Σαντάλ Κουντούρη: Η πρώτη ομογενής ηθοποιός που μάγεψε την Αυστραλία

«Τι τρέλες λες; Δεν μπορείς να γίνεις ηθοποιός, είσαι Ελληνίδα» θυμάται να λέει ο πατέρας της όταν τόλμησε να του ανακοινώσει το όνειρό της...


Από την πρώτη κιόλας στιγμή που στρέφει κανείς το βλέμμα του προς την ηθοποιό Σαντάλ Κουντούρη (Chantal Contouri), αντιλαμβάνεται αμέσως τους λόγους για τους οποίους η τελευταία ήταν και παραμένει η πρώτη και μοναδική ελληνίδα μετανάστης που μάγεψε με το ταλέντο και την ομορφιά της μια ολόκληρη αγγλοσαξωνική Αυστραλία.

Λαμπερή, εξαιρετικά ευγενής, μετρημένη, με μια βαθιά και επιβλητική φωνή και ένα αφοπλιστικό χαμόγελο που θα μάγευε και τον πιο αυστηρό κριτή, η γυναίκα που το 1979 έκανε όλους τους ομογενείς υπερήφανους κερδίζοντας το τηλεοπτικό βραβείο Logie για τον ρόλο της στην τηλεοπτική σειρά «The Sullivans», συμφώνησε, ύστερα από πολλές προσπάθειες, να με συναντήσει, αφού, όπως παραδέχτηκε, δεν της αρέσει να «φλυαρεί».

Γεννημένη στις 8 Απριλίου 1950 στο μικρό χωριό Άγιος Γεώργιος στη Νεάπολη Βοϊών Λακωνίας, η Σαντάλο ή Σανταλίτσα, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά της 13χρονης Φωτεινής και του 18χρονου Κωνσταντίνου Κουντούρη από τα Βάτικα Λακωνίας.

Η νεαρή Φωτεινή εργαζόταν ως υπηρέτρια σε συγγενικό σπίτι όντας μόλις εννέα ετών ενώ ο Κωνσταντίνος έκανε κάθε λογής εργασία για να επιβιώσει.

«Οι λατρεμένοι μου γονείς ήταν τόσο, μα τόσο φτωχοί. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει χρόνια αργότερα, ότι όταν γνώρισε τη μητέρα μου ερωτεύτηκε την φτώχεια της και την αποφασιστικότητά της.

«Για μένα ήταν δύο παιδιά που μεγάλωναν ένα ακόμα παιδί» λέει σήμερα η 69χρονη Σπαρτιάτισα, η οποία το 1954 σε ηλικία μόλις τεσσεράμισι ετών βρέθηκε στο κατάστρωμα του πλοίου «Castel Felice», κάνοντας μαζί με τους γονείς της το ταξίδι προς την γη της επαγγελίας, την Αυστραλία.

«Παρά το γεγονός ότι τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής μου στο χωριό, δεν θύμιζαν σε τίποτα την λαμπερή ζωή της τηλεόρασης και του θεάτρου που ακολούθησε, οι όμορφες αναμνήσεις από τις απλές στιγμές της καθημερινότητας που έζησα με τους γονείς μου έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου με υπέρμετρη αγάπη και νοσταλγία, γιατί ήταν ελεύθερες, ξέγνοιαστες και γεμάτες ζωή».

Η Σαντάλ στο έργο «Snap» (1976) με τις Lynn Rainbow και Faye Donaldson

Μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες, ο πατέρας της Σαντάλ κατάφερε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη έγκριση εισόδου στην Αυστραλία.

«Από τη στιγμή που ήρθε το πολυπόθητο “ναι”, ξεκίνησε για μένα η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου» λέει η βραβευμένη ηθοποιός, η οποία, όπως τα περισσότερα παιδιά μεταναστών εκείνης της εποχής, δεν υποψιαζόταν καν ότι υπήρχε ζωή έξω από το μικρό χωριό της.

«Τα παιδικά μου έκπληκτα μάτια δεν προλάβαιναν να απορροφήσουν το θέαμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν για πρώτη φορά άκουσα μουσική πάνω στο πλοίο, είδα αυτοκίνητα, συνάντησα ανθρώπους που μιλούσαν τόσες διαφορετικές γλώσσες και δοκίμασα φαγητά και φρούτα που ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ως τότε δοκιμάσει, όταν ο πατέρας μου ξεφλούδισε μπροστά μου μια μπανάνα και όταν μου την έδωσε. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο γευστική και αρωματική ήταν.

