Σε γενικές γραμμές, οι Ελληνοαυστραλοί αποτελούν πολυποίκιλη οντότητα που δύσκολα προσδιορίζεται ή περιγράφεται με γενικεύσεις. Προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και ασπάζονται διάφορες πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Ωστόσο, ένα πράγμα που ενώνει όλους τους Ελληνοαυστραλούς είναι η περιφρόνηση που νιώθουν συλλογικά για τον Τόμας Μπρους, τον έβδομο Λόρδο Ελγίνο, εκείνο το εντελώς ανυπόληπτο πρόσωπο που το 1801, κατάφερε με διάφορες ραδιουργίες να λάβει φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, που επέτρεπε στους πράκτορές του να «υψώσουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο ναό των ειδώλων (τον Παρθενώνα, δηλαδή) και να καλουπώσουν τα διακοσμητικά του γλυπτά και οι ορατές του μορφές με γύψο», αλλά και «να αφαιρέσουν τυχόν κομμάτια πέτρας με παλιές επιγραφές ή φιγούρες».

Ο πράκτορας του Λόρδου Ελγίνου, ο κληρικός Φίλιπ Χαντ, έπεισε τον τοπικό πασά της Αθήνας να ερμηνεύσει με αόριστο τρόπο το φιρμάνι, ώστε να διαπράξει θρασύδειλους βανδαλισμούς στο πιο εμβληματικό έργο τέχνης της ανθρωπότητας, αποκόπτοντας βίαια και αφαιρώντας τη μισή ζωφόρο του Παρθενώνα, δεκαπέντε μετόπες και δεκαεπτά θραύσματα του αετώματος, καθώς και μια καρυάτιδα και μια στήλη από το Ερέχθειο. Άφησε τον Παρθενώνα, ο οποίος είχε διασωθεί άθικτος μια χιλιετία ως η τρίτη πιο σημαντική εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που επέζησε τον βομβαρδισμό των Ενετών και τη χρήση του ως οθωμανικό τζαμί, ένα ρημαγμένο ερείπιο.

Ο Ελγίνος και η βρετανική κυβέρνηση, η οποία τελικά έλαβε τα κλεμμένα του, απέσπασαν για τις πράξεις τους τον χλευασμό των διανοούμενων της εποχής, όπως ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος προσπαθώντας να αποστασιοποιήσει τον Ελγίνο από τον εθνικό κορμό, έγραψε: «Κόρη του Δία! Στο σπιλωμένο όνομα της Βρετανίας,/ Ένας αληθινός Βρετανός απεχθάνεται την πράξη/Μην αποστρέψεις το πρόσωπό σου από την Αγγλία/. Η Αγγλία δεν τον κατέχει: Αθηνά, όχι! Ο λεηλάτης σου ήταν Σκωτσέζος». Προέβλεψε επίσης την πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως θεϊκή τιμωρία για αυτήν την πράξη λεηλασίας. Ο γιατρός του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και κορυφαίος λόγιος, Ιωάννης Βηλαράς, εξήγησε στον περιηγητή και φιλέλληνα, Cam Hobhouse, έναν από τους φίλους του Βύρωνα, πόσο βαθιά πλήγωσε τον ελληνικό λαό η πράξη της υφαρπαγής: «Εσείς οι Άγγλοι αρπάζετε τα έργα των Ελλήνων που οι προπάτορές μας τα διατήρησαν με τόση ευλάβεια – εμείς οι Έλληνες θα έρθουμε και θα σας τα διεκδικήσουμε».

Διακόσια χρόνια αργότερα, ο ελληνικός λαός και πολλοί άλλοι φιλέλληνες σε όλο τον κόσμο δίνουν μια δύσκολη μάχη για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, στην Αθήνα.

Το Βρετανικό Μουσείο αρνείται να αναγνωρίσει το έγκλημα, πόσο μάλλον να επανορθώσει και να αποκαταστατήσει τα Γλυπτά, υποδεικνύοντας πόσο βαθιά εδραιωμένη είναι η αποικιοκρατική και οριενταλιστική στάση των διοικητών της απέναντι στους σύγχρονους Έλληνες.

