Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ αναγνώριση των ιθαγενών της Αυστραλίας ως πρωταρχικού λαού της χώρας και η επίσημη παραδοχή του βίαιου τρόπου με τον οποίο κατασχέθηκε η γη τους από τους αποικιοκράτες, έχει καθυστερήσει πολύ, τόσο ως αναγκαία προϋπόθεση για συμφιλίωση όσο και για την έναρξη διαλόγου για τον τρόπο συγκρότησης του ιστορικού αφηγήματος της κυρίαρχης ομάδας και τη βάση επί της οποίας δημιουργήθηκε το σύγχρονο νομικό τους σύστημα.

Η τωρινή πρόταση για τη δημιουργία μιας «Φωνής των Αβορίγινων» στο Κοινοβούλιο δεν συνιστά επίσημη συνταγματική αναγνώριση των ιθαγενών της Αυστραλίας ωστόσο. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια απόπειρα τροποποίησης του Προοιμίου του Συντάγματος ώστε να παρέχει μια μορφή τέτοιας αναγνώρισης («τιμώντας τους Αβορίγινες και τους Νησιώτες του στενού Τόρες, οι αυτόχθονες του έθνους, για τη βαθιά συγγένειά τους με τα εδάφη τους και για τους αρχαίους και διαρκείς πολιτισμούς τους που εμπλουτίζουν τη ζωή της χώρας μας») απέτυχε κατά το Δημοψήφισμα του 1999. Αντίθετα, η παρούσα πρόταση επιδιώκει να κατοχυρώσει στο Σύνταγμα, ένα ομοσπονδιακό συμβουλευτικό όργανο που θα αντιπροσωπεύει τις απόψεις των Αβορίγινων και των νησιωτών του στενού Torres. Η «Φωνή» (Τhe Voice) όπως αποκαλείται, θα είναι επιφορτισμένη με την παροχή συμβουλών στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και την κυβέρνηση για θέματα που επηρεάζουν σημαντικά τους αυτόχθονες Αυστραλούς. Προβλέπεται ότι οι αντιπρόσωποι της «Φωνής» θα επιλέγονται από τους ιθαγενείς με βάση τις επιθυμίες των τοπικών κοινοτήτων και δεν θα διορίζονται από την κυβέρνηση.

Η πρωτοβουλία αυτή είναι σημαντική και έχει υποστηριχθεί με ενθουσιασμό από εξέχοντα μέλη και οργανώσεις της παροικίας μας, ιδιαίτερα δε από την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας. Παράλληλα, αυτό που έχει παραβλεφθεί μέχρι στιγμής από τον ενδοπαροικιακό μας διάλογο, είναι ότι μέχρι πρόσφατα, διάφορες ελληνικές οργανώσεις της Αυστραλίας συμμετείχαν, για πάνω από μια δεκαετία σε μια άλλη θεσμοθετημένη «Φωνή», η οποία δεν ήταν άλλη από το περιβόητο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ).

Αναμφίβολα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της προτιθέμενης «Φωνής» στο Αυστραλιανό Κοινοβούλιο και του ΣΑΕ. Δεν μπορούμε, όμως, παρά να εντοπίσουμε ορισμένες ομοιότητες στους ευρύτερους στόχους των δύο αυτών θεσμών.

Μια βασική ομοιότητα είναι ότι και οι δύο πρωτοβουλίες/θεσμοί στοχεύουν στην προώθηση της εκπροσώπησης και της συμμετοχής παραδοσιακά περιθωριοποιημένων κοινοτήτων στην πολιτική διαδικασία. Η «Φωνή» στο Αυστραλιανό Κοινοβούλιο επιδιώκει να δημιουργήσει ένα αντιπροσωπευτικό σώμα για τους αυτόχθονες Αυστραλούς με συμβουλευτικές αρμοδιότητες για θέματα που θεωρεί ότι επηρεάζουν τις κοινότητές τους. Ομοίως, το ΣΑΕ επινοήθηκε ως συμβουλευτικό όργανο για την προώθηση των συμφερόντων των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό και για την παροχή συμβολών στην ελληνική κυβέρνηση για θέματα που αφορούν τη Διασπορά.