Ένιωθα λες και ήμουν στον παράδεισο» λέει η ταλαντούχα ηθοποιός.

Ευφυής και προσηλωμένη, η Σαντάλ ξεκινώντας το σχολείο μαθαίνει πολύ γρήγορα να μιλά και να γράφει Αγγλικά. Οι περήφανοι γονείς της την στέλνουν συχνά σε σπίτια, εργοστάσια και νοσοκομεία για να βοηθήσει φίλους και συγγενείς με μεταφράσεις προσφέροντας έτσι σημαντικό έργο μέσα στην ελληνική παροικία. Η πανέμορφη και ευγενική κοπέλα, μετρημένη και υπάκουη, δεν αργεί να γίνει το αγαπημένο παιδί όλων και εύκολα κερδίζει τον τίτλο του «καλού κοριτσιού» όπως προβλεπόταν από το άγραφο πρωτόκολλο των Ελλήνων μεταναστών της εποχής.

Όμως, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας Κουντούρη ήταν διαφορετική από τους συνομηλίκους της και έτσι τα πρώτα σύννεφα στην οικογένεια δεν άργησαν να φανούν όταν η δυναμική πια έφηβη άρχισε να κάνει την δική της επανάσταση.

«Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει ότι ήμουν ένας άγγελος που μετατράπηκε σε σατανά», λέει, γελώντας, η Σαντάλ, η οποία καθώς περνούσαν τα χρόνια, όσο περισσότερο μορφώνονταν και διάβαζε τόσο περισσότερο ανησυχούσε για το μέλλον.

«Θυμάμαι σταδιακά άρχισα έντρομη να αντιλαμβάνομαι ότι για να εξακολουθήσω να θεωρούμαι το “καλό” παιδί της οικογένειας αλλά και της ευρύτερης ελληνικής παροικίας, έπρεπε να στερηθώ τα όνειρα, τις προσωπικές μου φιλοδοξίες και το δικαίωμα της επιλογής να ζήσω τη ζωή μου όπως εγώ ήθελα, κάτι που για μένα ήταν αδιανότητο. Συνειδητοποίησα ότι για να ευχαριστήσω τους άλλους έπρεπε να καταπιέσω τον ίδιο μου τον εαυτό, αφού αυτό απαιτούσε το «status quo» της εποχής … Αλλά δεν ήμουν έτοιμη να θυσιαστώ».

Η Σαντάλ στις Κάννες. Φώτο: Steven Magedoff

ΟΙ BEATLES, Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ

Όταν το 1964 η 15χρονη πλέον μαθήτρια του Adelaide High μαθαίνει ότι οι «Beatles» επρόκειτο να επισκεφθούν την Αδελαΐδα, δεν βλέπει την ώρα να ντυθεί, να στολιστεί και να τρέξει στο θέατρο για να παρακολουθήσει την συναυλία των ειδώλων της εποχής. Υπολογίζει όμως χωρίς τους ξενοδόχους, γονείς και σχολείο, που δεν ασπάζονται τον ίδιο ενθουσιασμό. Το Adelaide High εκδίδει λίγες μέρες νωρίτερα επίσημη ανακοίνωση με την οποία απαγορεύει σε όλους τους μαθητές να παρακολουθήσουν την συναυλία και ενημερώνει στο κτίριο επρόκειτο να μπει “λουκέτο” ώστε κανείς μαθητής να μην δραπετεύσει.

Κανείς από το σχολείο δεν πήγε σε εκείνη τη συναυλία. Κανείς, εκτός από την δαιμόνια Σαντάλ, η οποία όχι μόνο βρήκε τρόπο να το σκάσει, αλλά κατά την διάρκεια της βραδιάς τράβηξε με την αφοπλιστική ομορφιά και το χορό της, την προσοχή των φωτογράφων και δημοσιογράφων της μεγαλύτερης εφημερίδας της Νότιας Αυστραλίας στην οποία έκανε το μοιραίο λάθος να δηλώσει ότι το σχολείο της ήταν μια απλή φυλακή, χάνοντας την εμπιστοσύνη των γονέων της, τη θέση της αντιπροέδρου (vice-captain) στο σχολείο και, φυσικά, τον τίτλο του «καλού» κοριτσιού.

