Γράμματα περίλυπα, γράμματα γεμάτα θρησκευτική και ελληνική πίστη διασώθηκαν ως εμάς για να μας δείξουν την αγωνία, αλλά και το σθένος των ανθρώπων που αντιμετώπισαν ένα βάρβαρο και αιμοβόρο καθεστώς, που σύρθηκαν και ανεβάσθηκαν στην αγχόνη. Γράμματα λίγες ημέρες πριν από την αγχόνη, γράμματα επιθανάτια.

Ο δυστυχής Περικλής Κουζουτζάκογλου, από το Αλατσάμ, κατάφερε να στείλει τις τελευταίες του ώρες δύο γράμματα στη γυναίκα του, ένα στις 5 Σεπτεμβρίου, τη δεύτερη ημέρα της δίκης των Αμισινών, Παφραίων και Αλατσαμιωτών, και το άλλο στις 7 Σεπτεμβρίου, την παραμονή του απαγχονισμού του.

Ο Περικλής Κουζουτζάκογλου

Τα γράμματα αυτά, από χέρι σε χέρι έφθασαν στη Μαλάτεια, όπου είχε εξορισθεί η γυναίκα του Μαξιμιλιανή μαζί με τις τέσσερις κόρες του και τον μικρό του γιό και προκάλεσαν τον θρήνο και τον οδυρμό όλων των εκεί Ελλήνων.

Δίνουμε όλο το περιεχόμενο αυτών των γραμμάτων, που γράφηκαν με την άφατη αγωνία και την απειλή του θανάτου, που ήταν έτοιμος να κόψη το νήμα της ζωής, αυτών των αθώων Ελλήνων:

Αμάσεια, 5 Σεπτεμβρίου 1921

Αγαπητή και ποθητή μου Μαξιμιλιανή και προσφιλέστατα τέκνα μου.

Μετά βαρυαλγούσης καρδίας, σου γράφω τας ολίγας ταύτας λέξεις και εάν περιέλθει εις χείρας σου η ιδιοχείρως αυτή επιστολή μου, θεωρώ να την έχετε ως ενθύμιόν

Βλέπω την σημερινή κατάστασιν, προβλέπω ότι το νήμα της ζωής μου κόπτεται απ αυτόν τον κόσμον. Επί 24 ολόκληρα έτη εζήσαμεν ομού με αμείωτον αμοιβαίαν αγάπην και διήλθομεν πολλάς και καλάς ημέρας ευτυχίας. Ίσως ως άνθρωποι και χωρίς να το θέλωμεν εψυχράναμεν ο εις τον άλλον . Ο πολυεύσπλαχνος Θεός ας συγχωρήση απάσας τας αμαρτίας, ημών και συ συγχώρεσε με…

Ενταύθα δε παραλείψαμεν τας προς τον Ύψιστον δεήσεις ημών και καθ΄εκάστην εξετελέσαμεν τα θρησκευτικά ημών καθήκοντα, ηξιώθημεν δε να μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων και ο οικτίρμων Θεός ας μας θεωρήση άξιους.

Ο Αντώνιος Τζίνογλου

Ο Παντοδύναμος να σας δώση υπομονήν και δύναμην και θα σας δώση, έχω πεποίθησιν εις την πίστην μου και συ θα παρηγορήσης τα φίλτατα μας τέκνα.

Μη λησμονήτε να πηγαίνετε τακτικά εις την εκκλησίαν, ζήτε ως γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Έμαθον ότι ο υιός μου Κουζηνός, εξωρίσθη και δεν αμφιβάλλω ότι τον εδολοφόνησαν (πραγματικά δολοφονήθηκε μαζί με τους άλλους Αμισηνούς στις 8 Ιουνίου 1921). Είμαι βέβαιος και το πιστεύω ότι είναι [πλησίον του Θεού μου διότι ήτο αθώος και άκακος.

Ο μικρότερος μου υιός Λάζαρος σας έχει μείνει ως παρηγοριά και όλοι σας είσθε υπεύθυνοι δια την ανατροφήν και εκπαίδευση του…..

Επιστήσατε την προσοχή σας δια την ανατροφήν και εκπαίδευσην της μικράς μου Τριανταφυλλιάς- το μικρό μου αηδονάκι…….

Ήδην σας αφήνω εις την θέλησίν και επίβλεψην του Υψίστου, φροντίσετε να τιμήσετε το όνομα της οικογένειας ημών και προσέξτε να διαφυλάξετε την τιμήν σας.

Σας εναγκαλίζομαι όλους σας σας γλυκοασπάζομαι και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή σας περιμένω αθώους και αμέμπτους ενώπιον του Πανάγαθου Θεού μας.

