Στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ Σίδνεϊ αυτή την Κυριακή (30 Απριλίου, 3 μ.μ.) θα παρουσιαστεί στην Ελληνική Κοινοτική Λέσχη, 206-210 Lakemba Street, Lakemba το βιβλίο της Γεωργίας Χαρπαντίδου «Σάρκα και οστά της μακρινής πατρίδας – Η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας από την ίδρυση της μέχρι το 1972».

Για την συγκεκριμένο βιβλίο (Εκδόσεις Θεμέλιο) το οποίο παρουσιάστηκε πρόσφατα και στη Μελβούρνη, η Δρ. Ιφιγένεια Βαμβακίδου* έκανε την ακόλουθη βιβλιπαρουσίαση.

«Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση, ένα ιστορικό έργο τεκμηριωμένο με δημοσιευμένη βιβλιογραφία και αρχειακό υλικό, δομημένο σε 9 κεφάλαια. Η συγγραφέας προσφέρει μια ακαδημαϊκή έρευνα, μια ιστορική μελέτη ακολουθώντας τα σύγχρονα θεωρητικά και μεθοδολογικά ιστοριογραφικά και κοινωνιολογικά μοντέλα ανάλυσης των ιστορικών πρωτογενών πηγών σε κάθετη εμβάθυνση και οριζόντια χρονογραμμή.

Η σήμανση του τίτλου (σάρκα και οστά της μακρινής πατρίδας) συνδηλώνει τη σωματικότητα και τη γεωγραφική απόσταση της πατρίδας, ενώ ο υπότιτλος ως επεξήγηση καταδηλώνει την ιστορικότητα της μελέτης. Τα χρώματα και το εξώφυλλο του βιβλίου ως σχεδιαστική, συμβολική, αφαιρετική αποτύπωση της θάλασσας και ως ρεαλιστική φωτογραφική απόδοση του κοινοτικού κτηρίου στο κέντρο της Μελβούρνης προσανατολίζουν το αναγνωστικό κοινό στην μελέτη περίπτωσης.

Στην εισαγωγή, η συγγραφέας θέτει τις διευκρινήσεις και τους περιορισμούς της έρευνας, το επιστημολογικό πρόβλημα, το τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο της ιστορικής της ανάλυσης. Πρόκειται για το μεταναστευτικό φαινόμενο όσον αφορά τη συλλογική δράση και την οργανωτική δομή των πληθυσμών, εθνοτικών ομάδων που μετακινούνται από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 1970. Το αντικείμενο της έρευνας είναι οι Κοινότητες και οι σχέσεις με τους άλλους στη χώρα υποδοχής. Ειδικότερα η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας αποτελεί τον μακροβιότερο θεσμικό εκπρόσωπο ελληνικής παροικίας στην Αυστραλία. Η σταθερά της ανάλυσης εντοπίζεται στο κοινοτικό μοντέλο που ακολούθησε η συλλογική οργάνωση της ελληνικής διασποράς, η οποία εδραιώθηκε στην εθνική και θρησκευτική σήμανση.

Τα παραδοσιακά και σύγχρονα ιστορικά αφηγηματολογικά σχήματα συναντιούνται διαλεκτικά στο κείμενο, καθώς η γνώση της δημοσιευμένης βιβλιογραφίας και η συγκριτική ανάλυση με άλλα ιστορικά έργα απαντούν στα ερευνητικά ερωτήματα που θέτει η συγγραφέας. Πρόκειται για τις αιτίες και τα αποτελέσματα των μετακινήσεων, για τις ελληνικές διασπορές στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, για τα είδη της μετανάστευσης ως εμπορικής και ως μαζικής.

Η τοπική και βαλκανική ιστοριογράφηση από τον 14ο-16ο αιώνα, οι ιδιαίτερες μετακινήσεις λογίων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, οι εθνοτικές εποικήσεις, οι επεκτατικές πολεμικές δράσεις των αποικιοκρατών, η οικονομική ιστορία, η εκβιομηχάνιση και οι καπιταλιστικές σχέσεις συνιστούν το πλαίσιο της έρευνας και της ανάλυσης για τη συγγραφέα. Οι γεωγραφίες και οι μικτοί πληθυσμοί των αυτοκρατοριών από τις αρχές του 19ου αιώνα, παρελαύνουν ζωηρά στο ιστορικό ακαδημαϊκό κείμενο ταξιδεύοντας μας στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, στα επαγγέλματα, στα φεουδαρχικά σχήματα, στις αγροτικές κοινωνικές σχέσεις, δίνοντας έμφαση στα δουλοκτητικά καθεστώτα της Δύσης και της Ανατολής. Οι αδελφότητες, οι κομπανίες και οι κοινότητες απασχολούν τη συγγραφέα στην ιστορικότητά τους, για να καταλήξει στη διευκρίνιση του όρου ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ σε συγκριτική διεθνή ανάλυση.