«Το θεωρούσα εξωφρενικό και γελοίο, όταν το μόνο που ζητούσαμε ήταν να ακούσουμε και να γνωρίσουμε από κοντά τα είδωλά μας. Ομολογώ ότι με εξόργιζε το γεγονός πως όλοι, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο και επιχείρημα, ήταν ανένδοτοι και ακυρωτικοί, και τότε άρχισα σιγά-σιγά να απορρίπτω όλα όσα είχαν ως τότε προσπαθήσει να μου περάσουν οι γονείς μου».

Το πραγματικό χαστούκι ήρθε λίγο καιρό αργότερα όταν, έφηβη ακόμα, η νεαρή Σπαρτιάτισα παρακολούθησε στον κινηματογράφο την κινηματογραφική ταινία «Ζορμπάς».

«Αυτή η ταινία με έκανε να αναθεωρήσω τα πάντα. Η καρδιά μου ήταν τόσο βαριά γιατί, από την μία, έβλεπα έναν άντρα ελεύθερο να γλεντά και να χαίρεται τη ζωή του χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν και, από την άλλη, παρακολουθούσα με τρόμο μια γυναίκα να λιθοβολείται επειδή απλώς τόλμησε να ζήσει. Το έργο θεωρείται αριστούργημα, αλλά κανείς ποτέ δεν φάνηκε να νοιάζεται για εκείνη την γυναίκα. Τότε ήταν που υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως εγώ θα ζήσω ελεύθερη και θα γίνω ένας θηλυκός Ζορμπάς».

Λίγες μέρες αργότερα ένα αποτυχημένο προξενιό ωθεί την νεαρή μαθήτρια να το σκάσει από το σπίτι και την οργή της μητέρας της ως επακόλουθο. Το ίδιο βράδυ βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του αγαπημένου της θείου και παρά τις απόπειρες του πατέρα της, που εκείνο τον καιρό εργαζόταν στα ορυχεία της Νέας Νότιας Ουαλίας να της αλλάξει γνώμη, η ίδια όχι μόνο δεν ενδίδει αλλά βροντοφωνάζει το όνειρό της ότι θέλει να γίνει ηθοποιός.

Η Σαντάλ στο χωριό της Άγιο Γεώργιο Λακωνίας

«ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΗΘΟΠΟΙΟΣ»

«Έλεγα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός από επτά χρόνων και τότε ήταν χαριτωμένο, όμως στα 15 έπαψε να είναι. Ένιωσα σαν εκείνη την γυναίκα στην ταινία “Ζορμπάς”. Πίστευα ότι όλοι με λιθοβολούσαν επειδή είχα το θάρρος να ονειρεύομαι».

Αποφασισμένη να πετύχει, η γενναία νεαρή ξεκινά να εργάζεται ως χορεύτρια σε όλα τα δημοφιλή μουσικά στέκια της εποχής. Η πόρτα των γονιών της και μαζί όλες οι πόρτες της ευρύτερης ελληνικής παροικίας που έως τότε την λάτρευε αρχίζουν να κλείνουν πίσω της μια-μια. Ξεκινούν τα κουτσομπολιά και οι «κακές γλώσσες» δεν λένε να πάψουν να ασχολούνται μαζί της.

Η Σαντάλ αποφασίζει να δραπετεύσει στη Μελβούρνη όταν μια ομογενής την βρίσκει στο δρόμο και την προσβάλει χρησιμοποιώντας χυδαίους χαρακτηρισμούς μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών.

Η ζωή της γίνεται μια ατέλειωτη περιπέτεια που την οδηγεί στο Λονδίνο και στο Hollywood. Κάνει χρόνια να δει τους γονείς και τα αδέλφια της, που όμως ποτέ δεν φεύγουν απ’ τη σκέψη της.

«Λάτρεψα το Λονδίνο τόσο για τις ευκαιρίες που μου έδωσε και τα μαθήματα υποκριτικής όσο και για το γεγονός ότι εκεί γνώρισα μια διαφορετική Ελλάδα. Έκανα φίλους Έλληνες που δεν με έκριναν, μου έδειξαν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και μια διαφορετική ελληνική κουλτούρα που λάτρεψα. Εκεί ωρίμασα και έμαθα πολλά πράγματα για την υποκριτική και τον εαυτό μου».

Κινούμενη μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, η Σαντάλ γνωρίζει την αγαπημένη της φίλη, επίσης ηθοποιό Olivia Newton John, η οποία την παρακινεί να αναζητήσει την τύχη της στις ΗΠΑ, ενώ το 1971 εργάζεται ως υπεύθυνη διασκέδασης στο κρουαζιερόπλοιο «Romanza» ταξιδεύοντας τη Μεσόγειο για δύο χρόνια.

