Κλειστό το παράθυρο της μοναξιάς αγναντεύει στα αφηρημένα εδώ και χρόνια τα δρώμενα της πόλης ,αφού εδώ ,σε αυτό το χώμα κατοικεί ,ζεί και αναπνέει . Από τι υλικό είναι και πώς είναι φτιαγμένο, αν είναι δηλαδή χειροπιαστό αχειροποίητο ,αν αντέχει παγετούς και άγριοφωνάρες , αν ωσμίζεται αιθεροβάμονες απόψεις ,κενά ,ελλείψεις ,υπάρχουν δεν υπάρχουν απώλειες ,απομονώσεις κάθε τύπου ,μονώσεις ,χαρές ,αγκαλιές , αν είναι σπασμένο ,ραγιςμένο ,θολό ,πεντακάθαρο , το ξύλο ,το μέταλλο ,το τζάμι του από μοίρες ,καλοσύνες ,χαμόγελα ,ταξίδια ,πρόσωπα και καταστάσεις , γεμάτο και άδειο από αποτυπώματα ,πόςο ψιλό , ασφαλή ,μη ασφαλή περίτεχνο ,διαφανές ,μη διαφανές είναι δεν είναι και τα ερωτήματα ψάχνουν μια καλή απάντηςη να βρούν.
Όπως και νάναι και για ένα τέλος πάντως του προλόγου της μυθοπλασίας αυτής , να το ορίσει , να το προςδιορίζει κανείς , ως έννοια ,ως ύφος και πράγμα και πολύ δε περιςςότερο το τι και πώς ακριβώς είναι το είναι του , εδώ και χρόνια αλλά και σε κλάςματα δευτερολέπτου κάποια πλήρης απάντηση δεν δόθηκε ,δεν ακούστηκε .
Πλήρως , όμως ημερών και νυχτών , το παράθυρο αυτό το συγκεκριμένο ,είναι ένα κόμματι της ζωής και του σπιτικού .
Σκόπιμα , εικάζω και σχεδόν σίγουρα μου,ό,τι τις περισσότερες φορές κοιτάει ποιός περνάει στο δρόμο ,τι γίνεται στην διπλανή αυλή και ποιά σύννεφα φεύγουν και έρχονται στον ουρανό . Πίσω δεν κοιτάει . Δεν έχει μάτια στην πλάτη .
Μπροστά κοιτάει . Να γεμίσει τον χρόνο της στιγμής , να αδειάσει και την στιγμή που το θέλω της είναι σε άλλο πλαίσιο και στο άπειρο του ωκεανού και της πόλης τους τοίχους να χαθεί . Αλλά και σε τυχαία τοπία που το τώρα τους μοιάζει με το χτές συγκεράζεται . Με φωνές,κορναρίσματα του δρόμου ,σιωπηλά ψώνια δίνει μια παράραςη στο χρόνος της .
Έχει μεγάλους δρόμους να διαβεί ,στροφές ανηφοριές κατηφοριές ,του μυαλού διαδρομές κυρίως καθώς και η νύχτα που θάρθει δεν είναι για παίξε γέλασε . Και κεί που αμύνεσαι να και οι επιθέσεις του χρόνου μοναξιάς έρχονται και παρέρχονται . Κερδίζουν ή χάνουν έδαφος τα παραμυθιάσματα ,οι αλήθειες της και εκεί που αιωρούνται σε βολιδοσκοπούν . Ακαριαία και εξακολουθητικά τα κρεσέντα και τα φτερουγίσματα της στιγμής σου με καλή ψυχολογία ανοίγει τα παράθυρα της μνήμης . Εντός έδρας είναι το παιγνίδι ,εντός του πλαισίου ενός παραθύρου φτερουγίζουν μοναξιές ,μόνες ,μοναδικές ,μοναχικές στα μετόχια και στα μετοπισθέν σου .
Μάχη με πολλά ή λίγα θύματα στα χαρακώματα της νύχτας δίνει η σιωπή της με την σιωπή σου . Μάλλον η σιωπή σου με την σιωπή σου αναμετριούνται . Και δεν φαίνονται τα σημάδια τους που αφήνουν στα εσώψυχα με την πρώτη . Εντούτοις μείνανε σαν ένα τεκμήριο αναμέτρηςη από μια συνάντηση που μοιάζει με μονολόγο.
Δεν το βάζεις όμως κάτω και η καλοκαιρία της εποχής μυρίζει αλλιώς στο αέρα . Το έμαθες και από τα νέα ,ό,τι άλλαξε ο καιρός ,στόπανε και δυό τρείς γνωςτοί που Θάρθουν για επίσκεψη ναχεις και κάτι κρύο στο ψυγείο για δροσιά . Και το μισοάδειο ή το μιςογεμάτο ποτήρι της ζωής ,πάντα θάναι στο τραπέζι της κουζίνας και στο κομοδίνο ,να λέει αφηγήσεις γουλιά με την γουλιά.
