Για ποιο λόγο η Χριστιανικότητα των πρωτοπόρων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία υπήρξε αναγκαία για την ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας στη Μελβούρνη; Πώς εξηγείται ότι οι μετανάστες από τα Ιόνια νησιά αντιπροσωπεύονταν δημογραφικά δυσανάλογα με το μέγεθος της πατρίδας τους; Γιατί η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, αλλά και άλλες στην Αυστραλία, νομιμοποίησαν την εξουσία τους «στην αντίληψη της πρωτοκαθεδρίας της κοσμικής, δημοκρατικής διαχείρισης και αντιπροσώπευσης της ελληνικής παροικίας» σε αντίθεση με την ενοριακή οργάνωση των κοινοτήτων υπό την εκκλησιαστική εξουσία που επικράτησε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής;

Είμαστε σε θέση να απαντήσουμεω σε αυτές τις ερωτήσεις –μεταξύ πλήθους άλλων– χάρη στη μελέτη , η οποία αξιοποίησε την ύπαρξη των αρχειακών πηγών της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, του Πανεπιστημίου La Trobe, και τα Κρατικά Αρχεία της Αυστραλίας.

Η επεξεργασία αυτού του ιστορικού υλικού μας μεταφέρει σε πολύπλευρες πτυχές του παρελθόντος μας, προσφέροντας το ανεκτίμητο κοινωνικό αγαθό της ιστορικής μνήμης.

Πρόκειται για μια λεπτομερειακή μελέτη επισήμων εγγράφων στα οποία συμπεριλαμβάνονται πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων, αλληλογραφία, καθώς και η πρόσληψη σημαντικών γεγονότων από τον ελληνόφωνο και αγγλόφωνο Τύπο της εποχής. Η ανάλυση ιχνηλατεί τους μετασχηματισμούς που διαδραματίστηκαν στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρης από την ίδρυσή της το 1897 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 φέρνοντας στο προσκήνιο ιστορικές αποφάσεις, δράσεις, διαφωνίες, συγκρούσεις καθώς και τρόπους διευθέτησης κρίσεων.

Το βιβλίο «Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας» της Γεωργίας Χαρπαντίδου, αποτελεί μια τεράστια συμβολή στην υτογνωσία μας. Τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταπολεμικών μεταναστών θα βρουν σαφείς εξηγήσεις για τις αιτίες και συνθήκες που οδήγησαν τους δικούς τους στην ξενιτιά. Οι κόρες τους, οι γιοι τους και τα παιδιά τους θα λάβουν απαντήσεις σχετικά με τον γενικό αποκλεισμό αρχικά των γυναικών από την ανδροκρατούμενη Κοινότητα και, αργότερα, από την διοίκησή της. Στις λίγες περιπτώσεις που το βιβλίο κατονομάζει τον ρόλο της δεύτερης γενιάς στα διοικητικά της Ελληνικής Κοινότητας και των παροικιακών Οργανισμών, ο αναγνώστης προσλαμβάνει την σφοδρότητα των ανταγωνισμών αλλά και των κινήσεων ή πρωτοβουλιών συμφιλίωσης.

Τα μέλη του Αθλητικού Συλλόγου «Ολυμπιακός», για παράδειγμα, άνθρωποι νέοι, γεννημένοι στην Αυστραλία και με «επαφές με αριστερές οργανώσεις», θα στηλιτεύσουν το Δ.Σ. της Κοινότητάς τους –που αποτελείται από παλαιούς μετανάστες– για υποκρισία και

εθνικοφροσύνη, ενώ θα δουν τον εαυτό τους ως την πρωτοπόρα γενιά που «τραβά μαζί της την πρόοδο της ανθρωπότητας» (σελ. 196).

Για αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την εσωτερική παροικιακή πολιτική, το βιβλίο προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία παρακολούθησης «από κοντά» της πολύπλοκης σκακιέρας που αναδιπλωνόταν ανταγωνιστικά σκαι σε μόνιμη βάση: δράσεις με στόχο την διοικητική επικράτηση και τους ελιγμούς τακτικής που τις συνόδευαν, εξοβελισμός πολιτικών αντιπάλων, διαφωνίες, συγκρούσεις, διαπραγματεύσεις.

Πέρα από την συνεισφορά του στην τοπική, παροικιακή μνήμη, όμως, το βιβλίο συμβάλλει ευρύτερα στον τρόπο που συλλογιζόμαστε το θέμα «συλλογική δράση» στην Διασπορά. Καταδεικνύει το ότι οι Ελληνικές Κοινότητες στην Αυστραλία δεν αποτελούσαν γεωγραφικά μεμονωμένα φαινόμενα. Αντίθετα, διαμορφώθηκαν στα πλαίσια ενός δικτύου θεσμικών σχέσεων ανά τον κόσμο.

