ΣΤΗΝ ΘΕΤΙΚΗ πορεία της ελληνικής οικονομίας εντός του 2022 αλλά και στις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χώρα μας το 2023 αναφέρεται το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στην τελευταία ανάλυσή του με τίτλο «H ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά. Η χώρα εξάγει, ώς ποσοστό του ΑΕΠ, περισσότερο από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία»!

Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι η σύγκριση ως προς τις εξαγωγές με Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία μπορεί να είναι λίγο παραπλανητική! Οι μεγάλες πληθυσμιακά εξωστρεφείς οικονομίες έχουν συνήθως χαμηλό ποσοστό εξαγωγών προς ΑΕΠ σε σύγκριση με τις μικρές εξωστρεφείς οικονομίες. Είναι ορθολογικό να συγκρίνουμε την ελληνική οικονομία με πληθυσμιακά όμοιες χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Ελβετία, οι οποίες και έχουν καλύτερες εξαγωγών επιδόσεις ώς ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο ελληνικός δείκτης κινείται προς την σωστή κατεύθυνση!

Στον παγκόσμιο χώρο υπάρχουν διάφοροι διεθνείς δείκτες (όπως ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης, πολιτικής σταθερότητας και απουσίας βίας, αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, κράτος δικαίου και έλεγχος της διαφθοράς) που υποδηλώνουν την παγκόσμια εμβέλεια μιας χώρας. Αν και οι δείκτες μπορεί να υποφέρουν από διάφορες αδυναμίες, η αλήθεια είναι ότι οι βαθμολογίες που επιτυγχάνει μια χώρα μπορεί να έχουν ποικίλες επιπτώσεις στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική της ανάπτυξη. Όλοι αυτοί οι δείκτες μπορεί να έχουν θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό μέλλον μιας χώρας, ανάλογα με τη βαθμολογία που επιτυγχάνει μια χώρα που έχει ως αποτέλεσμα το πως αξιολογείται από ξένους, όπως ξένους επενδυτές, και διεθνείς φορείς.

Οι επιδόσεις της Ελλάδας χρήζουν βελτίωσης και σε εξέλιξη είναι στις μέρες μας η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τα ακαθάριστα δάνεια (%) στην Ελλάδα είναι διαχρονικά υψηλά και κινούνται στο υψηλό επίπεδο του 29 % το 2021, σύμφωνα με τη συλλογή αναπτυξιακών δεικτών της Παγκόσμιας Τράπεζας, που καταρτίζεται από επίσημα αναγνωρισμένες πηγές. Αν πάρουμε την Αυστραλία ως μέτρο σύγκρισης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τραπεζικού συστήματος προς τα ακαθάριστα δάνεια, κυμαίνεται στο χαμηλό ποσοστό του 0.9 %, όπως και στις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως (Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία). Αυτό υποδηλώνει και τις ατέλειες και αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το οποίο (μεταξύ άλλων) έχει την ηθική υποχρέωση να μην φέρνει σε τέτοια αδιέξοδα τους/τις πελάτες του , και να απαλλάσσεται της ευθύνης της διαχείρισης των «κόκκινων δανείων» τα οποία και έχουν περάσει πλέον στην αλυσίδα των funds, μεσολαβητικών εισπρακτικών μηχανισμών, και ενίοτε επιτήδειων, γι’ αυτό και σπάνια πια εμφανίζονται τα επίσημα τραπεζικά ιδρύματα στις λίστες των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ως οι επισπεύδοντες.

Έτσι τρέχει η περίοδος απελευθέρωσης των πλειστηριασμών για εκείνους/ες που έχουν αγοράσει φτηνά τα κόκκινα δάνεια και θα κερδίσουν από τους πλειστηριασμούς των ακινήτων ή και ως αποτέλεσμα των όποιων ρυθμίσεων αποπληρωμής που θα πρέπει να καλύπτουν την αγορά των κόκκινων δανείων. Η υπόθεση του βουλευτή της ΝΔ, Πάτση, ως ενός εκ των διαχειριστών κόκκινων δανείων σχετίζεται (σε ότι αφορά τους προαναφερθέντες δείκτες) και με την διαφθορά η οποία κυμαίνεται σε υψηλό επίπεδο για την Ελλάδα.

Ο χρόνος θα δείξει τις επιπτώσεις αυτής της «βρώμικης δουλειάς» στην ελληνική οικονομία καθώς τα θύματα από αυτό το τσουνάμι πλειστηριασμών θα βρεθούν εκτός της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση οι δείκτες πρέπει να καταδεικνύουν, στον βαθμό του δυνατού, την σημειολογία τους ορθολογικά και συγκριτικά. Άλλωστε αυτό ήταν και το ζητούμενο στην απαρχή του εδώ διαλόγου με έναυσμα την επίδοση των ελληνικών εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ.

*Ο Στέργιος Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης.

Αυστραλία – Μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τα ακαθάριστα δάνεια (%)