Φυσικά, αυτό που γίνεται αντιληπτό εκ των προτέρων είναι ότι είναι η ίδια η κυρίαρχη, άρχουσα τάξη, δηλαδή η κληρονόμος των παραγόντων της αποικιοποίησης και της βίαιης κατοχής της χώρας αυτής που ισχυρίζεται ότι «παραχωρεί» στους αυτόχθονες Αυστραλούς μια «Φωνή», ορίζοντας και διαμορφώνοντας έτσι τους όρους σύμφωνα με τους οποίους θα διεξαχθεί μια τέτοια εκπροσώπηση προκειμένου να κριθεί νόμιμη από τους ίδιους, αντί να σεβαστούν την αυτόνομη βούληση των ίδιων των Ιθαγενών για το πώς επιθυμούν να συνδιαλέγονται με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η «Φωνή», αποτελεί απλώς μια ακόμη εκδήλωση της οντοπαθολογίας της κυρίαρχης τάξης, όπου τα θύματα της αποικιοκρατίας ωθούνται να δεχθούν μια «παραχώρηση» δικαιωμάτων από αυτούς που κατήργησαν την κυριαρχία τους, ώστε να νομιμοποιηθεί η βίαιη κατοχή αυτής της ηπείρου και να εξαλειφθεί το προπατορικό αμάρτημα της Λευκής Αυστραλίας.

Στην περίπτωση του ΣΑΕ αντί να ευθυγραμμιστεί, πόσο μάλλον να τηρήσει τις επιθυμίες των ελληνικών κοινοτήτων της Διασποράς σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκουν να οργανωθούν και να εισακουστούν, η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε μια δική της δομή σε διάφορες κοινότητες τα μέλη των οποίων είναι αλλοδαποί, πολίτες άλλων κρατών και συνεπώς εκτός της δικαιοδοσίας του ελληνικού Κράτους. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι επιβάλλοντας αυταρχικά τέτοιες δομές σε αυτούς τους Έλληνες της Διασποράς, αντί να διαβουλεύεται μαζί τους, η ελληνική κυβέρνηση επαναλαμβάνει τις ίδιες πράξεις πολιτικής και οικονομικής επιθετικότητας που πρωτοώθησαν τους ίδιους τους απόδημους ή τους προγόνους τους να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους.

Λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι εκτός από τα προαναφερθέντα, και οι δύο πρωτοβουλίες αναγνωρίζουν επίσημα τη σημασία της αναγνώρισης και αντιμετώπισης των ιστορικών αδικιών και ανισοτήτων που αντιμετωπίζουν οι επιμέρους κοινότητες που εκπροσωπούν, δεν μπορούμε παρά να τις υποστηρίξουμε. Η προτιθέμενη «Φωνή» στο Κοινοβούλιο αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης προσπάθειας για την αντιμετώπιση των ιστορικών αδικιών και των συνεχιζόμενων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι αυτόχθονες Αυστραλοί, ενώ το ΣΑΕ είχε ως στόχο να προωθήσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μιας διασποράς που ιστορικά αντιμετώπισε διακρίσεις και περιθωριοποίηση.

Κατά γενική ομολογία, το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού απέτυχε θλιβερά, παρά τις φιλοδοξίες του, για ιδιαίτερους λόγους. Οι εκπρόσωποί του υποτίθεται ότι προέρχονταν από την Εκκλησία (η οποία στην Αυστραλία αρνήθηκε να συμμετάσχει), και όπως επίσης προβλέπεται από την «Φωνή», μέσω δημοκρατικών διαδικασιών από παροικιακές οργανώσεις. Μία πληθώρα Ομοσπονδιών συγκροτήθηκαν βιαστικά, διότι η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνώριζε νομίμως εγγεγραμμένες περιφερειακές Αδελφότητες ως επιλέξιμους συμμετέχοντες στο ΣAE, παραχωρώντας δικαιώματα συμμετοχής μόνο σε «Ομοσπονδίες». Αποτελούμενες από οργανώσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ελάχιστα αντιπροσωπευτικές της περιοχής τους ή της ευρύτερης παροικίας, οι «Ομοσπονδίες» που ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους ανθρώπους για δεκαετίες, δεν είχαν ως επί το πλείστον τα απαιτούμενα προσόντα για να κατανοήσουν πόσο μάλλον να παρέχουν συμβουλές σχετικά με θέματα που αφορούν τους απόδημους Έλληνες. Ωστόσο, αυτοί ήταν οι μόνοι αντιπρόσωποι που έγιναν αποδεκτοί από την ελληνική κυβέρνηση.