Και η μοναξιά μου όλα , μοναξιά μου τίποτε των πύξ λαξ τραγούδι , έπαιζε στο αυτί και με κάτι παλιά λαϊκά που δεν κόλληςαν οι ταινείες τους ,δεν ξεχαστήκανε τα λόγια τους φτερουγίζανε από τις καςςετούκες τις παλιές στου δωματίου τους τοίχους . Όλα στην ώρα ,βρίσκανε τη συχνότητα μοναξιάς και της καλής ακρόασης το ωράριο . Κλειδιά και αντικλείδια
> Αλλά και τόσες μοναξιές που κατεβάζουν τα ρολλά τους λόγω και εορτών κλείνονται και στον εαυτό τους ,δεν ανοίγουν με τίποτε τα πορτοπαράθυρά τους και μια μικρή χαραμάδα φως να περάςει θα φύγει γρήγορα . Σιγά σιγά χάνονται και στην κοσμάρα τους ακόμη περισσότερο.
Ερμητικά ,χωρίς έξοδο κινδύνου οι εσωστρέφειες αυτές ,χτίζουν και τις φωλιές με μαεστρία και κανένα αεράκι δεν τις γκρεμίζει ,δεν τις αγγίζει .
Από την άλλη το κλειςτό το παράθυρο της μοναξιάς ,μεταξύ υποχρεώσεων και συναντήσεων ,μαζεύει τόσες σκέψεις στις γωνίες του που καμμιά σιωπή δεν τις χωράει .
Είναι εκκωφαντική η μοναξιά εντός των τοιχών μα μπροςτά σε μια λευκή κόλλα χαρτί που ενώ ακούει μια ιςτορία να θορυβεί πιάνει μολύβια και χρώματα και αποτυπώνει την εικόνα και τα συμφραζόμενα με άλλο τρόπο . Μοναξιά με μοναξιά διαφέρει . Οπως και η επαφή με επαφή. Ολα είναι θέμα ωσμώσεων και καταστάσεων . Να θυμηθούμε τον καιρό της πανδημίας που τα επίπεδα μοναξιάς ,πίσω ή μπροστά παράθυρα που μας κατοικούν αυξήθηκε . Αυθόρμητα οι δυό αράδες του ποιητή μας Ν.Χριστιανόπουλου ´´´´Από όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά ,μπορούμε να εξαιρέσουμε την μοναξιά ´´´´ήρθε στο μυαλό σαν φλασιά για την μοναξιά και σε άλλο δρόμο συνάντησε μια άλλη διαδρομή την γραφή από τις πολλές του συγγραφέα και φιλόσοφου Ζ.Π.Σάρτρ ότι ´´´´αν αισθάνεσαι μοναξιά ,όταν είσαι μόνος ,έχεις κακή παρέα ´´´´ . Μοναξιές με μοναξιές αποτέλεσαν και θα αποτελούν σημεία ,σινιάλα έμπνευσης για τους δημιουργούς ,τους όποιους δημιουργούς του όποιου χρόνου και συντεταγμένης. Γιατι όλοι μπορούν και δημιουργούν . Ας αφήςουμε αυτό το κεφάλαιο για άλλη φορά και κλείνοντας αυτή την ενότητα , με το αν αναλογιστεί κανείς ,με βάση και τις στατιστικές και τα επιστημονικά δεδομένα ,ό,τι η μοναξιά στις μέρες μας – και στις νύχτες μας – αφορά κάπου το ένα του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες ,τότε κάτι συμβαίνει με αυτή την λεξούλα .
> Άγραφη ,στερημένη ,άνοστη ,αχορτογράφητη , αφηρημένη ,δήθεν ,τυχαία ,με αφίλητα ,ψυχρά μηνυματίζει και βλεφαριάζει σε ιστολόγια και σελίδες και σε κωμικές και όμορφες παλιές διαδρομές και ταξίδια και με αποφθέγματα που μείνανε στην ιστορία και στην στιγμή γεμίζει το χρόνο της. Αχόρταγα δε, τα θέλει και όλα ,εκεί που δεν το περιμένεις .
Διαλέγει τις λέξεις μια μια και και στο νόημα του ταξιδιού τους κάπως ξεφεύγει . Δύςκολα , πολύ δύσκολα ανοίγει και το στόμα της ,σκαρφίζεται ιστορίες και πως θα ήταν το αλλιώς ή το μπορεί των πραγμάτων και των επιλόγων τους και με μαθηματική ακρίβεια χάνεται στο μύθο τους .
Είναι σαν νάναι κάποιος άλλος που γράφει και ζεί την μοναξιά ετούτη . Είναι σαν είναι μια σκιά από το απέναντι παράθυρο της πολυκατοικίας ή κάποιο κάτοπτρο του διαδρόμου που αντανακλά τα φωνήεντα που δεν μπαίνουν σε μια σειρά και τα ταξίδια τους δεν βρήκανε ακόμη λιμάνι και ουρανό .
Μοναξιά και σιωπή σαν ρούχο που σε ντύνει και με ένα κουτάλι σε ταΐζει το ίδιο φαγητό γίνεται κατοικίδιο ζώο . Κάτι σαν μια ψευδαίσθηση ορατή και σαν όαση στην ερημιά του χρόνου που ψάχνει λίγο νερό. Μα το καλοκαίρι είναι εδώ ,μόνο του ήρθε ,μόνο του θα φύγει . Και χτυπάει και το τζάμι του παραθύρου φέρνοντας μυρουδιές γαρδένιας από τις γλάστρες και τα χώματα.