Για μία ακόμη χρονιά μόνο ξένοιαστα δε θα είναι τα Χριστούγεννα και για πολλούς ομογενείς μας.

Το 2020 και το 2021, τέτοια εποχή, μετρούσαμε κρούσματα COVID-19 και περιορισμούς.

Φέτος, ο κορονοϊός -παρά την έξαρση των τελευταίων εβδομάδων- φαίνεται ότι δε θα επηρεάσει τους εορτασμούς.

Ωστόσο, μία άλλη πανδημία, αυτή της ακρίβειας «σαρώνει» νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μην επιτρέποντας μεγάλη αισιοδοξία, όχι μόνο για τις ημέρες των γιορτών, αλλά και το νέος έτος, καθώς προβλέπεται ακόμη υψηλότερο κόστος ζωής.

Ουκ ολίγοι συνταξιούχοι και άνεργοι είναι σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Αντί για… κρούσματα μετράνε τα ένα-ένα τα δολάρια που έχουν για να «περάσουν».

Το ίδιο όσοι έχουν να εξοφλήσουν -και- δάνειο. Η Αποθεματική Τράπεζα (RBA) προχώρησε αυτήν την εβδομάδα σε νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου της (cash rate), κατά 0,25%, καθώς προσπαθεί να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Ήταν η 8η διαδοχική άνοδος από τον Μάιο, οπότε το επιτόκιο ήταν στο ιστορικό χαμηλό 0,10%. Πλέον κυμαίνεται στο 3,10%, σε υψηλά 10ετίας (ήταν 3,25% τον Νοέμβριο του 2012), ενώ οι οκτώ αυτές αυξήσεις ήταν οι πιο «απότομες» από το 1994.

Οι τράπεζες έσπευσαν και αυτήν τη φορά να «περάσουν» την αύξηση στους δανειολήπτες. Το μέσο επιτόκιο των ενυπόθηκων δανείων είναι πλέον στο 6,55%, ενώ τον Απρίλιο, ο μέσος όρος ήταν περίπου στο 3,45%.

Ενδεικτικά, το επιπλέον 3%, για ένα δάνειο 1.000.000 δολ. (διάρκειας 25 ετών), «μεταφράζεται» σε πρόσθετο βάρος 1.400 δολαρίων κάθε μήνα για την αποπληρωμή του. Για ένα δάνειο 750.000 δολ. η αύξηση είναι περί τα 1.000 δολ. κάθε μήνα. Για ένα δάνειο 500.000 δολ. κοντά στα 700 δολ.

Σχεδόν 1,1 εκατ. πολίτες αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την αποπληρωμή των δανείων τους, σύμφωνα με την Roy Morgan, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2013 και έπειτα.

Ο «πόνος» μάλιστα δε σταματά εδώ καθώς η RBA έκανε λόγο για νέες αυξήσεις το 2023 και οι οικονομολόγοι αναφέρουν πως το επιτόκιο της μπορεί να φτάσει έως το 3,85%.

Δεν είναι όμως μόνο το βάρος των δανείων που επιβαρύνει προϋπολογισμούς νοικοκυριών -και επιχειρήσεων.

Το κόστος ενέργειας προβλέπεται να εκτιναχθεί περαιτέρω τους ερχόμενους μήνες -με τους πολίτες να αναμένουν το σχέδιο «προστασίας» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης- ενώ οι πρόσφατες πλημμύρες αναμένεται να συμβάλλουν εκ νέου στις αυξήσεις τιμών βασικών προϊόντων.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ 

Γι’ αυτούς που έχουν καταθέσεις, και δεν εξοφλούν δάνεια, οι εξελίξεις με τα επιτόκια προκαλούν χαμόγελα.

Οι τράπεζες όμως, συχνά, δεν μεταβιβάζουν την πλήρη αύξηση των επιτοκίων σε όλους τους αποταμιευτές.

«Ο λόγος για τον οποίο οι τράπεζες δεν μετακυλίουν πλήρως την αύξηση είναι απλώς για να ‘παχύνουν’ τα περιθώρια κέρδους τους», δήλωσε στο ABC ο ειδικός στα οικονομικά της Canstar, Steve Mickenbecker. «Έχουν την ευκαιρία αυτήν τη στιγμή, καθώς τα επιτόκια ανεβαίνουν…».

Ο κ. Mickenbecker είπε ότι ενώ αυτοί που είναι πρόθυμοι να κλειδώσουν τα χρήματά τους σε προθεσμιακές καταθέσεις μπορούν να κερδίσουν επιτόκια έως και 5%, όσοι διατηρούν βασικούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου «χάνουν».