Περαιτέρω, η ελληνική κυβέρνηση, επιλέγοντας να παραχωρήσει δικαίωμα συμμετοχής στο ΣΑΕ σε ομοσπονδίες συγκροτημένες με γνώμονα την περιοχή καταγωγής τους στην Ελλάδα, παρέβλεψε παντελώς το γεγονός ότι στην Αυστραλία, η κουλτούρα και ο τρόπος λειτουργίας αυτών των περιφερειακών ελληνικών οργανώσεων είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπος. Κατά συνέπεια, η επιμονή της κυβέρνησης στο να εστιάζει την προσοχή της σε άσχετες διαφορές στον τόπο καταγωγής κατά τα άλλα πανομοιότυπων σωματείων, συντέλεσε στο να αγνοηθεί παντελώς η ζωτική ποικιλομορφία των Ελλήνων της Διασποράς σχετικά με την εκπαίδευση, την οικονομική δραστηριότητα, τη κοινωνική τάξη, τα επαγγέλματα, τα ενδιαφέροντα, τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την επαφή τους με την ίδια την Ελλάδα.

Οι αντιπρόσωποι που συμμετείχαν στα διάφορα συνέδρια του ΣΑΕ στη Θεσσαλονίκη, (η οποία καθιερώθηκε αυθαίρετα ως μόνιμη έδρα και «πρωτεύουσα» του Οικουμενικού Ελληνισμού αντί για κάποιο σημαντικό κέντρο του ελληνισμού της διασποράς), θεωρήθηκαν χλευαστικά ως «τζάμπα τουρίστες» από αυτούς που δεν είχαν την τύχη ή τις διασυνδέσεις να επιλεχθούν. Αντί να συμμετέχουν στις τελετουργίες του Συνεδρίου με αναφορές και υποβολές που περιείχαν δεδομένα και πληροφορίες που ελήφθησαν μετά από εκτεταμένη συνεννόηση και ευρεία διαβούλευση με τα ανύπαρκτα ή αδιάφορα μέλη τους, οι σύνεδροι στη συντριπτική τους πλειοψηφία απλώς παρευρέθησαν επειδή η ελληνική κυβέρνηση κάλυψε τα έξοδα της πτήσης τους. Αντί να ασκούν πιέσεις στους υπεύθυνους για τα φλέγονται ζητήματα της διασποράς, εκμεταλλέυτηκαν την περίσταση ως ευκαιρία για να τραβήξουν φωτογραφίες με Έλληνες πολιτικούς και επώνυμους τραγουδιστές στα Λαδάδικα τα βράδια, για να αναζητήσουν κονδύλια για τις οργανώσεις τους ή, όπως έπραξα εγώ όταν ήμουν αντιπρόσωπος της νεολαίας, για να ζητήσουν αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική σε «εθνικά» ζητήματα και εξωτερικές υποθέσεις, κάτι που δεν προβλεπόταν από την ελληνική κυβέρνηση, ούτε ήταν καν επιθυμητό σ ‘αυτήν όταν ίδρυσε το ΣΑΕ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μεταγενέστερα υπουργικά Διατάγματα σχετικά με τη δομή του ΣΑΕ παρείχαν στην ελληνική κυβέρνηση την ικανότητα να προσκαλεί «εξέχοντα» άτομα και οργανισμούς, παρακάμπτοντας έτσι εντελώς την εκλογική διαδικασία και υπονομεύοντας τις αξιώσεις του Συμβουλίου για δημοκρατική και ευρεία εκπροσώπηση. Ωστόσο, παρ’ ότι διορίστηκαν επίλεκτα άτομα στα δίκτυα νέων, επιχειρήσεων, γυναικών και πολιτικών της Διασποράς, αυτά ουσιαστικά εξουδετερώθηκαν, επειδή εκτός από τις εξαμηνιαίες συνεδριάσεις των Παγκόσμιων Διασκέψεων του Συμβουλίου, δεν υπήρξε ποτέ κανένα λειτουργικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσαν οι συμμετέχουσες ομάδες να υποβάλουν συμβουλές ή αιτήσεις προς την ελληνική κυβέρνηση. Οι συμβουλές και αιτήσεις αυτές δεν ζητήθηκαν ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση και όταν κάποιοι φορείς προσπάθησαν να κάνουν συστάσεις ή ερωτήσεις, συνήθως στη Βουλή, αυτές σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίστηκαν με σιωπή ή με κενή ρητορική.

