«Έφυγε» και ο «πατριάρχης» των Λακώνων της, Σωτήρης Μιχελάκος, ιδιοκτήτης του θρυλικού για την περιοχή του Brunswick, κτηματομεσιτικού γραφείου Sam Mihelakos & Co Real Estate.

Ο Σωτήρης ή Σαμ, όπως τον φώναζαν γνωστοί φίλοι και γείτονες, έφυγε την περασμένη Τετάρτη για το αιώνιο ταξίδι σε ηλικία 89 ετών.

Όπως είχε γράψει η Ευγενία Παυλοπούλου στο «Νέο Κόσμο», πριν λίγα χρόνια, ο Σωτήρης Μιχελάκος υπήρξε θεσμός για την ελληνική παροικία των βορείων κεντρικών προαστίων της Μελβούρνης.

Ήταν ο άνθρωπος που σπίτωσε πάνω από 6.000 οικογένειες. Ήταν, επίσης ο Έλληνας που ήρθε στην Αυστραλία, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι μετανάστες, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αλλά έστω και αν αρχικά δούλεψε στην φάμπρικα, κατέληξε σε μία δουλειά που λίγοι Έλληνες μετανάστες κατέληγαν τότε και έστω και αν ξεχώρισε, δεν ξέχασε τους συμπατριώτες του.

Μας είχε πει τότε στο «Νέο Κόσμο»:

«Γεννήθηκα στο Έλος Λακωνίας. Ήρθα εδώ στις 9 Ιουνίου του 1955. Ήμουν είκοσι ενός ετών. Πρώτα δούλεψα σε εργοστάσιο περίπου 3 χρόνια και κατόπιν μπήκα στο real estate. Ήξερα λίγα αγγλικά γιατί πήγα στο Γυμνάσιο στην Ελλάδα και 5 χρόνια έκανα αγγλικά και λατινικά. Τότε εδώ δεν υπήρχαν σχολεία όπως τώρα να βοηθούν τους μετανάστες και έκανα ένα course Αγγλικών δια αλληλογραφίας από το υπ. Μετανάστευσης.

Εκείνο που λένε ότι στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος ισχύει.

Επειδή οι περισσότεροι τότε δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο και δεν γνώριζαν καθόλου αγγλικά εγώ τους έκανα τις αιτήσεις για να έρθουν οι συγγενείς τους, τους έκανα τις φορολογικές δηλώσεις, τους βοηθούσα. Ποτέ δεν τους πήρα ούτε ένα δολάριο για τη βοήθεια.

Ένας δικηγόρος μου έβαλε την ιδέα να γίνω κτηματομεσίτης. Μας πήγε κάποιος σ’ αυτόν για να αγοράσουμε οικόπεδα και είχα πάρει μαζί μου και κάτι γνωστούς φίλους και συγγενείς και αγόρασαν όλοι. Είδε ότι θα μπορούσα να το κάνω επάγγελμα.

Όταν έφυγα από το κλωστήριο και είπα στο αφεντικό μου ότι αποφάσισα να εργαστώ ως κτηματομεσίτης δεν με πίστευε. Μία μέρα χρόνια μετά με επισκέφθηκε στο γραφείο. Ακόμα και τότε δεν το πίστευε. “Είναι αυτό το όνομά σου στην ταμπέλα;” με ρώτησε. Του φάνηκε περίεργο.

Χρόνια αργότερα όταν πήρε σύνταξη, με εμπιστεύτηκε όμως να του πουλήσω το σπίτι. Δεν οδηγούσε και επειδή ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι στο Ocean Grove τον ρώτησα αν ήθελε να τον πάω να το δει.

Ακόμα θυμάμαι την ερώτηση που μου έκανε έτσι στα καλά του καθουμένου στο αυτοκίνητο. Μου λέει “τι νομίζεις υπάρχει Θεός ή όχι;”

Του απάντησα ότι για όσους πιστεύουν υπάρχει Θεός και για όσους δεν πιστεύουν όχι. Χαμογέλασε ακόμα το θυμάμαι αυτό και μου

Τα πρώτα χρόνια πουλούσα περισσότερα σπίτια στους Ιταλούς. Οι Ιταλοί είχαν έρθει πριν από τους Έλληνες και ήταν σε θέση να αγοράσουν σπίτια. Από το 1965 και μετά, όμως, άρχισα να πουλάω περισσότερα στους Έλληνες. Είχα βέβαια και Αυστραλούς πελάτες.