«Το καλύτερο βασικό επιτόκιο στην αγορά αυτή τη στιγμή είναι 3,5%. Ο μέσος όρος είναι μόνο 1,73% – δηλαδή το μισό του καλύτερου επιτοκίου», είπε.

«ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»

Την ίδια ώρα, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις ανά την Αυστραλία προετοιμάζονται για νέα κλιμάκωση των αιτημάτων για βοήθεια τις ερχόμενες εβδομάδες.

«Αυτά τα Χριστούγεννα πρόκειται να είναι πιο δύσκολα…», προειδοποίησε η διευθύνουσα σύμβουλος της Foodbank, Brianna Casey.

«Αυτήν τη στιγμή, βλέπουμε την άνοδο στο κόστος ζωής να συνοδεύεται από μία κρίση στα εισοδήματα (καθώς ο πληθωρισμός ‘ροκανίζει’ τα δολάρια) και φυσικές καταστροφές», εξήγησε.

Πολλοί γονείς, πρόσθεσε, δε θα μπορέσουν καν να αγοράσουν δώρα στα παιδιά τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και στο αίσθημα «ενοχής» που θα νιώθουν.

Πρόκειται για ανθρώπους που «ποτέ στο παρελθόν δε χρειάζονταν βοήθεια», επεσήμανε. «Άτομα που έχουν εργασία, αλλά μπορεί να αποπληρώνουν δάνειο».

Επίσης, είπε, καθώς το κόστος για τα ψώνια αυξάνεται, μπορεί να μην αντέχουν οικονομικά να παρέχουν τα απαραίτητα στην οικογένειά τους.

Η κα Casey έκανε λόγο για ωφελούμενους οι οποίοι «είναι απίστευτα ευγνώμονες που τους παρέχουμε ρύζι, ζυμαρικά, αλλά αυτό που τους οδηγεί σε συναισθηματική ‘έκρηξη’, τους κάνει να δακρύζουν, είναι φρέσκα φρούτα και λαχανικά … αυτό τους κάνει να κλαίνε».

Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

«Ο πληθωρισμός στην Αυστραλία είναι υπερβολικά υψηλός, στο 6,9% για το έτος έως τον Οκτώβριο», δήλωσε ο διοικητής της RBA, Philip Lowe, ανακοινώνοντας τη νέα αύξηση του επιτοκίου της, κατά 0,25%, στο 3,10% πλέον.

«Οι διεθνείς παράγοντες ‘εξηγούν’ μεγάλο μέρος αυτού του υψηλού πληθωρισμού, αλλά η ισχυρή εγχώρια ζήτηση σε σχέση με την ικανότητα της οικονομίας να ανταποκριθεί στη ζήτηση αυτή παίζει επίσης ρόλο», εξήγησε.

«Αυτές οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν ήδη σκληρές και βαριές συνέπειες στους προϋπολογισμούς πολλών νοικοκυριών και στις αποπληρωμές πολλών στεγαστικών δανείων, αλλά ο πλήρης αντίκτυπος αυτών των αυξήσεων των επιτοκίων δεν έχει ακόμη γίνει αισθητός στην οικονομία», σχολίασε ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers.

Ο Δρ Lowe αναγνώρισε ότι τα επιτόκια αυξήθηκαν απότομα από τον Μάιο και έπειτα, αλλά επέμεινε ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο υψηλός ρυθμός πληθωρισμού είναι προσωρινός. Καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί πέριξ του 8% -έναντι στόχου 2% με 3% της RBA- έκανε λόγο για νέες αυξήσεις το νέο έτος.

«Ο υψηλός πληθωρισμός βλάπτει την οικονομία μας και κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για τους ανθρώπους. Προτεραιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου (της RBA) είναι η αποκατάσταση του χαμηλού πληθωρισμού», είπε.

Η αγορά εργασίας παραμένει επίσης σφιχτή, με το ποσοστό ανεργίας στο 3,4%. Ίδιο ήταν και το ποσοστό αύξησης των μισθών.

«Δεδομένης της σημασίας της αποφυγής ενός σπιράλ τιμών-μισθών (prices-wages spiral), το Δ.Σ. θα συνεχίσει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην εξέλιξη του κόστους εργασίας όσο και στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών κατά την προσεχή περίοδο», πρόσθεσε ο Δρ Lowe.

Προειδοποίησε δε ότι «το μονοπάτι για την επίτευξη της απαιτούμενης μείωσης του πληθωρισμού και την (παράλληλη) επίτευξη ήπιας ‘προσγείωσης’ της οικονομίας παραμένει ‘στενό».

«Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια κατά την προσεχή περίοδο, αλλά δε βρίσκεται σε προκαθορισμένη πορεία. Παρακολουθεί στενά την παγκόσμια οικονομία, τις δαπάνες των νοικοκυριών και τη συμπεριφορά των μισθών σε σχέση με τον καθορισμό των τιμών», τόνισε.

