Η Μαρία Μουτσίδη έχει συνηθίσει τα φώτα της δημοσιότητας. Με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μαρία Μερσέντες έχει καταφέρει να χτίσει μια λαμπρή καριέρα στο μουσικό θέατρο και το τραγούδι, ξεκινώντας από την δεκαετία του ’70, όταν κέρδισε έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό ταλέντων. Τώρα όμως, βρίσκεται στην επικαιρότητα για ένα πολύ ζοφερό ζήτημα. Την περασμένη Κυριακή, η Μαρία Μουτσίδη -χρησιμοποιώντας το πραγματικό της όνομα- προχώρησε σε μία σοβαρή καταγγελία, αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα βαρύ μυστικό που κουβαλάει επί σαράντα χρόνια.

Μιλώντας στην εφημερίδα The Age, κατήγγειλε τη συστηματική και κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη στα χέρια ενός Έλληνα γιατρού με έδρα το Hawthorn (το όνομά του βρίσκεται στην διάθεση της εφημερίδας). Στο πλευρό της, βρέθηκαν δύο ακόμη γυναίκες. Ο ίδιος ο γιατρός, ο οποίος είναι 75 ετών και έχει βγει στην σύνταξη, ισχυρίζεται – όπως τουλάχιστον διατείνεται ο δικηγόρος του – ότι έχει κάποια διανοητική αναπηρία και δεν θυμάται τις καταγγέλλουσες, ούτε ως ασθενείς του, ούτε κυρίως ως θύματά του. Από την Κυριακή, άλλες δέκα γυναίκες έχουν ενώσει τις φωνές τους με τις τρεις καταγγέλλουσες και όπως φαίνεται, η υπόθεση δεν αποκλείεται να φτάσει στην δικαιοσύνη.

“Είναι τόσες πολλές γυναίκες που βρίσκονται στην ίδια θέση με μένα και φοβούνται τις συνέπειες, τι θα συμβεί, ποιος θα τις πιστέψει” λέει η Μαρία Μουτσίδη μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”. Αυτός ο φόβος την κυρίευε από την πρώτη στιγμή, από τότε που πήγε στους γονείς της να αναφέρει τι συνέβαινε στο εξεταστήριο του γιατρού, όπου την είχαν οδηγήσει. Την εποχή εκείνη, η Μαρία ήταν 20 ετών και βρισκόταν σε ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση. “Προσπαθούσα να ξεκινήσω μία καριέρα στο θέαμα και ζοριζόμουν πολύ, βρισκόμουν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού” θυμάται.

“Σε όποιον γιατρό και αν πήγαινα, μού έλεγε να προσέχω, αλλά κανείς δεν μου έβρισκε λύση. Τότε οι γονείς μου με πήγαν σε έναν Έλληνα γιατρό που είχε καλή φήμη. Τον είχαν βρει από μία ξαδέλφη μου που τότε δούλευε στην υποδοχή του ιατρείου του. Πηγαίναμε οικογενειακώς και ήταν ο πρώτος που πραγματικά με βοήθησε, μου έδωσε βιταμίνες και με φρόντισε”.

Το τίμημα όμως ήταν βαρύ. Ύστερα από τις πρώτες επισκέψεις, άρχισε να εφαρμόζει περίεργες πρακτικές. Κλείδωνε την πόρτα του εξεταστηρίου και καλούσε την νεαρή γυναίκα να γδυθεί σε κάθε επίσκεψη – “είτε πονούσε η κοιλιά μου, είτε ο λαιμός μου”, λέει η ίδια. Παράλληλα, της έκανε κάποιες ασυνήθιστες ασκήσεις, την έβαζε να σκύβει και ο ίδιος ακουμπούσε πάνω της. “Αισθανόμουν τα πάντα, τον ένιωθα πάνω μου και καταλάβαινα τι συμβαίνει”, λέει η ίδια. Το κυριότερο, επέμενε να της κάνει δακτυλοσκοπήσεις, με την δικαιολογία ότι εξετάζει τα εσωτερικά της όργανα. “Κάποια στιγμή, το παρατράβηξε, έφυγα και δεν ξαναγύρισα ποτέ”, θυμάται. “Όταν το είπα στους γονείς μου, ο πατέρας μου έγινε έξαλλος, αλλά δεν ήξεραν κι αυτοί τι να κάνουν, γιατί ήταν πολύ γνωστός γιατρός και τον σέβονταν όλοι” εξηγεί.