Κατά την άποψή τους, εξακολουθούν αυτοί να είναι οι άξιοι κληρονόμοι της κλασικού εποχής, υπονοώντας ταυτόχρονα αισθήματα που έχουν εκφραστεί εναντίον των νεοελλήνων από την εποχή του Βυζαντίου: ότι είναι ευτελισμένοι, ανάξιοι της κληρονομιάς τους και ανίκανοι να τη φροντίσουν.

Συνεπώς, το γεγονός ότι το όνομα του διαρρήκτη Ελγίνου έχει δοθεί σε έναν από τους πιο εμβληματικούς δρόμους του Carlton αποτελεί συνεχή πρόκληση για τους Έλληνες της Μελβούρνης. Ο ληστής έβδομος Λόρδος Ελγίνος, δεν έχει καμία σχέση με την Αυστραλία, ωστόσο ως μειονοτική ομάδα, υποχρεωνόμαστε από την άρχουσα τάξη, ταυτίζοντας την οδό με τον Ελγίνο, να τιμούμε τη μνήμη ενός πολιτιστικού εγκληματία, απλώς και μόνο επειδή η Αυστραλία κάποτε υπήρξε αποικία της Αυτοκρατορίας στην οποία ο Ελγίνος κατείχε προνομιούχα θέση.

Τιμώντας τον, επικροτούμε πράξεις αποικιοκρατίας, βίας και κλοπής εναντίον ευάλωτων και μη χειραφετημένων εθνών. Επίσης, γινόμαστε συνεργοί στην διαιώνιση ρατσιστικών ιδεολογιών που δικαιολογούν τέτοιες ιδιοποιήσεις. Η συνεχής ύπαρξη μιας οδού Ελγίνου στη Μελβούρνη είναι αβάσιμη, εφόσον νομιμοποιεί τη ληστεία του Ελγίνου και καταστεί την άρχουσα τάξη της Αυστραλίας συνένοχη, αν όχι του εγκλήματος τότε σίγουρα της συγκαλύψεώς του. Θα πρέπει να μετονομαστεί άμεσα.

Για την κινεζική παροικία της Μελβούρνης, το όνομα του Ελγίνου ενέχει διαχρονικά ακόμη πιο αρνητικές συνδηλώσεις. Κι αυτό διότι κανονικά, η οδός Ελγίνου τιμά τη μνήμη του Τζέιμς Μπρους, του όγδοου Λόρδου Ελγίνου, του αιμοσταγούς γιου του κατσαπλιά, ενός απόλυτα κατακριτέου ατόμου.

Ο ίδιος συμμετείχε στον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου, έναν πόλεμο που κηρύχθηκε από τους Βρετανούς με μοναδικό σκοπό να εξαναγκάσουν την Αυτοκρατορία Τσινγκ της Κίνας να αγοράσει βρετανικό όπιο.

Στην πραγματικότητα, ο όγδοος Λόρδος Ελγίνος, του οποίου το όνομα φέρει ο δρόμος στο Carlton, ήταν ένας διακινητής ναρκωτικών στα πλαίσια ενός κρατικού καρτέλ ναρκωτικών.

Όταν η Αυτοκρατορία Τσινγκ αντιστάθηκε, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις του εθισμού του λαού της στα ναρκωτικά, ο όγδοος Λόρδος Ελγίνος εποπτεύθηκε τον βομβαρδισμό της Καντόνας, με τεράστιες απώλειες ζωής.

Όταν οι Κινέζοι συνέχισαν να αντιστέκονται, ο προωθητής των ναρκωτικών διέπραξε μια πράξη πολιτιστικού βανδαλισμού, αν όχι μεγαλύτερη, τουλάχιστον ισότιμη με εκείνη του κακοήθους προπάτορά του: διέταξε την πλήρη καταστροφή του Παλαιού Θερινού Ανάκτορου της Κίνας, ενός θαυμάσιου συγκροτήματος παλατιών και κήπων οκτώ χιλιόμετρα βορειοδυτικά των τειχών του Πεκίνου, που είχαν οικοδομηθεί κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου διέμεναν και κυβέρνησαν οι αυτοκράτορες Τσινγκ.

Με τον λήσταρχο Ελγίνο να κατευθύνει τη λεηλασία, το Παλαιό Θερινό Ανάκτορο πυρπολήθηκε από 3.500 Βρετανούς στρατιώτες και φλεγόταν για τρεις ημέρες. Τριακόσιοι εναπομείναντες ευνούχοι και υπηρέτριες του παλατιού, που είχαν κρυφτεί εντός του συγκροτήματος, χάθηκαν στις φλόγες του παλατιού.