Τότε ήταν συνηθισμένο φαινόμενο δύο ζευγάρια να αγοράζουν μαζί ένα σπίτι. Ήταν αδέλφια ή μπατζανάκια ή κουμπάροι. Αυτή η σύμπραξη όμως δεν πήγε καλά. Μετά από ένα διάστημα άρχισα να βλέπω ότι το συνεταιρικό δεν δούλευε. Ερχόντουσαν πάλι πίσω και μου ζητούσαν να το πουλήσω γιατί δεν μονιάζανε. Βλέπεις, εκτός που έμεναν στο σπίτι οι αγοραστές, νοικιάζανε και δωμάτια. Σε κάθε δωμάτιο έμενε μία οικογένεια. Αν ήταν ένα σπίτι με τρία υπνοδωμάτια και σαλόνι έμεναν μέσα τέσσερις οικογένειες. Μερικές φορές νοίκιαζαν ακόμα και το πλυσταριό σε εργένηδες. Τότε δεν υπήρχαν διαμερίσματα και πολλοί εργένηδες που έρχονταν μετανάστες αν δεν έβρισκαν κάπου να μείνουν θα κατέληγαν στην Bonegilla. Οπότε για να μην καταλήξουν εκεί προτιμούσαν να καταλήξουν σε πλυσταριό.

Τους αγοραστές τότε δεν τους ενδιέφερε τόσο η ποιότητα, μόνο να είναι κοντά στις συγκοινωνίες και στις δουλειές τους.

Αγοράζανε στο Carlton, στο Clifton Hill, στο Coburg και στο Brunswick, αλλά όχι στο Fitzroy γιατί εκεί είχαν αρχίσει να κτίζονται εργατικές κατοικίες και κανένας δεν ήθελε να μένει κοντά σε εργατικές κατοικίες. Είχαν κακό όνομα. Όσοι είχαν σπίτια κοντά στα οικόπεδα που αγόρασε η κυβέρνηση για να κάνει εργατικές κατοικίες τα πουλούσαν όσο-όσο για να φύγουν. Μισοτιμής.

Ίσως να είμαι ο μοναδικός ατζέντης στην Αυστραλία που δούλευε μεταμεσονύκτια. Τότε που ο κόσμος δούλευε βάρδιες και τελείωναν στις 11 το βράδυ ή στις 1 τα ξημερώματα, εγώ επειδή είχα τόσους πολλούς πελάτες και δεν προλάβαινα την ημέρα, τους περίμενα στην στάση των λεωφορείων από τη 1 έως τις 5 το πρωί τους έπαιρνα με το αυτοκίνητο και τους πήγαινα να δουν σπίτια που ήταν άδεια. Μία φορά θυμάμαι… ετοιμάσου να γελάσεις με αυτό… Ήταν ένας Έλληνας που είχε ένα σπίτι εδώ στο Brunswick και ήταν άδειο ή έτσι νόμιζα. Αλλά αυτός ο βλάκας το νοίκιασε και δεν μου είπε τίποτα. Εγώ λοιπόν ξέχασα εκείνο το βράδυ το κλειδί στο γραφείο και για να μην καθυστερήσω τους αγοραστές δεν ήρθα να το πάρω. Πάμε που λες εκεί, ανοίγω το παράθυρο, πηδάω μέσα για να ανοίξω την πόρτα στους αγοραστές και πέφτω πάνω στο κρεβάτι που κοιμούνταν ένα αντρόγυνο. Ήταν η τελευταία φορά που μπήκα σε σπίτι από το παράθυρο. Ευτυχώς, λύθηκε η παρεξήγηση αμέσως γιατί καταλάβανε περί τίνος επρόκειτο.

Το πιο περίεργο τότε ήταν ότι ένα σπίτι ήταν φθηνότερο στο Carlton και ακριβότερο στο Brunswick. Αλλά αυτό που σήμερα θα εκπλήξει πολλούς είναι ότι εδώ στο Brunswick αγόραζε κάποιος ένα σπίτι με 10,000 λίρες, και πήγαινε και αγόραζε ένα καινούριο στο Fawkner με 13,500 επειδή ήταν καινούριο. Πόσο άλλαξαν τα πράγματα όμως! Τώρα για να πάρεις ένα παλιό σπίτι στο Brunswick πρέπει να πουλήσεις τρία καινούρια στο Fawkner. Κανένας δεν το περίμενε αυτό».

Ο Σαμ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της Παλλακωνικής Ένωσης Μελβούρνης και Βικτωρίας, η οποία στεγάζεται μερικές εκατοντάδες μέτρα από το κτηματομεσιτικό του γραφείο, σε ένα κτίριο που, όπως ο Σαμ έλεγε και κάμποσοι συμπατριώτες του και μέλη της Παλλακωνικής επιβεβαιώνουν, ότι ήταν χάρη στις δικές του πρωτοβουλίες που η Παλλακωνική Κοινότητα το έχει σήμερα.

Επί δικής του θητείας έγινε και η αδελφοποίηση μεταξύ του Brunswick και της Σπάρτης.