ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ

Ἡ θερισμένη

στήν ὥρα της σίκαλη

τό ἄγριο κανναβούρι

μιά βελανιδιά

στήν ἄκρη τοῦ θέρους

ἤ μήπως ἀπό μουσική ὅλα

ἕνα νεκρομαντεῖο

στή στροφή δεξιά

ἡ γερακίνα ἕτοιμη

νά σ’ ἁρπάξει γιά τά καλά

ἐνῶ τό πορφυρό κοχύλι,

ὁ ὁρίζοντας ἀνοίγει

δύο ἀπό τά μυστικά του.

Τά βλέπω ξανά ὅλα αὐτά

ἀλλά ἐσύ ποῦ ἀκριβῶς

νά εἶσαι τώρα πιά

καί πῶς νά δέσουν

ἄραγε ὅλα μαζί

πού μάθαμε ὥς σήμερα

μέ τόσο κόπο

μέ ὅσα μᾶς περιμένουν

ἀπό αὔριο.

Ἕνα ζευγάρι πέρδικες

ἀπό τήν πατρίδα

τῶν ἀναμνήσεων

κοντοστέκονται,

δείχνουν ἀμέσως οὐρανό

ὅλες οἱ σημασίες

βέβαια στ’ ἀγκάθια

στ’ ἀγριόχορτα οἱ ἀλήθειες

Πρόσφυγες και ταξιδιώτες των συνειρμών, εν δυνάμει μετανάστες του λόγου, εφήμεροι και συνειδητοποιημένοι κάτοικοι του τώρα και του χθες του χρόνου και των τόπων, μα και στο αύριο των καλών προθέσεων και στην σκηνή της ουτοπίας τους, παρεύλανουν, υπάρχουν, εξακτινώνονται με τις λέξεις, τις σιωπές, τις εικόνες, τα νοήματά τους, αλλά και το πνεύμα τους στην καινούργια ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου συγγραφέα, αλλά και τώρα πια πρέσβη επί τιμή κ. Γιώργου Βέη, που φέρει τον τίτλο “Καταυλισμός”, από τις Εκδόσεις Ύψιλον.

Χαρακτηριστικό, εικάζω, ότι αποτελεί και το ποίημά του που φέρει τον τίτλο “Επαναπατρισμός” ως εισαγωγή του παρόντος σημειώματος και θα σταθεί αρωγός για τα περαιτέρω σημεία ερμηνείας και προσέγγισης των γραμμών και γι’ αυτό του το βιβλίο.

Ως λέξη, λοιπόν, ο καταυλισμός ερμηνεύεται, από την μια μεριά, ως κάτι το πρόχειρο, μεταβατικό κατάλυμα, κάτι σαν μια ενδιάμεση κατάσταση κατοικίας, αλλά και, ίσως, ως μια παροδική μεταιχμιακή συντεταγμένη, ένα σημείο του χρόνου που κυλάει και πηγαίνει προς και σε κάποιο άλλο του κομμάτι. Μα και ως ένας χώρος όπου φυγαδεύεται η ποιότητα ζωής του σήμερα σε μια εποχή δύσκολη και διαφορετική ως προς το νόημα και χρώμα ζωής και επαφής ψυχή με ψυχή με ό,τι υπήρχε χθες αλλά και ό,τι υπάρχει εντός μας.

Άλλη η αθωότητα και η ομορφιά του κάθε πριν και άλλη αυτή που νιώθουμε ή και που την βλέπουμε γύρω μας. Κλιμακώσεις και εντάσεις στην ενδοχώρα του καταυλισμού ως ποίημα και κομμάτι της ζωής της καθημερινής μας συμπλέουν μέσα στις ποιητικές γραμμές και σε τούτο το βιβλίο του. Ένας Γιώργος Βέης, ο οποίος αν και ανήκει στην γενιά του ’70, μέσα από τις στροφές του ποιητικού του σύμπαντος προτάσει, εκμπέμπει, αφουγκράζεται τη φύση ως κύριο κομμάτι του ανθρώπινου θεαθείναι αλλά και του αύριο.