Ο αγαπητός σύζυγος και πατήρ σας

Περικλής Κουζουτζάκογλου

Ο Περικλής Κουζουτζάκογλου την παραμονή της απαγχόνισής του έστειλε το δεύτερο γράμμα γεμάτο συμβουλές αλλά και προμηνύματα φρικτού θανάτου. Φαίνεται ότι το γράμμα αυτό το έγραψε το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1921, όταν δεν ήξερε ακόμη την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ανεγνώσθη όπως γράψαμε, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Και Έλληνας με βαθειά την πίστη στη θρησκεία και το έθνος, γράφει με τρεμάμενο χέρι λίγες ώρες πριν κλείσει η ζωή του:

Αμάσεια, 7 Σεπτεμβρίου 1921

Αγαπητή και πολυπόθητη μου Μαξιμιλιανή και αγαπητά μου τέκνα Σαπφώ Κουζηνέ (εάν ζη – είχε δολοφονηθεί) Αναστασία, Μαρίκα, Λάζαρε, Τριανταφυλλιά.

Εις Αλατσάμ

(Νομίζει ο δυστυχής ότι βρίσκονται ακόμη στο Αλατσάμ, ενώ έχουν εξορισθεί από τις 3 Σεπτεμβρίου 1921)

Χθες εισήλθομεν εις την διαδικασίαν και μετα λύπης μου είδον ότι μεταξύ των εγγράφων μου ευρέθησαν έγγραφα, τα οποία δεν ανήκον εις εμέ και τα οποία ετέθησαν επίτηδες προς ενοχοποίσην μου και ως εκ τούτου το Δικαστήριον της Ανεξαρτησίας έλαβε την απόφασίν της καταδίκης μου, συνέπεια αντιπάθειας και επειδή δεν έχω πλέον ελπίδας ότι θα ζήσω προτού να απαγχονισθώ, εθεώρησα εύλογων να χαράξω τας ολίγας ταύτας γραμμάς.

Αγαπητά μου πρόσωπα, ενταύθα μη ζητήσετε τον τάφο μου, ο τάφος δύναται να ανεγερθεί όπου και αν είναι. Εάν μένετε εις το Αλάτσαμ, επιθυμώ να μου κάνετε εις το εκεί Νεκροταφείον εν ωραίο μνήμα και να γραφή επ΄ αυτού συντασσόμενων υπό καλού ποιητού το πως και που απεβίωσα. Προς μνημόνευσησιν του ονόματος μου, μη λησμονήσετε να μου κάμετε ετήσιον μνημόσυνον και να εμφητεύσητε εις το πνεύμα των τέκνων μου τους πόθους τους οποίους έτρεφεν ο πατήρ των, πως ήθελε να φανή χρήσιμος εις το Έθνος και εις την θρησκείαν του και το πως ήθελε και επιθυμεί να δοξάσει το όνομα της οικογενείας του …

Εγω δεν λυπούμαι διότι θα απαγχονισθώ και εσείς μη λυπείσθε, διότι δεν καταδικάζομαι εις τον δι αγχόνης θάνατον ως κακούργος , δολοφόνος, και εγκληματίας η επί αισχρότητα και έχετε πλήρη την πεποίθησίν σας, ότι άνευ της θελήσεως του Θεού ουδέν δυνατόν γενέσθαι και ο μόνος παρήγορος είναι ο Θεός, όστις θα σας παρηγορήση.

Μερικά μικρά αντικείμενα, τα οποία είχον, τα παρέδωσα εις τον κ. Μιχαλάκην Α. Αντώνογλου και εις τον κ. Γρηγόριον Γ. Γρηγοριάδην. Δια το μέλλον της θυγατρός μου Σαπφούς, ο Θεός μου θα σας οδηγήση και εις εκείνον, που ηθέλατε κρίνει κατάλληλον, δίδετε τον λόγον σας. Τα άλλα παιδια προς το παρών είναι ακόμη πολύ μικρά.

Επιστήσετε την προσοχήν σας και φροντίσετε δια ντην εκπαίοδευσην του υιού μου Λαζάρου τουλάχιστον εάν ο Θεός σας τον χαρίση, να δυνηθή να γίνει καλός άνθρωπος και να δοξάση το όνομα της οικογενείας μασκαι εύχομαι, με την βοήθει του Έθνους μας και την βοήθεια σας , να γίνη ένας καλός και ωφέλειμος ανήρ.

Τα δούναι και λαβείν μου φαίνονται εις τα βιβλία μου, τα οποία έχω ενταύθα, καθώς και η διαθήκη μου και το ασφαλιστικοόν μου συμβόλαιον. Δώσετε μια αίτησην και ζητήσετε τα να σας τα στείλουν.

Με την Αμερικανικήν Εταιρίαν της Αμισού (Αλστον Αμέρικα Τομπάκο Κόμπανυ) καθαρίζετε τους λογαριασμούς σας . Και κατόπιν δια καταλλήλου αιτήσεως, εξιστορείτε την υπόθεσην εις τους Αμερικανούς , δια να ενοήσουν, ότι η έχθρα και το μίσος το οποίο έτρεφον προς εμέ οι Τούρκοι του Αλατσάμ προήρχετο διότι εφιλοξένησα τους Άγγλους εις την οικίαν μου.

