Την 30η Σεπτεμβρίου 1934, ένα μονοθέσιο διπλάνο αεροπλάνο τύπου G-ACUC που πετούσε από το Μπρίντεζι της Ιταλίας με προορισμό το αεροδρόμιο Τατοΐου στην Αθήνα, έκανε αναγκαστική προσγείωση λίγο έξω από τα Μέγαρα.

Αν αναλογιστείτε ότι εκείνη την εποχή τα αεροπλάνα ήταν ακόμη πολύ σπάνια στην Ελλάδα ως και άγνωστα, οι Μεγαρίτες είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα ακόμη… παράξενο γεγονός. Ιπτάμενο αυτή τη φορά.

Αμέσως πολλοί έσπευσαν στο αεροπλάνο που είχε προσγειωθεί και είχε σπάσει το κάτω φτερό του και με έκπληξη διαπίστωσαν ότι πιλότος ήταν μια 23χρονη κοπέλα, η Φρίντα Τόμσον από την Αυστραλία. Επρόκειτο για μια από τις πιο διάσημες αεροπόρους στον κόσμο. Ήταν η πρώτη γυναίκα από χώρα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας που πήρε πτυχίο εκπαιδευτή πιλότων.

Την Τόμσον από το αεροπλάνο έβγαλε ο φοιτητής Θωμαΐδης που μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί της, καθώς γνώριζε αγγλικά και μαζί με άλλους την πήγε στο σπίτι του δημάρχου Μεγαρέων, ο οποίος τη φιλοξένησε για το βράδυ.

Την άλλη μέρα, εκείνος και ο Θωμαΐδης τη συνόδευσαν στο τρένο με το οποίο έφθασε στην Αθήνα. Η τολμηρή νεαρή πιλότος έκανε μεγάλη αίσθηση στους Έλληνες δημοσιογράφους. Αυτό που τους εντυπωσίασε ήταν ότι επρόκειτο για μία μικρόσωμη και όμορφη νεαρή κοπελίτσα με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Την πολιορκούσαν για μία συνέντευξή της, οπότε η Τόμσον αποφάσισε να δώσει συνέντευξη τύπου στα κεντρικά γραφεία της Shell στην Αθήνα, η εταιρεία που ήταν χορηγός της.

Σε αυτή, η Φρίντα Τόμσον είπε στους δημοσιογράφους ότι συμμετείχε στον αεροπορικό διαγωνισμό «Έπαθλο Ρόμπερτσον» με πολλούς άλλους αεροπόρους για το ποιος θα πραγματοποιούσε πρώτος την πτήση μεταξύ Λονδίνου και Μελβούρνης. Το Τατόι ήταν ένας από τους ενδιάμεσους σταθμούς ανεφοδιασμού των αεροπλάνων στο διαγωνισμό, με τη Βαγδάτη ως το επόμενο.

Η Τόμσον ήταν αποφασισμένη να κερδίσει το διαγωνισμό, τόσο για τις 10.000 λίρες Αγγλίας που ήταν το έπαθλο, αλλά κυρίως γιατί ήταν γυναίκα και ήταν από την Αυστραλία. Παρά τα 23 της χρόνια, ήταν έμπειρη πιλότος με εκατοντάδες ώρες πτήσεων. Έτσι πέταξε από το Λονδίνο προς Τατόι με ενδιάμεση στάση στο Μπρίντεζι.

Όμως, έκανε το λάθος, που κάνουν συχνά Αυστραλοί που επισκέπτονται την Ευρώπη. Είχε ξεχάσει να αλλάξει την ώρα όταν έφθασε στην Ιταλία και να βάλει το ρολόι της μία ώρα μπροστά. Έτσι πίστεψε ότι θα έφθανε στο Τατόι λίγο μετά τις 6.30 μ.μ., όταν στις 30 Σεπτεμβρίου είναι ακόμη μέρα.

Όταν η Τόμσον πετούσε πάνω από τη διώρυγα της Κορίνθου ήταν 7.30 μ.μ. και ο ήλιος είχε δύσει. Άρχισε να νυχτώνει και φοβήθηκε ότι μέσα στο σκοτάδι δεν θα μπορούσε να βρει την πορεία της για το Τατόι.

Έτσι αποφάσισε να κάνει αναγκαστική προσγείωση στα Μέγαρα. Εκ των υστέρων έμαθε ότι το αεροδρόμιο στο Τατόι, όπου την ανέμεναν, είχε φωτιστεί με φανάρια και φωτιές για να μπορέσει να προσγειωθεί εκεί: «Από τη στιγμή που πέρασα την διώρυγαν της Κορίνθου, με απασχολούσε το ζήτημα της προσγειώσεως. Που να φανταστώ ότι στο Τατόι με περίμεναν μετά φανών και λαμπάδων! Ασφαλώς δεν θα έκαμα ούτε σκέψη για αναγκαστική προσγείωσι. Επάνω από τα Μέγαρα πετούσα πια σε σκοτάδι σχεδόν. Δεν έπρεπε να χάνω καιρό. Άρχισα κατεβαίνω γρήγορα-γρήγορα και σε λίγο βρέθηκα σε ύψος 100 μέτρων. Διέκρινα καθαρά κάτω ανώμαλο έδαφος. Έκανα μία δύο στροφές έξω από την πόλι και στο σχεδόν ομαλό έδαφος που βρήκα μπροστά μου, έκανα βολ πλανέ να προσγειωθώ. Πως πέρασαν οι στιγμές της προσγειώσεως ούτε το ένοιωσα, όπως δεν ένοιωσα κανένα φόβο. Μόνον ένα «κρακ» σπασίματος κλαριών για μια στιγμή μ’ έφερε στην πραγματικότητα.

Αλλ’ αμέσως η μηχανή μου και το αεροπλάνο ήσαν σταματημένα μπροστά σε σπασμένα δενδράκια και άρχισα να σκέπτωμαι για την κάθοδό μου από την θέση μου, διότι υπήρχε φόβος μ’ ένα σπινθήρα να πάρη φωτιά το αεροπλάνο και να καώ. Βγαίνοντας είδα να μου τείνεται ένα χέρι. Ήτο του κ. Θωμαΐδη που έτρεξε αμέσως να με βοηθήση».