Αλλά και την πορεία του χρόνου των υποκειμένων που στο διάβα του άφησε σημάδια στην σχέση τους, του δίνουν αφορμές -ως ένα άλλο είδος καταυλισμού ίσως;- και ενώ τα κουβαλάει εντός του,τα φέρνει στο σήμερα, στο τώρα τους και βιωματικά, φιλοσοφικά, ενορατικά και τα φιλτράρει και τα ενοποιεί και μέσω και του συναισθήματος ή και της φαντασίας τα αποδίδει στο φως τους.

Με βάση, λοιπόν, τον τίτλο της συλλογής και την καλλιέπεια του εξωφύλλου προσεγγίζω, μπαίνω στον καταυλισμό των γραμμών και των ποιημάτων. Η διττή, η πολλαπλή ερμηνεία, άλλωστε, της λέξης του τίτλου το επιτρέπει. Από εκεί και πέρα το κουβάρι των λέξεων, οι μεταλλάξεις και οι πορείες τους εύστοχα και με την μαεστρία του ποιητή, εμπεδώνονται, βοηθούν το παιγνίδι της ανάγνωσης και των συναισθήσεων.

Ο ταξιδεμένος συγγραφέας και διπλωμάτης αναδεικνύει το λόγο της λέξης και των βιωμάτων, στέκεται απέναντι στις φύση, στις λέξεις και στα όνειρά τους, εμφιλοχωρεί στα μηνύματα της μη επαφής των ανθρώπων της σύγχρονης πια εποχής που όλα τους είναι εύκολα με το πάτημα ενός κουμπιού, μπαρκάρει στα μέρη της Ασίας, γυροφέρνει στις γειτονιές της πόλης, προαυλίζεται και κατοικοεδρεύει στον άχρονο και αέανο καταυλισμό των αισθημάτων. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού η μέχρι τώρα πορεία του, η ποιητική, των δοκιμίων, των κριτικών του σημειώσεων, διαδικτυακά και επί του γραπτού λόγου των βιβλίων, είναι μια κίνησή του προς τον Άλλο, τον Καθένα και την Καθεμιά ως πρόσωπο, ως ισότιμη οντότητα και που έχει την δική του φιλοσοφία και τρόπο ζωής. Όλοι/ες κουβαλάμε έναν καταυλισμό εντός και γύρω μας, σαν ορίζοντα, επαναπατρισμό, μυστικό και θέαση.

Όλα δε τα ορατά και αόρατα πράγματα και πρόσωπα και η μεταξύ τους σχέση, αλλά και οι λεπτομέρειές τους στην γραφή του Γιώργου Βέη συνυπάρχουν και συνταξιδεύουν.

Δεν είναι κάτι που το αποκαλύπτω ή που το βλέπω πρώτη φορά στο έργο του.

Στο δε συγκεκριμένο βιβλίο, και εδώ, οι λέξεις πλάθονται και επιτελούν το ρόλο τους ως κρίκος και παρατηρητήριο των δρώμενων. Μα από των εντός και εκτός του καταυλισμού τους πορειών, αλλά και στον πόνο, στο παράπονο, στη νοσταλγία, στη φυγή, στο άγγιγμα των σωμάτων, τα συλλαβίζουν, τους δίνουν βάρος, τα ελαφραίνουν και κουρδίζοντας ανάγνωση την ανάγνωση τις πτυχώσεις και τους συγκερασμούς τους έχουν τον τρόπο τους και όλες τις άλλες μας αισθήσεις να τις ξυπνήςουν, να τις βάλουν στο παιγνίδι της γραφής αυτής. Τίποτε δεν είναι μιας διαδρομής δρόμος και πορεία για τον συγγραφέα .

Στους καταυλισμούς, τους ερμητικούς, τους μη μόνιμους που μπάζουν νερά και έχουν απώλειες μνήμης ή και στο τι είναι εφήμερό τους πεδίο, αλλά και στο πόσο διαρκεί η χροιά και η μνήμη των ανθρώπων και τοπίων τους και σε ποιο απέναντι θα σε πάνε ή θα σε επιστρέφουν στέκεται, οράται και αποτυπώνεται και με την χαρακτηριστική φράση, στροφή του ποιητή σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής, που φέρει τον τίτλο “Υπόθεση εργασίας”.