Ενώ οι υποστηρικτές της «Φωνής» φιλοδοξούν να κατοχυρωθεί ο θεσμός αυτός στο Σύνταγμα της Αυστραλίας, οι Έλληνες της Διασποράς μπορούν να θεωρήσουν το Άρθρο 108 του Ελληνικού Συντάγματος ως συνταγματική αναγνώριση του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, εφόσον η δεύτερη παράγραφος του εν λόγω Άρθρου δηλώνει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού». Όμως, ενώ η σχετική νομοθεσία που καθόριζε τις λειτουργίες του Συμβουλίου, ψηφίστηκε το 2016, καταργήθηκε με την ψήφιση του Άρθρου 479 του νόμου 4781/2021. Από εκείνη την ημερομηνία, αν και η αναφορά στο ΣΑΕ εξακολουθεί να παραμένει εντός του Συντάγματος, το ΣΑΕ έχει ουσιαστικά διαλυθεί, με τον πρώην υφυπουργό Εξωτερικών, Τέρενς Κουίκ, να σχολιάζει το 2018, ότι ενώ το ΣΑΕ θα πρέπει να αναδημιουργηθεί, η ονομασία του πρέπει να αλλάξει επειδή το ΣΑΕ είναι «μια λέξη που ακούει η Διασπορά μας και φρικάρει».

Η Ελλάδα και η Αυστραλία διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, από άποψης πολιτικής κουλτούρας, διακυβέρνησης, κοινωνικής ευθύνης και εφαρμογής της νομοθεσίας. Μολαταύτα, η μοίρα του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, του οποίου οι στόχοι ήταν υψηλοί και αξιέπαινοι, και το οποίο, κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που του επιτράπηκε να λειτουργήσει ομαλά, κατάφερε, τουλάχιστον στην Αυστραλία υπό την ηγεσία του Κώστα Βερτζάγια και του Γιώργου Αγγελόπουλου, κάποια αξιοσημείωτα επιτεύγματα, μπορεί να χρησιμεύσει ως προειδοποιητικό παραμύθι για το τι μπορεί να συμβεί, παρά τη συνταγματική τους αναγνώριση, σε θεσμούς όταν δεν καταβάλλονται οι απαιτούμενες προσπάθειες ώστε να κατανοηθούν οι ανάγκες των κοινοτήτων στις οποίες υποτίθεται ότι δίνουν φωνή, όταν δεν λαμβάνεται η κατάλληλη μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα και ανεξαρτησία τους, όταν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση ώστε να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι συστάσεις που δύναται να κάνει ένα συμβουλευτικό όργανο κι όταν δεν υπάρχει αρκετή πολιτική καλή θέληση ώστε να διασφαλιστεί ότι τέτοιοι θεσμοί δεν θα υποβαθμίζονται ή ανατρέπονται εφόσον δεν ανταποκρίνονται στις ευμετάβλητες και εφήμερες πολιτικές σκοπιμότητες αυτών που τους διευθύνουν.

Η συνταγματική θέσπιση της «Φωνής» των Ιθαγενών στο Αυστραλιανό Κοινοβούλιο αξίζει την αμέριστη υποστήριξη όλων μας. Όμως, θα να είναι πραγματικά αποτελεσματική και θα εκπληρώσει τις φιλοδοξίες όλων όσων θα εκπροσωπηθούν από αυτήν, καθώς και τα προοδευτικά στοιχεία της αυστραλιανής κοινωνίας, μόνο εάν υποστηρίζεται από ένα εκτεταμένο και λειτουργικό νομοθετικό πλαίσιο. Όπως δείχνει η τελική κατάρρευση του ακόμη συνταγματικά αναγνωρισμένου Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.