Η συγγραφέας τεκμηριώνει με ποσοτικά στοιχεία και τεκμήρια τους ελληνικούς πληθυσμούς που μετακινήθησαν ακολουθώντας τις επίσημες απογραφές, παρακολουθώντας τις αυξητικές και σταθερές τιμές γεωγραφικά και εθνοτικά. Προπολεμικά η είσοδος στην Αυστραλία γινόταν μόνο με πρόσκληση. Η οικονομική ανάπτυξη της Αυστραλίας το 1920 και η περιοριστική μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ αύξησε την είσοδο των Ελλήνων. Στην πολιτεία της Βικτώριας η απογραφή του 1947 κατέγραψε 2748 Έλληνες.

Ειδικότερα, σημειώνουμε τη χρήση αρχειακού υλικού και δημοσιευμένης βιβλιογραφίας στην πορεία της μελέτης και την υφολογική και τεκμηριωτική ιστορική αφήγηση. Στο επόμενο κεφάλαιο για τη σύσταση του ιερού ναού, η συγγραφέας παρουσιάζει τις βιογραφίες των επωνύμων που εμπλέκονται πολιτικά και θρησκευτικά, αξιοποιεί το υλικό της αλληλογραφίας ανάμεσα στην Κοινότητα Μελβούρνης προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών της Ελλάδας, τα λογιστικά τεκμήρια εσόδων και εξόδων, τα Πρακτικά της Κοινότητας, τα αντίγραφα από την προκήρυξη εκλογών. Η ιστορική καταγραφή και ταξινόμηση του υλικού ακολουθεί τις μεθοδολογικές προδιαγραφές της ιστορικής μελέτης και επιπροσθέτως εφαρμόζει την κοινωνιολογική και φεμινιστική ανάλυση κατανοώντας τις οικονομικές, ταξικές και έμφυλες μεταβλητές της εποχής στο κεφάλαιο για τα φιλοτάραχα πνεύματα στη Μελβούρνη: «…το κάλεσμα της νέας επιχειρηματικής τάξης, των εστιατόρων στο μεγαλύτερο ποσοστό τους…….στην Πολιτεία της Βικτώριας η ελληνική κοινότητα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920 θα παρέμενε εν πολλοίς ανδροκρατούμενη..». Παράλληλα παρουσιάζονται ως πολιτικά σημαίνοντα και ως οικογενειακές ιστορίες, οι φωτογραφίες των προσώπων, των ανδρών που ηγούνται των σωματείων και των κοινοτήτων στο πεδίο της οικονομικής και τοπικής ιστορίας: «η επικράτηση των Επτανησίων και ειδικότερα των Ιθακησίων στις ηγετικές θέσεις της Κοινότητας θα διακοπεί στις εκλογές του 1921…, ο φιλομοναρχικός γιατρός Κ. Κυριαζόπουλος υπηρέτησε ως πρόεδρος και επίτιμος πρόξενος…».

Το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που διαπερνά την ιστορική αφήγηση αφορά την ύπαρξη της Κοινότητας και της Εκκλησίας ως ενότητα και όχι ως διάσπαση: «είναι αδύνατον να προοδεύσει η Κοινότητα και να συντηρηθεί η Εκκλησία: εάν δεν επέλθει η ένωση και η σύσταση πραγματικής κοινότητας». Ωστόσο η πρόταση του Αριστοτέλη Παπαλεξάνδρου (1922) για την ένωση των σωματείων καταψηφίστηκε και αναδείχθηκε μόνο η ανάγκη εκπαιδευτικών κοσμικών δράσεων και η ίδρυση σχολείου. Όπως διαβάζουμε: «Η προώθηση της αγγλικής γλώσσας συνδεόταν με τις πολιτικές αφομοίωσης των μεταναστών, που σε περιόδους κρίσης έπαιρνε τη μορφή της πολιτικής κοινωνικού ελέγχου και στόχευε στην εγκατάλειψη των πολιτισμικών χαρακτηριστικών του τόπου καταγωγής τους». Στο πέμπτο κεφάλαιο διαβάζουμε επίσης τις δικαστικές διαμάχες που προέκυψαν για την ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας και για την εξάρτηση από την Εκκλησία της Ελλάδας ανάμεσα σε μέλη της Κοινότητας με αποτέλεσμα τη Δίκη του Ιουλίου 1927: οι μηνυτές κατηγορούν για την παραβίαση του καταστατικού σχετικά με την αποκλειστική υπαγωγή του Ευαγγελισμού στην ΙΣΕΕ και οι εναγόμενοι για την πρωτοκαθεδρία της εξουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δεκαετία του 1920 έκλεισε με την Κοινότητα σε κίνδυνο οριστικής διάλυσης από τις συνεχείς αναβολές των γενικών συνελεύσεων λόγω μικρής συμμετοχής και αδυναμία συγκρότησης απαρτίας.

