκουσα ποτέ. Υπήρχε βέβαια η αλληλογραφία μας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Άλλωστε, όπως ο ίδιος είχε γράψει, σύμφωνα με τον Βούδα, «Η ορατή παρουσία αξίζει 88.000 αόρατες παρουσίες» (Antibes, 12 Δεκεμβρίου 1955). Είναι απ’ τα μεγαλύτερα παράπονα της ζωής μου.

(Συνεχίζεται)

(Σημ.: Το παραπάνω κείμενο του Δρα Γιάννη Βασιλακάκου αναδημοσιεύεται από το έγκυρο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» 38, Φεβ. 2022)

*Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, κριτικός-δοκιμιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα» (διηγήματα), εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2022.