To δίκτυο αυτό στην περίπτωση της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης κατά την διάρκεια της περιόδου υπό εξέταση

περιλάμβανε την ελληνική κυβέρνηση και τα Προξενεία της, την Εκκλησία της Ελλάδας, τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία όπως το Οικουμενικό και των Ιεροσολύμων, και τις πολιτικές Αρχές της Αυστραλίας.

Αυτή η γεωπολιτική τοποθέτηση διευρύνει την κατανόηση όσον αφορά τη διαμόρφωση της παροικίας, εμπλέκοντας το τοπικό (Μελβούρνη) με το διεθνικό (Ελλάδα), το παγκόσμιο (οικουμενική Ορθοδοξία), το διαπεριφερειακό (Ελληνικές Κοινότητες Μελβούρνης, Σίδνεϊ και άλλες) καθώς και το εθνικό (Αυστραλία).

Μία από τις πιο σημαντικές συμβολές του βιβλίου είναι η χαρτογράφηση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων θεσμών, ο σαφής προσδιορισμός των επιδιώξεων του καθενός, οι τακτικές συμμαχίες, και ο αγώνας για ιδεολογική επικράτηση.

Την διαμόρφωση της Ελληνικής Κοινότητας διέτρεξε ιστορικά ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της κοσμικής και θρησκευτικής προσέγγισης στην οργάνωση της Διασποράς. Το κοσμικό παράδειγμα των Κοινοτήτων στην Αίγυπτο, τον Καναδά, τη Αυστραλία και αλλού, πρεσβεύει την θεσμική τοπική αυτονόμηση στις θρησκευτικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές αρμοδιότητες της Κοινότητας μέσα από διαδικασίες δημοκρατικής αυτοδιοίκησης. Το θρησκευτικό μοντέλο, το οποίο έχει επικρατήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες –και

αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς στις διαμάχες στην Αυστραλία– προκρίνει την ενοριακή ρύθμιση όπου οι δραστηριότητες της κοινότητας διευθύνονται από τις Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις υπό την αιγίδα της αρμόδιας εκκλησιαστικής Αρχής.

Η σφοδρότητα της αντιπαράθεσης εξηγείται λόγω της τεράστιας σημασίας του θέματος που διακυβεύεται: η απόκτηση εξουσίας να ορισθεί και να διαμορφωθεί, μέσω των ελεγχόμενων εκπαιδευτικών και πολιτισμικών θεσμών, η ελληνική ταυτότητα στη Διασπορά. Αντιπροσωπεύει ο ελληνισμός ένα ποικιλόμορφο πολιτισμικό μόρφωμα ή θα έπρεπε να εξισωθεί με την Ορθοδοξία;

Η απάντηση της Kοινότητας Μελβούρνης στις αρχές του 20ού αιώνα –σύμφωνα με το πρώτο Καταστατικό της πυο κατατέθηκε στην Συνέλευση της 31ης Αυγούστου 1902– και ο ακόλουθος ιστορικός αγώνας, επικεντρώθηκαν στην καλλιέργεια του αυτοδιοικούμενου κοσμικού μοντέλου το οποίο ακόμη την καθορίζει.

Η κομβική ιστορική στιγμή αυτού του προσανατολισμού έχει ως αφετηρία την νεωτερική οργάνωση της Διασποράς τον 19ο αιώνα όταν οι Κοινότητες θα αρχίσουν να αυτοπροσδιορίζονται ως πρωτίστως εθνικές, ως προέκταση του υπερεδαφικού έθνους και όχι ως προέκταση του Ορθόδοξου οικουμενικού χώρου, το οποίο επικρατούσε κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κοσμική

εξουσία της Κοινότητας αποτελούσε απόρροια αυτής της μετάβασης από το θρησκευτικό προβάδισμα στο κοσμικό. «Η θρησκευτική ταύτιση με την Ορθοδοξία συμπεριλαμβανόταν», όπως διευκρινίζει η συγγραφέας, «στον πρωταρχικό τους εθνικό προσδιορισμό ως Ελλήνων». (σελ. 74).

Η μελέτη της συγγραφέα οργανώνεται από αυτόν τον άξονα: την κατανόηση των συνθηκών και δράσεων που επέτρεψαν στην Κοινότητα στο να διατηρήσει την κοσμική αυτονομία της.