Ο κ. Chalmers, δήλωσε ότι η αυστραλιανή οικονομία, έχει μία σειρά από ευνοϊκούς παράγοντες, «αλλά είμαστε όμηροι μιας σειράς εξελίξεων τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε».

Μίλησε για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τους αυστηρούς περιορισμούς στην Κίνα λόγω COVID-19, καθώς και πιθανά ακραία καιρικά φαινόμενα στην Αυστραλία του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

«Όπως πάντα, καθώς πλησιάζουμε στην περίοδο των Χριστουγέννων, την εορταστική περίοδο, προφανώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές έχουν τη δυνατότητα να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία μας και στον προϋπολογισμό μας», είπε.

Δεσμεύτηκε πάντως εκ νέου ότι η κυβέρνηση θα έχει ένα σχέδιο για τη μείωση των τιμών της ενέργειας πριν από τα Χριστούγεννα, παρά την αναβολή του Εθνικού Συμβουλίου λόγω της νόσησης του πρωθυπουργού, Anthony Albanese, με COVID-19.

Ο κ. Chalmers δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι «έτοιμη να διαπραγματευτεί» με τις Πολιτείες για να επεξεργαστεί μια ενιαία θέση για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στις τιμές ενέργειας.

Από την πλευρά του, ο «σκιώδης υπουργός» Οικονομικών, Angus Taylor, επέκρινε την κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι υποσχέθηκε φθηνότερα στεγαστικά δάνεια, φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα και χαμηλότερο κόστος ζωής, αλλά «αυτό που είδαμε είναι το ακριβώς αντίθετο».

Υποστήριξε ότι η κυβέρνηση δεν έχει κανένα σχέδιο και δεν έχει ακόμη σαφή πορεία προς τα εμπρός για τη μείωση των πιέσεων στο ενεργειακό κόστος.

ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ

Με τα δάνεια να καθίστανται όλο και πιο ακριβά, μειώνεται η δυνατότητα πολλών ενδιαφερόμενων για την αγορά κατοικιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξία τους.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της CoreLogic, οι συναλλαγές στο real estate είναι μειωμένες κατά 13,3% σε σχέση με πέρυσι, με τον όγκο των δανείων να είναι «κάτω» σχεδόν 18% από τον Μάιο και έπειτα.

Ενδεικτικά, στη Μελβούρνη η μέση αξία για ένα σπίτι κυμαίνεται πλέον στα 915.000 δολ. μειωμένη κατά 1% σε ένα μήνα και -8,3% από πέρυσι. Η μέση αξία για ένα διαμέρισμα είναι στα 600.000 δολ. μειωμένη κατά 0,25 σε ένα μήνα και -3,8% από πέρυσι. Εάν οι τιμές συνεχίσουν να μειώνονται με τον τρέχοντα ρυθμό, εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να πέσουν στα προ-COVID επίπεδα μέχρι τον Μάρτιο του επόμενου έτους.

Για το Σίδνεϊ, η μέση αξία σπιτιού διαμορφώνεται πλέον στα 1.243.000 δολ. μειωμένη κατά 1,5% σε ένα μήνα και -11,5% σε ένα χρόνο. Η μέση αξία ενός διαμερίσματος είναι στα 781.500 δολ. μειωμένη κατά 0,9% σε ένα μήνα και 8,3% σε ένα χρόνο.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΑΛΛΑ ΜΕ «ΦΡΕΝΟ»

Στο μεταξύ, η ανάπτυξη που κατέγραψε η οικονομία της Αυστραλίας, ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από τις προσδοκίες.

Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 0,6% το τρίμηνο του Σεπτεμβρίου (έναντι εκτιμήσεων για 0,7%) και κατά 5,9% μέσα στο έτος.

Επρόκειτο για το τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο ανάπτυξης, μετά τη συρρίκνωση κατά τη διάρκεια των lockdowns εν μέσω έξαρσης της πανδημίας πέρυσι.

Ωστόσο, υπήρξε επιβράδυνση από 0,9% το προηγούμενο τρίμηνο.

Οι καταναλωτικές δαπάνες αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη (+1,1), καθώς η ζωή επέστρεψε σε πιο φυσιολογικά πρότυπα.

Καταγράφηκε «άλμα» 5,5% στις δαπάνες για ξενοδοχεία, καφετέριες και εστιατόρια, αύξηση 13,9% για τις υπηρεσίες μεταφορών και +10,1% στην αγορά οχημάτων.

Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι οι καταναλωτικές δαπάνες δε θα παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο, καθώς τα επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται και ο πληθωρισμός θα «τρώει» εισοδήματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το ΑΕΠ.