Ξαφνικά ο γνώριμος αλλά απαίσιος ήχος που γέμιζε τρόμο μικρούς και μεγάλους, φοβερός και απειλητικός, διέσχισε για μία ακόμα φορά ολόκληρη την πόλη και τα κοντινά χωριά στο νησί, την όμορφη Ζάκυνθο.

1943

Ήταν οι σειρήνες! Οι σειρήνες του πολέμου που ηχούσαν συνέχεια ειδοποιώντας μας να τρέξουμε να κρυφτούμε γιατί θα βομβαρδίσουν άμαχο πληθυσμό. Στρίγγλιζαν αργά, σταθερά, στον ίδιο ανατριχιαστικό μονότονο ρυθμό πάντα, σκορπώντας αγωνία και απόγνωση και δημιουργώντας πανικό!

Θα ρίξουν βόμβες ή μπόμπες όπως τις έλεγαν! Θα σκορπίσουν θάνατο πάλι.

«Βοήθησέ μας Θεέ μου. Άγιε Διονύσιε βάλε το χέρι σου». Με τον τρόμο να μας κυριεύει όλους αρχίζουμε να προσευχόμαστε και να σταυροκοπιόμαστε. Ακόμα κι εμάς τα πολύ μικρά παιδιά μάς είχαν μάθει να κάνουμε το σταυρό μας και να λέμε την προσευχή μας τρέμοντας από πείνα και φόβο.

«Εσάς τα μικρά παιδάκια σας ακούει ο Θεός και θα βοηθήσει να τελειώσει ο πόλεμος και να έχουμε ψωμάκι και φαΐ». Κι εμείς τρέμοντας από φόβο και πείνα κάναμε αδέξια το σταυρό μας και λέγαμε ό,τι προσευχούλα μας είχαν μάθει.

Να τρέξουμε να προλάβουμε να τρυπώσουμε και να κρυφτούμε στο καταφύγιο.

Ήταν απομεσήμερο όταν άρχισαν. Όλοι σταμάτησαν εκεί που βρέθηκαν και χωρίς δεύτερη σκέψη – όπως πάντα όταν ακουγόταν ο εκκωφαντικός και απαίσιος αλλά γνωστός πλέον ήχος – άρχισαν να τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση.

Μέναμε στην πόλη, αλλά με την κήρυξη του πολέμου, για ασφάλεια, όσοι είχαμε κάπου να πάμε, φύγαμε για τα χωριά, παίρνοντας μαζί μας τα απολύτως αναγκαία.

Πήγαμε στο Μπανάτο που ζούσαν οι γονείς της μαμάς μου στο σπίτι του Νόνου και της Νόνας όπου για τους ίδιους λόγους είχαν πάει και τα δύο της αδέλφια με τις γυναίκες τους. Μικρό το σπίτι, αλλά σε τέτοιες ώρες όλοι χωράμε και σε ένα δωμάτιο!

Εκεί μας βρήκε ξανά το κακό. Άρπαξε την αδελφή μου κι εμένα η μαμά και μας τραβούσε να τρέχουμε γρήγορα στην ίδια ουρά, άλλοι μπροστά μας, άλλοι πίσω μας, τρέχαμε. Οι ηλικιωμένοι σέρνονταν εξουθενωμένοι και αυτοί, σαν όλους από την πείνα, να προλάβουν, να προλάβουμε να τρυπώσουμε στο καταφύγιο, πριν πέσει η βόμβα και γίνουμε κομμάτια.

Πώς να τρέξουμε που μας είχε εξαθλιώσει η πείνα και η ασιτία; Πετσί και κόκκαλο είχαμε μείνει, «σκελετοί». Μα ο φόβος και ο κίνδυνος μας έδωσαν δυνάμεις.

Τρέχαμε με την ψυχή στο στόμα, όταν ξαφνικά κοιτάζει γύρω της η μαμά μου και αρχίζει να ουρλιάζει… «ο παπάς, ο παπάς δεν είναι εδώ. Βοήθειαααα! Βοήθειαααα!» μάς σπρώχνει μπροστά που ήταν κάτι γυναίκες…

«Για το Θεό! πιάστε τα παιδιά μου, πάω πίσω να βρω τον παπά!». Γυρίζουν όλοι τρομαγμένοι.

«Όχι, όχι, παπαδιά, δεν προλαβαίνεις. Θα μείνουν τα παιδιά σας πεντάρφανα…Μηηηηηη…μη φεύγεις…»

Μα εκείνη έτρεχε ήδη πίσω, δεν την κρατούσε τίποτα. Εμείς να κλαίμε γοερά από φόβο, να πέφτουμε, να χτυπάμε, να μας αρπάζει πότε ο ένας πότε ο άλλος και να μας σέρνουν για να μη μας αφήσουν πίσω, να μας προστατέψουν. Οι φωνές μας «μαμάαααααααα», «παπάκηηηηηηηηη» πνίγονταν από το ποδοβολητό και από τις σειρήνες που συνέχιζαν να σχίζουν τον αέρα.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο καταφύγιο. Όρμησαν όλοι μαζί μέσα. Τρομερές σκηνές καθώς έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για το ποιος θα μπει πρώτος. Η αδελφή μου κι εγώ είχαμε αποκοπεί από το πλήθος. Μας αρπάζει κάποια στιγμή ένας άνδρας και σηκωτές μας μπάζει μέσα. Εμείς, μη βλέποντας πουθενά τους γονείς μας, τα είχαμε χάσει και κλαίγαμε ασταμάτητα. Πάνε να κλείσουν την πόρτα, μα κάποιοι φωνάζουν: «όχι! η παπαδιά με τον παπά δεν ήρθαν ακόμα». Κάποιοι διαμαρτύρονται πως «άδικα θα διακινδυνέψουν όλοι, πάνε αυτοί…».