Σας αφήνω εις το έλεος του Θεού σας εναγκαλίζομαι και σας γλυκοασπάζομαι και από τους άλλους συγγενείς και φίλους (βεβαίως δεν ελπίζω να έμειναν άνδρες) ζητώ συγχώρησην και εγώ τους συγχωρώ με όλη μου την καρδίαν και τους αποχαιρετώ……

Τας Κυριακάς και εορτάς μη απουσιάζετε από την εκκλησίαν και δις του έτους να κοινωνήτε των Αχράντων Μυστηρίων. Ζήτε ως γνήσιοι Ορθόδοξοι. Η θρησκεία μας είναι πολύ ωραία και εξ αποκαλύψεως εκ μέρους του Θεού.

Εν τέλει σας αποχαιρετώ, ο Θεός έστω μεθ υμών, ο Θεός να σας δώσει δύναμη και υπομονήν, ο Πανάγαθος έστω βοηθός υμών. Αμήν.

Ασπάζομαι τους οφθαλμούς σας

Ο αγαπητός σύζυγος και πατήρ σας

Περικλής Κουζουτζάκογλου

Τα θλιβερά επιθανάτια γράμματα των καταδικασθέντων είναι ένα από τα δραματικότερα μέρη της ανήκουστου τραγωδίας των Ελλήνων που τους έστειλε σωρηδόν ο αιμοβόρος Εμίν Βέης στις αγχόνες της Αμάσειας.

Ο Αντώνιος Τζίνογλου από την Σινώπη ήταν ο διευθυντής του Γραφείου Περιθάλψεως Προσφύγων της Αμισού. Οι οργάνωση αυτή, επιχορηγούμενη από τους ίδιους τους Έλληνες της Αμισού και από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών περιέθαλπε τα ανθρώπινα ράκη του διωγμού του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, τα ορφανά και σε όσους κατέφυγαν στην Αμισό, θύματα της θηριωδίας του Τοπάλ Οσμάν και των άλλων τοπικών ληστών. Συνελήφθη μαζί με τους Έλληνες προκρίτους της Αμισού στις 22 Ιανουαρίου 1921 και σύρθηκε στις φυλακές της Αμάσειας , για να καταδικασθεί στις 7 Σεπτεμβρίου από το Δικαστήριο Αναμαρτησίας σε θάνατο δια απαγχονισμού για αυτή του την δράση μαζί με τους άλλους 68 Έλληνες της μεγάλης αυτής δίκης , που δεν θα είναι και η τελευταία. Ένα σύντομο γράμμα που το έγραψε λίγες στιγμές μετά την ανάγνωση της αποφάσεως του Δικαστηρίου (απόγευμα της 7 Σεπτεμβρίου) δείχνει όλη την ψυχραιμία και την εμμονή ενός ανθρώπου που πίστευε στην θρησκεία του και τον ελληνισμό του. Είναι ώρες της ζωής του – ώρες τον χωρίζουν από το ικρίωμα- και όμως ο νους του δεν είναι σκοτισμένος, δεν είναι καταπτοημένος, θεωρεί, ότι έκανε το χρέος του, έκανε ένα ύψιστο καθήκον προς τον άνθρωπο, που τρον περιέθαλψε, όπως επιτάσσει και η χριστιανική θρησκεία.

«Εν ταις φυλακαίς Αμασείας, 7 Σεπτεμβρίου 1921»

Σεβαστοί μοι γονείς, προσφιλής μοι σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά και λοιποί συγγενείς και φίλοι.

Κατεδικάσθην, αθώος ών , εις θάνατον. Ήτο θέλημα Θεού, δια τούτο και εγώ δεν λυπούμαι κι εσείς να μην λυπηθήτε. Έχω πίστην ότι θα συναντηθώμεν εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμόν και την αγάπη μου. Εν όσω ζήτε να με μνημονεύετε. Αντιόπη ο Θεόις δεν με ηξίωσε να γηροκομίσω τους γονείς μας. Το εργόν αυτό αφήνω μόνον εις εσέ. Δια σε και τα τέκνα μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού. Εάν επιζήσητε της καταιγίδος αυτής και πάτε στους γονείς μας κοντά, να γράψεις δε και εις το Φώτιον και την Χρυσάνθην την παράκλησιν μου όπως λάβωσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και Χρυσάνθην. Περί τας 15 λίρας, την βεργέταν (βέραν) και τον ωρολόγιον μου παρέδωκα εις τον κ Παντελήν Βαλιούλην να σε φέρη. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν οι εδώ. Πήρα την τελευταίαν σου επιστολή και είμαι ήσυχος. Εν τη φυλακή εξωμολογήθην, εγένετο λειτουργίαν και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μην κλαυσετε πολύ. Ο Θεός μαζί σας.

Το πρωί της άλλης ημέρας είχε απαγχονίσθει ατάραχος, όπως λέει, μαζί τους 68 άλλους. Πόσο θάρρος, πόση πίστη στη θρησκεία και τον ελληνισμό, τι απόθεμα εθνικής και φυλετικής δύναμης είχαν οι Έλληνες στην γενέθλια γη, τριγυρισμένοι εκατοντάδες χρόνια από άγριους, βαρβάρους και πολεμοχαρείς. Και όμως δεν έσβησαν αντιστάθηκαν, οχυρώθηκαν και νίκησαν τον χρόνο και την βία.