Ανεκτίμητοι πολιτιστικοί θησαυροί, όπως εκλεκτή πορσελάνη, χρυσαφένια κοσμήματα και αγάλματα, λαφυραγωγήθηκαν από τους στρατιώτες των ιμπεριαλιστών, ενώ τα πιο εκλεκτά τεχνουργήματα κρατήθηκαν για τον όγδοο Λόρδο Ελγίνο, συμπεριλαμβανομένων πανάρχαιων χάλκινων αγγείων από τους τάφους της δυναστείας των Σανγκ που χρονολογούνται γύρω στα χίλια πΧ. Όπως ο πατέρας του πριν από αυτόν, ο όγδοος Λόρδος Έλγιν αποσυναρμολόγησε το περίφημο Συντριβάνι του Ζωδιακού, μια κατασκευή που η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί τώρα, σιγά σιγά και επίπονα να αγοράσει, θραύσμα προς θραύσμα από ιδιωτικούς συλλέκτες και μουσεία ανά τον κόσμο.

Ο Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον, ο οποίος αργότερα απέκτησε αιώνια φήμη ως ο Γκόρντον της Χαρτούμ, ήταν παρών κατά τη διάρκεια της λεηλασίας, σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών. Περιέγραψε με ανάμεικτα συναισθήματα τον βιασμό του Παλαιού Θερινού Ανακτόρου:

«Εξορμήσαμε κι, αφού το λεηλατήσαμε, κάψαμε ολόκληρο το συγκρότημα, καταστρέφοντας με βανδαλικό τρόπο μια πολύτιμη περιουσία που [δεν θα μπορούσε] να αντικατασταθεί ούτε για τέσσερα εκατομμύρια. Μάς χαρίσανε ένα χρηματικό έπαθλο των £48… Τα πήγα καλά. Οι ντόπιοι κάτοικοι είναι πολύ ευγενικοί, αλλά νομίζω ότι οι πιο καθώς πρέπει μας μισούν, όπως θα έπρεπε μετά από αυτό κάναμε στο Ανάκτορο.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια των κτηρίων που κάψαμε. Σπάραζε η καρδιά του καθενός μας καθώς τα καίγαμε. Στην πραγματικότητα, αυτές οι εκτάσεις ήταν τόσο απέραντες, και μας πίεζε τόσο πολύ ο χρόνος, που δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να τις λεηλατήσουμε συστηματικά. Κάηκαν μεγάλες ποσότητες χρυσών κοσμημάτων, θεωρούμενων ως ορείχαλκο. Ήταν άθλια και εξευτελιστική δουλειά για έναν πολιτισμένο στρατό».

Φώτο: Unsplash

Έχοντας καταστρέψει αυτό το ανεκτίμητο πολιτιστικό οικοδόμημα και έχοντας ιδιοποιήσει όλους τους θησαυρούς του, ο όγδοος Λόρδος Ελγίνος στη συνέχεια εξανάγκασε τη δυναστεία Τσινγκ να υπογράψει την άνιση Συνθήκη του Πεκίνου, σύμφωνα με την οποία η Κίνα υποχρεούταν να παραχωρήσει τη χερσόνησο Καουλούν στη βρετανική αποικία του Χονγκ Κονγκ και τμήματα της Βορείας Μαντζουρίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία.

Ο ίδιος πέθανε από καρδιακή προσβολή στην Ινδία και δεν είχε καμία σχέση με την Αυστραλία παρά μόνο ότι υπηρετούσε την Αυτοκρατορία της οποίας ήταν και η Αυστραλία αποικία. Προφανώς, το όνομά του δόθηκε στην οδό του Carlton ώστε να γιορτάσει τη βίαιη προσθήκη του Καουλούν στη Βρετανική Αυτοκρατορία και το βάναυσο άνοιγμα των κινεζικών αγορών στα βρετανικά ναρκωτικά.