Ο βόμβος του αεροπλάνου γίνεται όλο και πιο έντονος. Νιώθουμε πως βρίσκεται πάνω από το κεφάλι μας και τρομάζουμε όλοι ακόμα περισσότερο.

Στην είσοδο πάλευαν ακόμα να κλείσουν ή να μην κλείσουν την πόρτα. Τη στιγμή που επικρατεί ένας μεγαλόσωμος κι αρχίζει να κλείνει την πόρτα, ακούγονται οι αδύνατες φωνές της μαμάς και του παπάκη μου. Ξεπνεομένοι από το τρέξιμο και τρομαγμένοι, μπαίνουν μέσα. Η μαμά μου σκοντάφτει και πέφτει κι ο παπάκης μου μέσα στην αναμπουμπούλα ψάχνει να μας βρει.

Με το κλείσιμο της πόρτας ακούστηκε ο φοβερός θόρυβος του αεροπλάνου που περνούσε ακριβώς από πάνω μας. «Τετέλεσται!» φώναξε κάποιος, μα το φορτωμένο με θάνατο αεροπλάνο τράβηξε πιο πέρα και η βόμβα έπεσε στη θάλασσα…

Μεγαλώνοντας έμαθα πως «συμμαχικά αεροπλάνα, βομβάρδιζαν τα γερμανικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της Ζακύνθου και όχι μόνο». Σε βομβαρδισμό συμμάχων σκοτώθηκαν 20 άτομα στη χώρα. Οι πρώτη βόμβα είχε πέσει από τους Ιταλούς που βομβάρδισαν τη χώρα καταστρέφοντας και το σπίτι του «δικού τους», Ούγου Φώσκολου, όπου το έχτισαν μετά.

Αγκαλιασμένοι κατάχαμα όλοι μας κλαίγαμε και πολλοί ευχαριστούσαν τον Άγιο που γλιτώσαμε άλλη μια φορά.

Κι εμείς τα μικρά – και είμαστε κάμποσα – δειλά δειλά…ψιθυρίζαμε πως πεινάμε… και αφού κάναμε το σταυρό μας και λέγαμε την προσευχή μας και είμαστε καλά παιδάκια ο Χριστούλης πρέπει να μας δώσει ψωμί.

Μα πού να βρεθεί το ψωμί; Λίγοι, πολύ λίγοι μέσα στο Μπανάτο είχαν λίγο λάδι ή λίγη βρώμη ή σίκαλη που ζύμωναν κι έφτιαχναν ψωμί. Μα κι από κείνο το λίγο, ελεούσαν εκείνους που δεν είχαν τίποτα. Αυτό, γιατί με το που μπήκαν οι Ιταλοί άρπαξαν ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε σε κάθε σπίτι, αλλά και οι Γερμανοί που ακολούθησαν ήταν πιο άγριοι, πιο βάρβαροι. Οι μανάδες μας χώνονταν μέχρι τα γόνατα στις λάσπες του κάμπου ψάχνοντας για αγριολάχανα που τα έβραζαν και τα τρώγαμε σκέτα και άλαδα, μα και εκείνα όλο και στέρευαν.

Πολλοί πέθαναν από ασιτία. Κάθε πρωί μάζευε τους πεθαμένους το κάρο του Δήμου και τους θάβανε με το φέρετρο της εκκλησίας. Άδειαζαν έναν μέσα στο μνήμα μετά έβαζαν άλλον στο φέρετρο μέχρι να θαφτούν όλοι. Ο παπάς κι ένας ψάλτης ή νεωκόρος έψαλλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία συνέχεια μέχρι να θαφτεί κι ο τελευταίος. Πού χρόνος και διάθεση να κλάψεις τον άνθρωπό σου όταν γνωρίζεις πως το πιο πιθανό αύριο θα θάψουν εσένα.

Αυτό το περιστατικό με ακολουθεί από το 1943. Δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη μου. Μα ποτέ δε βρήκα τη δύναμη να το συζητήσω με κανέναν μέχρι σήμερα.

Αυτές τις μέρες, όμως, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις θλιβερές εικόνες από τη Μέση Ανατολή καθώς και το φριχτό ήχο από τις σειρήνες, ζωντάνεψαν και θέριεψαν μέσα μου οι εμπειρίες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Για πρώτη φορά ένιωσα την ανάγκη να γράψω, να μιλήσω για αυτό.

Ίσως γιατί έπρεπε να περάσουν 80 χρόνια από τότε ώστε να έλθει το πλήρωμα του χρόνου και να νιώσω αρκετά δυνατή για να βγάλω πλέον από μέσα μου το βάρος του τρόμου, πως θα μείνουμε «πεντάρφανα». Όχι πως καταλαβαίναμε τι σημαίνει το «πεντάρφανα», αλλά σκαφτόμαστε πως για να το λένε όλοι θα πρέπει να είναι κάτι πολύ, μα πολύ κακό για εμάς.

Και δεν ήμουν, παρά μόνο τριών χρονών παιδί και η αδελφή μου ούτε 5…

Η καταξιωμένη ομογενής συγγραφέας Διονυσία Μούσουρα. Φώτο: Supplied