Ας ακούσουμε τι λέει η γραφή και η ματιά του συγγραφέα Γ. Βέη:

Θά θυμᾶσαι πάντα τόν Δεκέμβρη

λές καί ἤθελε νά καταργήσει

ἀκόμη καί τόν οὐρανό

ὄχι ἐκεῖνον τῶν ὑστερικῶν τῆς ἀθανασίας

ἀλλά τόν ἀποκλειστικά δικό μας

τῶν ἁπτῶν πραγμάτων

καθώς ἔμπαινε ἀνάμεσά μας

νά χωρίσει τό σῶμα ἀπό τή μνήμη του

νά ἰσοπεδώσει τά πάντα μέσα στόν ἀσπροχιονιά

ἕνα σπασμένο μολύβι ὁ νοῦς νά ξέρει μόνο πῶς σέ λένε.

Κάπου εδώ παρενθετικά, αποσπασματικά κλείνει -ή ανοίγει σαν καταυλισμός- μια ενότητα, μια θεματική του εν λόγω ποιήματος. Μα ποτέ δεν τελειώνει η γεύση του και η δουλειά του. Των απτών πραγμάτων, το μελλούμενο που επέρχεται και αυτό που ένωσε τις στιγμές ακόμη υπάρχει και στο σώμα και στην μνήμη του ποιήματος. Με το τρόπο του ο Γιώργος Βέης, λυρικά και στοχαστικά, κουβαλάει το αισθητό και το υπερβατικό και ως καταυλισμούς τα ζει και τα εκμπέμπει στο χαρτί και στις γραφές του.

Τρόπο τινά αποτελούν οι γραμμές τους μια από τις πολλές παραμέτρους της θεώρησης του συγγραφέα για το πώς βλέπει τα πράγματα, αλλά και την ζωή. Σε πρώτο πρόσωπο μας ανοίγει την κουβέντα ποίημα το ποίημα, αλλά και στη δομή τους στίχο το στίχο, μας εκπέμπει τις πνοές του για να γίνουμε μέτοχοι στο ποίημα. Μοιράζεται, δηλαδή, τα υπαρξιακά του τοπία, τις αγωνίες της όποιας φθοράς αλλά και το ταξίδι ως ανακάλυψη λέξεων -εικάζω και ως καταυλισμό- τόπων, αλλά κυρίως του μέσα μας χρόνου, ως ενόραση αλλά μας θέτει και σε μια αλλη πραγματικότητα μνήμης. Πολύπλευρες και διαφορετικές οι προσεγγίσεις του κόσμου, των επαφών και των μη επαφών της γραφής του, συνυπάρχουν με τις εμπειρίες, τις αφηγήσεις και ως όραμα και ως καταυλισμός μας πάνε λίγο παραπέρα. Οι λάτρεις της γραφής και των συγκερασμών των νοημάτων θα βρουν πολλές εφαλτήριες αφορμές μέσα και από αυτόν τον ποιητικό λόγο του Γιώργου Βέη.

Ένα καλαίσθητο βιβλίο που αποτυπώνει την συνεχή ροή επιθυμιών, προσδοκιών, δυστοκιών, παραλειπόμενων των βιωμάτων του σελίδα σελίδα, αλλά φωτογραφίζει και τα δρώμενα της ζωής των καταυλισμών, τα νιώθει -και τον ήχο και το φως τους- και τα απλώνει σαν όνειρα, τοπία και ταξίδια λέξεων και νοημάτων τους στο χαρτί.

Τα συμπυκνώνει με ελεύθερο στίχο, κυρίως, σε ποιήματα. Όλα γίνονται για το επέκεινα του χωροχρόνου, για το εν γίγνεσθαι ταξίδι τους, αλλά στων συναισθήσεων μας την επαφή, την ανάγνωση με τον τρόπο τους δίνουν μια πολλαπλή μέθεξη ως ήχος και ως φως. Τα ποιήματα της συλλογής ξεφυλλίζονται, συμπορεύονται, ενοποιούνται με τον κόσμο και τη φύση μας και ομοικαταληκτούν εντός μας και ως αλήθεια και ως όραμα.