Σε ηλικία 24 ετών αποφασίζει ότι έχει έρθει πλέον το πλήρωμα του χρόνου να επιστρέψει στην βάση της και να δοκιμάσει την τύχη της στην υποκριτική. Η Αυστραλία λάτρεψε την Κουντούρη, αφενός, για την εξωτική ιδιαίτερη ομορφιά της, αλλά και για το ταλέντο και τον χαρακτήρα της.

Μετά από πολλές απογοητεύσεις και σκληρή δουλειά, εμφανίζεται στο μουσικό πρόγραμμα «Kommotion». Ακολουθεί η πρώτη τηλεοπτική σειρά «Number 96», όπου ερμηνεύει τον ρόλο της αδίστακτης νοσοκόμας Tracy Wilson, που στραγγάλιζε τις αντίζηλούς της, η αυστραλιανή κωμωδία «Barry McKenzie Holds His Own», το «Alvin Purple Rides Again», που της “κόλλησε” τον τίτλο του sex symbol, και φυσικά το πετυχημένο τηλεοπτικό σήριαλ «The Sullivans» (1976-1983), το οποίο της χάρισε τελικά και ένα βραβείο Logie.

«Τραγική ειρωνεία για τους Sullivans, ήταν ότι αρχικά οι παραγωγοί δεν ήθελαν καν να περάσω από κάστινγκ για τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά κατάφερα με τη βοήθεια ενός αγαπημένου μου φίλου, να βρω το σενάριο, να μάθω τις “γραμμές” μου μέσα σε δύο ώρες και να τρέξω στην οντισιόν. Ήξερα ότι ο ρόλος της Μελίνας Τσαγκαράκη, ήταν γραμμένος για μένα».

Σύμφωνα με την πολυβραβευμένη ηθοποιό, το βράδυ που ήρθε το Logie, άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του ο σεβασμός και η εκτίμηση στο πρόσωπο της αρχικά από τους γονείς και τα αδέλφια της, τους οποίους η ίδια μέχρι σημέρα αισθάνεται τύψεις πως έχει πληγώσει με τις επιλογές και τις πράξεις της αλλά και της ευρύτερης ελληνικής παροικίας που ως τότε της είχε γυρίσει την πλάτη παρά το γεγονός πως η ίδια πάντα αγκάλιαζε και, μάλιστα, στήριζε με την παρουσία και την συμμετοχή της το παροικιακό θέατρο.

Η ταλαντούχα ηθοποιός συνέχισε την καριέρα της εντός και εκτός αυστραλιανών συνόρων, εμφανίστηκε στην πολυβραβευμένη αμερικανική τηλεοπτική σειρά General Hospital (1988) ενώ πρωταγωνίστησε στην ταινία μικρού μήκους «Unfinished Thoughts», για το οποίο απέσπασε Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας (Sassa). Εμφανίστηκε, μεταξύ άλλων, στο οικογενειακό δράμα «Storm Boy», με τον Geoffrey Rush, και μόλις πρόσφατα συμμετείχε στην ταινία του ομογενή σκηνοθέτη Αντώνη Μάρα, «Ξενοδοχείο Mumbai».

«Μετά την ασθένεια και τον θάνατο της μητέρας μου άρχισα σιγά-σιγά να αποσύρομαι από την οθόνη και το θεατρικό σανίδι ώστε να μπορέσω να βοηθήσω στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα θρυλικό μαγαζί στο κέντρο της πόλης, το Barbeque Inn, που για χρόνια φιλοξένησε γαστρονομικά πολλούς ομογενείς – και όχι μόνο. Ενδεχομένως, αυτός να ήταν για μένα ένας τρόπος να προσφέρω κι εγώ στην οικογένειά μου και να επέλθει η κάθαρση έστω και καθυστερημένα».

Η Σαντάλ πλέον συμμετέχει μόνο σε θεατρικές και κινηματογραφικές δουλειές που την γεμίζουν ενώ απολαμβάνει ιδιαίτερα τον κήπο της και τους δικούς της ανθρώπους που τόσα χρόνια στερήθηκε.

Εξομολογείται ότι σκέφτεται να κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία της για να μοιραστεί τις περιπέτειες της γεμάτης ζωής της με αφετηρία την αγαπημένη της Ελλάδα και τελευταία στάση την λατρεμένη Αυστραλία.

«Έζησα μια υπέροχη ζωή και η διαδρομή για να φτάσω στο σήμερα σίγουρα άξιζε τον κόπο» καταλήγει η ομογενής ηθοποιός.