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι ο όγδοος Λόρδος Ελγίνος παραμένει πρόσωπο κατάλληλο για τίμηση στο Carlton σήμερα σημαίνει ότι ταυτόχρονα ηρωοποιεί τη βία, την ώθηση ναρκωτικών, την λεηλασία, τον ιμπεριαλισμό και το φόνο. Οι πράξεις του ανείπωτα βδελυρού όγδοου Λόρδου Ελγίνου χάραξαν βαθιές πληγές στην κινεζική συλλογική μνήμη, τροφοδοτώντας μια διαρκής δυσπιστία προς τη Δύση που επικρατεί μέχρι σήμερα και καθοδηγεί σε σημαντικό βαθμό την κινεζική εξωτερική πολιτική.

Τα ερείπια του Παλαιού Θερινού Ανακτόρου παραμένουν στο Πεκίνο ως μια διαρκής υπενθύμιση της δυτικής επεκτατικής και οριενταλιστικής στάσης απέναντι στην Ανατολή. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που όλο και περισσότερο, τα μέλη της κινεζικής παροικίας στη Μελβούρνη εκφράζουν την αποστροφή τους για τη συνεχιζόμενη χρήση του ονόματος του καταπιεστή τους ως όνομα μιας εξέχουσας οδού του Κάρλτον.

Μερικοί έχουν ήδη προσεγγίσει την ελληνική παροικία, βρίσκοντας κοινό έδαφος ως συμπάσχοντες, συμμεριζόμενοι την πεποίθηση ότι η φάρα των Ελγίνων συμβολίζει όλα όσα είναι ειδεχθή σχετικά με τη ρατσιστική, βίαιη και επεκτατική ιδεολογία της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η εποχή αυτή μπορεί να έχει φύγει προ πολλού, αλλά τα τραύματα που δημιούργησε παραμένουν και δεν θα επουλωθούν όσο το αγγλόφωνο κατεστημένο συνεχίζει να τιμά εγκληματίες, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο, τις υφαρπαγές τους.

Αν η φάρα των Ελγίνων είχε σχέση με την Αυστραλία, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι παρά τα εγκλήματά τους, αποτελούν μέρος της ιστορίας αυτού του έθνους, την οποία πρέπει να αποδεχτούμε, καλώς ή κακώς, και δεν θα έπρεπε να εξαλειφθεί το όνομα τους από την ομώνυμη οδό για λόγους πολιτικής ορθότητας.

Αυτό το επιχείρημα αποτυγχάνει όμως παταγωδώς, καθώς οι Ελγίνοι δεν είχαν καμία σχέση με την Αυστραλία ούτε κανένα αντίκτυπο στην ιστορία της, καθιστώντας την τιμή που τους παρέχει το Αυστραλιανό κατεστημένο ακόμη πιο γελοία, βλαβερή, ρατσιστική και ακατάλληλη.

Είναι καιρός η ελληνική παροικία να σταθεί αλληλέγγυα με την κινεζική, απαιτώντας αντί να τιμάται από το κατεστημένο το βίαιο αποικιακό παρελθόν του βανδαλισμού και της καταστροφής που ενσαρκώνεται στο όνομα των Ελγίνων, να πράξουμε όλοι μαζί το αντίθετο: να τιμήσουμε δηλαδή τη μνήμη των παραδοσιακών ιδιοκτητών της γης επάνω της οποίας υπάρχει η εν λόγω οδός, των ιθαγενών της περιοχής, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι και αυτοί είναι θύματα των ίδιων πολιτικών που επέτρεψαν τους Ελγίνους και τόσους άλλους να «ευδοκιμήσουν».

Μία παραδοσιακή ονομασία όπως «Bunjilaka», ήδη το όνομα ενός μουσείου του Κάρλτον, που προέρχεται από την ντόπια γλώσσα Woiwurrung και σημαίνει «δημιουργός» και «χώμα», η γη δηλαδή που δημιουργήθηκε από τον Bunjil, έναν αρχέγονο πρόγονο της νοτιοανατολικής Αυστραλίας ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία που αντικατοπτρίζει την ιστορική παράδοση των ιθαγενών επί της οδού θα ήταν επομένως μια κατάλληλη μορφή επανόρθωσης και θα είχε πολύ μεγαλύτερη συνάφεια με την περιοχή από τη μνήμη μιας οικογένειας ληστών, επουλώνοντας έτσι και τις πληγές που δημιούργησαν στις συνειδήσεις ​​τριών αυστραλιανών κοινοτήτων. Καιρός να αποδοθεί δικαιοσύνη.