Το «Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας» δεν συμβάλλει απλώς στην κατανόηση του παρελθόντος· λειτουργεί πρόσθετα ως φορέας ιδεών για δράσεις στο παρόν. Τι απτές χρήσεις μας προσφέρει;

Πρώτον, μας υπενθυμίζει την πρωταρχική σημασία της συστηματικής δημιουργίας αρχείων για το μέλλον. Συνδράμει επίσης στην ανάγκη να διευρυνθεί το εύρος της ιστορικής έρευνας σήμερα. Το αρχείο δεν αποτελεί ουδέτερη μορφή γνώσης, αλλά αντανακλά τις σχέσεις εξουσίας που κατέγραψε. Στο αρχείο της Κοινότητας Μελβούρνης, τα δρώμενα υποκείμενα των οποίων τα βιογραφικά στοιχεία παρατίθενται είναι εύποροι άνδρες· οι πηγές είναι σιωπηλές, όμως, για τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες βίωσαν τις διαδικασίες αποκλεισμού τους και της θεσμικής περιθωριοποίησης. Ή για το πώς διαπραγματεύθηκαν την θέση τους στην παροικία τα παιδιά από μεικτούς γάμους.

Επιπλέον, η φωνή των εργατών και των αριστερών ακούγεται κυρίως μέσω από τις εφημερίδες που τους εκπροσωπούσαν και από τον στιγματισμό τους ως «εθνικών προδοτών» από την εθνικόφρονη παροικιακή συμμαχία κατά την διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974).

Το πλούσιο αρχείο είναι επίσης ένα αρχείο αποσιωπήσεων.

Αντιπροσώπευε, τελικά, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνη την «κιβωτό της φυλής», την «Όασις -Πατρίς», την «σάρκα και οστά της μακρυνής Πατρίδας» (σελ. 280) όπως διακηρύχθηκε σε μια από τις συνεδριάσεις της Κοινότητας το 1972, την χρονιά που κλείνει η αυλαία της μελέτης; Το βιβλίο καταδεικνύει την ρυθμιστική λειτουργία της ιδεολογίας που θέλει την Διασπορά ως οργανική προέκταση του έθνους. Τέτοιες θεωρήσεις, επισημαίνει η συγγραφέας, «συγκαλύπτουν την ετερογένεια των πληθυσμιακών ομάδων και των αντίστοιχων πολιτισμικών τους συστημάτων» (σελ. 17-18). Θα ήταν ευχής έργον η επεξεργασία του αρχείου να συνεχιστεί και να καλύψει την επόμενη ιστορική περίοδο (1972-) κατά την οποία η αυξανόμενα ετερογενής πλέον Κοινότητα, τώρα στα νέα πλαίσια της

πολιτισμικής Αυστραλίας, συνέχισε τον αγώνα της για την καθολική της εκπροσώπηση.

*Ο Γιώργος Αναγνώστου σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Κοινωνική Ανθρωπολογία (1992) στο Πανεπιστήμιο της Λουισιάνας (LSU). Πήρε το διδακτορικό του στις Πολιτιστικές Σπουδές (1999) από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο των ΗΠΑ (Ohio State University). Είναι καθηγητής Πολιτιστικών Σπουδών στο ίδιο Πανεπιστήμιο, με ερευνητική δραστηριότητα στους χώρους εθνότητας και Διασποράς. Έχει δημοσιεύσει το βιβλίο “Contours of White Ethnicity: Popular Ethnography and the Making of Usable Pasts in Greek America” (Ohio University, 2009), το οποίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο “Χαρτογραφήσεις της λευκής εθνικότητας – Λαϊκή εθνογραφία και δημιουργία χρηστικών παρελθόντων στον ελληνοαμερικανικό κόσμο” από τις εκδόσεις Νήσος. Στον χώρο της ποίησης έχει εμφανιστεί με τα έργα “Διασπορικές Διαδρομές (Απόπειρα, 2012), και “Λόγοι Χ Αμερικής¨(Ενδυμίων, 2014).Έχει δημοσιεύσει εκτενέστατα σε Αμερικανικές επιστημονικές επετηρίδες. Έχει δημοσιεύσει σε ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών περιοδικών όπως Melus, Ethnicities, Diaspora, Italian American Review, Journal of American Folklore και Journal of Modern Greek Studies μεταξύ άλλων. Επιμελείται το ιντερνετικό περιοδικό Ergon: Greek/American Arts and Letters (https:// ergon.scienzine.com/).

**Όποιος ενδιαφέρεται να προμηθευτεί το βιβλίο της Γεωργίας Χαρπαντίδου, μπορεί να έρθει σε επαφή με την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης στο 03 9662 2722.