Η ίδια ξέρει πολύ καλά την ερώτηση που σχηματίζεται στο μυαλό όσων ακούν αυτήν την ιστορία. “Αφού σου φερόταν έτσι, γιατί συνέχισες να πηγαίνεις;” Είναι ένα ερώτημα που βασανίζει και την ίδια. “Με είχε χειραγωγήσει, με είχε κάνει να πιστεύω ότι μόνο αυτός μπορεί να με φροντίσει, να φροντίσει την υγεία μου” λέει και περιγράφει μία σχέση εξουσίας, και παράλληλα μία κουλτούρα που ήταν κυρίαρχη και που την έκανε να νιώθει ότι είναι δική της ευθύνη αυτό που συμβαίνει. “Αυτοί οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται την εξουσία και τις γνώσεις τους και παίζουν με το μυαλό σου” λέει. “Κάθε φορά που αρρώσταινα με έπιανε τρόμος γι ‘αυτό που θα περάσω αλλά πήγαινα γιατί πίστευα ότι δεν έχω άλλη επιλογή. Αυτό που είναι απορίας άξιο είναι το πώς δεν είχε δημιουργηθεί τότε σκάνδαλο στην ελληνική κοινότητα – πώς αυτός ο γιατρός που σήμερα δώδεκα τουλάχιστον γυναίκες καταγγέλλουν ότι τις παρενοχλούσε σεξουαλικά κατάφερε να εξασκεί το επάγγελμά του επί πέντε δεκαετίες.

Η ίδια η Μαρία Μερσέντες έχει την ίδια απορία. “Πώς γίνεται να λειτουργεί επί 50 χρόνια και να μην τον έχει αντιληφθεί κανείς και να χαίρει σεβασμού από τους Έλληνες; Σίγουρα κάποιος θα ήξερε”.

Η ίδια παραδέχεται ότι βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίσει αυτόν τον δαίμονα που την βασάνιζε, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο το κίνημα #metoo που κατήγγειλε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στον κόσμο του θεάματος. “Βγήκα τότε και έγραψα στο Facebook ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά δεν περιορίζεται στον επαγγελματικό μας κλάδο, αλλά και σε άλλες πλευρές της κοινωνίας” θυμάται. Βρίσκοντας την δύναμη που της έλειπε επί δεκαετίες, έγραψε την εμπειρία της και το όνομα του γιατρού – το οποίο στην συνέχεια αφαίρεσε από φόβο μήπως βρεθεί κατηγορούμενη για συκοφαντική δυσφήμιση. Ωστόσο, μία φίλη της που διάβασε την ανάρτηση, την προσέγγισε και την έφερε σε επαφή με την αδελφή της. Ήταν η Sandra Rokebrand, η οποία είχε ανάλογη εμπειρία στα χέρια του Έλληνα γιατρού. Εκείνη, είχε απευθυνθεί στην Αυστραλιανή Ρυθμιστική Αρχή Λειτουργών Υγείας (Australian Health Practitioner Regulation Agency – AHPRA), καταγγέλλοντας το περιστατικό, αλλά χωρίς να λάβει απάντηση. “Ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν το κοινό” λέει αγανακτισμένη η Μαρία Μουτσίδη, η οποία επίσης έκανε καταγγελία και έλαβε απάντηση μόνο όταν η αρχή ειδοποιήθηκε από την εφημερίδα για το επικείμενο ρεπορτάζ. “Αν είχαν επέμβει εγκαίρως, τότε θα είχε σταματήσει πολύ νωρίτερα” λέει.