Στο έκτο κεφάλαιο ήδη από τον τίτλο προσλαμβάνουμε στο πεδίο της ιστορικής ενσυναίσθησης, την αναγέννηση της κοινοτικής ύπαρξης, η οποία παρουσιάζεται στο ιστορικό και πολιτικό συγκείμενο: μεταξύ της απογραφής του 1933 και του 1947 οι Έλληνες της Μελβούρνης αυξήθηκαν με τους άντρες σε ποσοστό ¾ στο συνολικό ελληνικό πληθυσμό. Η επανεκκίνηση της κοινότητας καταγράφεται από το 1930 με νέο καταστατικό, αλλά «η κεφαλή της παροικίας έχει διαιρεθεί σε σωματεία με αποτέλεσμα τη δυσκολία προόδου της», σημειώνει ο Αριστοτέλης Παπαλεξάνδρου. Οι έρανοι λειτουργούσαν σταθερά ως πηγές χρηματοδότησης τόσο για την κοινότητα, αλλά και για την πόλη αποδίδοντας την οικονομική στήριξη στο Δήμαρχο της Μελβούρνης. Ήταν σημαντική η αναγνώρισή τους από την αυστραλιανή κοινωνία και για το λόγο αυτό μετείχαν σε τοπικές εθνικές επετείους. Ωστόσο εντοπίζονται από τη συγγραφέα οι διαφορετικές πολιτικές θέσεις από μέλη της Κοινότητας, όπως όταν η Αντιγόνη Κυριαζοπούλου, σύζυγος του πρώην προέδρου και προξένου παρουσίασε ένα πλακάτ για τα 100 χρόνια της Μελβούρνης χωρίς να ενημερώσει το ΔΣ. Επίσης σε μια δεξίωση του σωματείου «Ορφέας», αποδοκιμάστηκε ο Γ. πρόξενος Αιμ. Βρυζάκης από τα μέλη του Δημοκρίτου ως εκπρόσωπος της μεταξικής κυβέρνησης. Ακολούθησε η απόφαση περιθωριοποίησης των κομμουνιστών της κοινότητας, με την οποία συμφώνησε και ο μητροπολίτης Τιμόθεος. Στη συνέχεια η Εκκλησία επανέκτησε την πρωτοκαθεδρία της στην Κοινότητα και η οικονομική ευμάρεια που ακολούθησε υποστήριξε την επανίδρυση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Η Αλεξάνδρα Βραχνά εργάστηκε ως διευθύντρια στα κοινοτικά σχολικά τμήματα, όπως και άλλοι εκπαιδευτικοί, αλλά χωρίς σταθερότητα στη κτηριακή/σχολική δομή και στα έσοδα για τα έξοδα λειτουργίας τους. Στη συνέχεια διαβάζουμε τις λεπτομέρειες των οικονομικών εσόδων της κοινότητας και το ρόλο της Επιτροπής των Μητέρων, που ανέλαβε τη λειτουργία του σχολείου το 1946. Η ιδέα απεγκλωβισμού των Κοινοτήτων από τον εκκλησιαστικό ρόλο τους και η διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους επανήλθε ως διοικητικό και πολιτικό ζήτημα στο πρώτο Παγκοινοτικό συνέδριο στη Μελβούρνη στις 25 Απριλίου 1947. Ωστόσο πριν το συνέδριο το Οικουμενικό Πατριαρχείο διόρισε Μητροπολίτη χωρίς να λάβει υπόψη την ελληνο-αυστραλιανή ελίτ και στη συνέχεια σε αρκετές δημόσιες εκδηλώσεις παρουσιάστηκαν εντάσεις ανάμεσα στους «πατριώτες και προδότες του έθνους» με αποτέλεσμα όπως και την περίοδο του 1929 να κλείσει προσωρινά το Προξενείο στη Μελβούρνη.Η συγγραφέας παρουσιάζει και διασταυρώνει τα ιστορικά στοιχεία με τον ελληνόφωνο Τύπο της εποχής και με φωτογραφίες από οικογενειακά αρχεία της εποχής.

Στο έβδομο κεφάλαιο με δίγλωσσο τίτλο ως κινηματογραφικό και μυθοπλαστικό σημαίνον «The new Australians, οι νέοι Αυστραλοί», παρακολουθούμε μέσω των εφημερίδων την επιδότηση των ελληνικών μεταναστευτικών ροών από διεθνείς οργανισμούς, όπως αυτοί αναδύθηκαν στο μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό συγκείμενο. Η μεταπολεμική μετανάστευση από την Ελλάδα έφτασε το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Από τον Εμφύλιο πόλεμο μέχρι το 1973, 260.000 μετακινήθησαν προς ΗΠΑ, 240.000 προς Αυστραλία, 108.000 προς Καναδά και 758.000 προς βόρεια Ευρώπη. Η πολιτική της Αυστραλίας για την υποδοχή του μεγάλου μεταναστευτικού ανομοιογενούς πληθυσμού αντιμετώπιζε δυσκολίες και ήταν ανέτοιμη στην εκπαίδευση των μη αγγλόφωνων που έφταναν περίπου το 60% της συνολικής μετανάστευσης την περίοδο (1947-1973). Ο πληθυσμός της Αυστραλίας αυξήθηκε από 7,5 εκατομμύρια σε 13 και η οικονομική της ανάπτυξη ήταν εμφανής.

Ωστόσο στο όγδοο κεφάλαιο εμφανίζεται πάλι ο κομμουνιστικός πληθυσμός, που αναστατώνει την Εκκλησία: η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη αποφάσιζαν από μακριά χωρίς διαβουλεύσεις για τις νέες διοικητικές δομές της Κοινότητας που μεγάλωσε. Πολλοί αιρετοί και έμμισθοι υπάλληλοι θα εμπλουτίσουν τα νέα στελέχη ώστε να αυξηθεί το ΔΣ από 11 σε 15 μέλη, να επιτραπεί ο διορισμός σε περισσότερους ιερείς και η πρόσληψη έμμισθου γραμματέα. Ωστόσο, όπως καταγράφει η συγγραφέας, εξαίρεση αποτέλεσε ο έμφυλος εκδημοκρατισμός που ψηφίστηκε το 1952 και μετά από 55 χρόνια λειτουργίας η ελληνική Κοινότητα αποδέχθηκε τις νέες κοινωνικές και πολιτικές δράσεις των γυναικών, σε μια χώρα που ήδη ψήφιζαν οι γυναίκες από το 1902. Τη δεκαετία του 1950 οι αντιπαραθέσεις ηγετικών μελών της κοινότητας έλαβαν ιδεολογικοπολιτική σήμανση μεταξύ πατριωτών και προδοτών ως αντικομμουνιστική υστερία με αναφορές στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και στην αυστραλιανή αντικομμουνιστική πολιτική.

Η κυβέρνηση του Menzies είχε κηρύξει παράνομο το κομμουνιστικό κόμμα της Αυστραλίας. η ελληνική Kοινότητα στράφηκε ενάντια στον αθλητικό νεανικό σύλλογο του Ολυμπιακού και του εργατικού συνδέσμου Δημόκριτος. Το κλίμα αναξιοπιστίας μεταξύ των μελών του ΔΣ λόγω πολιτικών θέσεων οξύνθηκε με αποτέλεσμα την απώλεια των δημοκρατικών διαδικασιών.

Η ιστορική και γλωσσική αφήγηση της Γ. Χαρπαντίδου μάς γοητεύει με την ένταση και το ρυθμό των επεισοδίων που περιγράφονται, μάς μεταφέρει στην εποχή και στη γεωγραφία μέσω των Πρακτικών των ΓΣ, του Τύπου και της αλληλογραφίας, αλλά και μέσω της ιστορικής ανάλυσης της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής Ιστορίας. Πρόκειται για μια σύγχρονη, αλλά και παραδοσιακή χρήση και αξιοποίηση των ιστορικών πηγών που μας οδηγούν στην οπτικοποίηση της εποχής: η ηγεσία της κοινότητας εκπροσωπήθηκε τελικά από την επιχειρηματική τάξη των Ελλήνων που ήταν οι περισσότεροι εθνικόφρονες και αντικομουνιστές.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η συγγραφέας η πολιτική τους ιδεολογία δομήθηκε στις παραμέτρους της ξενιτιάς, ως θρησκευτικότητας, εθνικής ταυτότητας, παράδοσης χωρίς γνώση της αστικής συντηρητικής δεξιάς ιδεολογίας. Θυμίζουμε ότι η κύρια δραστηριότητα της Κοινότητας ήταν η εκκλησιαστική και η ελληνική γλώσσα ο δίαυλος της: η πίστη και η θρησκεία σημαίνουν καλούς πολίτες για την ελληνική κοινότητα. Διαβάζουμε στη σελίδα 199- ότι στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, ο χαρακτηρισμός του κομμουνιστή ή και συνοδοιπόρου ήταν σοβαρή κατηγορία και στην Ελλάδα είχε ήδη στοιχειοθετηθεί το αδίκημα εξύβρισης. Η εφημερίδα Φως έγινε πανοπτικό μέσο παρακολούθησης όλων όσων δεν συμφωνούσαν με την εθνικόφρονα ιδεολογία. Η παρακολούθηση της πολιτικής δράσης των αριστερών οργανώσεων γινόταν επίσης και από τους Αυστραλούς και από το ελληνικό κράτος. Ο ρόλος των εφημερίδων στην ελληνική κοινότητα καταγράφεται με ιστορική συνέπεια από τη συγγραφέα.

Μετά το νέο Παγκοινοτικό Συνέδριο (1958) στο Σύδνεϋ με συμμετοχή 18 κοινοτήτων και 32 αντιπροσώπους και ελληνόφωνων εφημερίδων, νέα μέλη με αριστερές πεποιθήσεις διευρύνουν τον προσανατολισμό της Κοινότητας πέρα από τις εκκλησιαστικές και φιλανθρωπικές λειτουργίες της με στροφή προς την κοινωνική πρόνοια και την επαγγελματική καθοδήγηση νέων μεταναστών/τριών. Επίσης προωθούνται οι συνεταιριστικές ιδέες, η εκμάθηση της αγγλικής, η κοινωνική και οικονομική ταυτότητα των μεταναστών/τριώνστο συγκείμενο της χώρας υποδοχής.

Ωστόσο, στο ένατο κεφάλαιο αποδομείται η μετά το Συνέδριο ανανέωση της Κοινότητας για να διαβάσουμε με ιστορικό ενδιαφέρον και ταξιδιωτική ενσυναίσθηση, θα τολμούσα να γράψω, την κλιμακούμενη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ της Kοινότητας της Μελβούρνης και της Αρχιεπισκοπής και την επίσημη διακοπή της σχέσης τους το 1963. Ο Τύπος, τα χειρόγραφα αρχεία των ηγετικών παραιτήσεων και τα Πρακτικά των ΓΣ μάς οδηγούν στις δεκαετίες 1960-1970, όπου αναδεικνύεται το εκκλησιαστικό και πολιτικό ζήτημα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας, της Αρχιεπισκοπής και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Στον επίλογο της, η συγγραφέας ερμηνευτικά και αναλυτικά ολοκληρώνει την ιστορικοκοινωνική της «ξενάγηση» στην 75χρονη ιστορία της Κοινότητας της Μελβούρνης, που ξεκίνησε με εννέα μέλη εκκλησιαστικής επιτροπής με στόχο την ίδρυση και διοίκηση ενός ορθόδοξου ναού. Μετασχηματίστηκε ωστόσο σε συλλογική εθελοντική οργάνωση, που διαχειριζόταν επτά ναούς και 23 απογευματινά σχολεία ελληνικών μέχρι το 1972, όταν ο πρόεδρος Δ. Ελεφάντης στην καθιερωμένη ΓΣ απηύθυνε έναν επιγραμματικό απολογισμό των επιτευγμάτων της Κοινότητας : η προσκόλληση στις θρησκευτικές λειτουργίες αντανακλούσε την εθνοθρησκευτική αντίληψη της ταυτότητας του ελληνικού μεταναστευτικού πληθυσμού. Η πολιτική της Λευκής Αυστραλίας καταργήθηκε επίσημα το 1972 μετά την εκλογή της κυβέρνησης των εργατικών με αποτέλεσμα την ελευθερία των μεταναστών/τριών να αποκτήσουν το ρόλο των ιστορικών και κοινωνικών υποκειμένων με δικό τους δημόσιο λόγο και αιτήματα.

Ευχαριστούμε τη συγγραφέα για το σύγχρονο ιστορικό μελέτημα, που διαβάζεται με δυναμική και ιστορική επαναστατικότητα.

*Η Ιφιγένεια Βαμβακίδου Είναι λέκτορας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της επικεντρώνονται στην κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της ιστορίας και στην αξιοποίηση των οπτικών τεχνών ως μαρτυριών-πηγών στη συγγραφή, αλλά και στη διδασκαλία της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Έχει γράψει πολλά επιστημονικά άρθρα και μετέχει σε διεθνή συνέδρια για τη σύγχρονη έρευνα στην επιστήμη της ιστορίας.