Διασπορά, πρόσφυγες, έποικοι και ο ρόλος τους στην επίλυση του Κυπριακού

Στο νέο βιβλίο του ομογενή καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Δρ. Μιχάλη Μιχαήλ «Cyprus and the Roadmap for Peace: A Critical Interrogation of the Conflict», στο οποίο συμμετέχουν με άρθρα τους Ε/κ και Τ/κ πολιτικοί και ακαδημαϊκοί

Η τουρκική εισβολή και η διχοτόμηση της Κύπρου τον ακολουθεί παντού. Σε προσωπικό επίπεδο ο ομογενής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe Μελβούρνης, Δρ Μιχάλης Μιχαήλ, έζησε το δράμα της Κύπρου από παιδί. Μετά την εισβολή μαζί με την οικογένειά του, κατέληξαν ως πρόσφυγες σε έναν προσφυγικό καταυλισμό και τρία χρόνια μετά στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Το Κυπριακό δεν σημάδεψε μόνο την προσωπική του ζωή και πορεία αλλά και την επαγγελματική του καριέρα.

Μελέτες, συγγράμματα και άρθρα που ασχολούνται με το θέμα της ειρηνικής επίλυσης διενέξεων μεταξύ κρατών, το Κυπριακό ζήτημα και την επανένωση της Κύπρου δομούν την ραχοκοκαλιά του επιστημονικού του έργου.

Το νέο του βιβλίο «Cyprus and the Roadmap for Peace: A Critical Interrogation of the Conflict», που κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες και εκδόθηκε από τον αναγνωρισμένου κύρους βρετανικό εκδοτικό οίκο Edward Elgar Publishing, δηλώνει ότι είναι το τελευταίο για το Κυπριακό, δήλωση που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς αν λάβει υπόψη του τις συνεχιζόμενες προσπάθειές του όχι μόνο μέσα από το ερευνητικό του έργο αλλά και μέσα από την δουλειά του στην επιστημονική ομάδα Cyprus Academic Dialogue, μία αυστραλιανή ακαδημαϊκή πρωτοβουλία που ξεκίνησε πριν από εννέα χρόνια και της οποίας το διπλωματικό έργο έχει ενστερνιστεί και στηρίζει η αυστραλιανή κυβέρνηση.

«Δεν κάνουμε τίποτε παραπάνω από το να προβάλουμε κάποιες ιδέες ελπίζοντας ότι κάποιες από αυτές θα διαφωτίσουν και ενισχύσουν τις διαδικασίες για την επίλυση του Κυπριακού. Δεν έχω καμία αυταπάτη μεγαλοσύνης ότι δηλαδή αυτό το βιβλίο πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το κυπριακό πρόβλημα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως μελετητές, και χρησιμοποιώ τον όρο αυτό με επιφύλαξη, είναι να προβάλλουμε ιδέες, να διαφωνήσουμε σε πνευματικό επίπεδο και να καταλήξουμε σε κάποιες προτάσεις, τώρα αν αυτές οι ιδέες και προτάσεις απορριφθούν, διαβαστούν ή υιοθετηθούν αυτό είναι άλλο θέμα» λέει για το περιεχόμενο του νέου βιβλίου το οποίο συνέταξε μαζί με τον Δρ Yücel Vural, καθηγητή του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών που Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου.

Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, συμμετέχουν με άρθρα τους ο Κωνσταντίνος Αδαμίδης, επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής της Διπλωματικής Ακαδημίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, η Μαρία Χατζηπαύλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τµήµατος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστηµών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο Erhan İçener, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Ιstanbul Sabahattin Zaim, ο Νεόφυτος Λοϊζίδης, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Kent, αλλά και πρώην πολιτικοί όπως ο Γιαννάκης Ομήρου, ο Μεχμέτ Ταλάτ και ο Γιώργος Βασιλείου.

«Εξετάζουμε μία νέα προσέγγιση στο διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών» αναφέρει, υποστηρίζοντας ότι οι αρθρογράφοι εντοπίζουν τα κενά της διαδικασίας και τις κοινωνικές ομάδες που λείπουν από αυτή, γεγονός που συντελεί στα αδιέξοδα μεταξύ των δύο πλευρών.

Κάνει λόγο για διακοινοτικό και ενδοκοινοτικό διάλογο.

«Ο διακοινοτικός διάλογος μεταξύ των ηγετών είναι ένας διάλογος σε πολιτικό επίπεδο που διεξάγεται από την ηγεσία των δύο πλευρών. Αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της ‘υψηλής διπλωματίας’ που από τη φύση του δεν έχει την ευελιξία να εισάγει στην διαδικασία τον ενδοκοινοτικό διάλογο δηλαδή τον άτυπο, ανεπίσημο διάλογο, που διεξάγεται στην ευρύτερη κοινωνία των πολιτών, τους ακαδημαϊκούς τα ΜΜΕ στο βαθμό που δεν είναι πολωμένοι, ακόμη και τον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτό που εξετάζουμε στο βιβλίο είναι το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό ή επιτρεπτό υπό τις παρούσες συνθήκες. Αυτός ο άτυπος διάλογος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς κόστος για την πολιτική τάξη. Θέλω να πω ότι εάν είναι παραγωγικός και οι ιδέες που θα προκύψουν από αυτόν ενδιαφέρουσες, μπορούν να τις υιοθετήσουν ή να τις αγνοήσουν. Δεν πλήττεται η νομιμότητά ή η αξιοπιστία των πολιτικών. Εκείνο όμως που συμβαίνει είναι να μην γίνεται καμία προσπάθεια από την πολιτική τάξη να ξεκινήσει αυτόν τον άτυπο διάλογο» αναφέρει προσθέτοντας ότι μία σημαντική ομάδα της κοινωνίας των πολιτών που μπορεί αν συμμετάσχει στον άτυπο διάλογο και να βοηθήσει πολύ πιθανόν στην επίλυση του Κυπριακού είναι η διασπορά.

Πάνω σειρά από αριστερά ο καθηγητής Νίκος Περιστιάνης, συμπρόεδρος της ακαδημαϊκής ομάδας Cyprus Academic Dialogue, ο Δρ Μιχαήλ, ο καθηγητής Levent Koker, ο συνεπιμελητής του βιβλίου και συμπρόεδρος του Cyprus Academic Dialogue, καθηγητής Yucel Vural. Στην κάτω σειρά η Μαρία Βαμβακινού και η καθηγήτρια Δρ Nur Kopluru

ΔΙΑΣΠΟΡΑ, ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΕΠΟΙΚΟΙ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ 
Τόσο ο ίδιος όσο και ο συνεργάτης του, Δρ Yücel Vural, που επιμελήθηκαν την έκδοση αυτή, αναγνωρίζουν την απελπιστική ανάγκη για την διεξαγωγή αυτού του άτυπου ενδοκοινοτικού διαλόγου.

«Πρέπει Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να αρχίσουν να συζητούν μεταξύ τους. Είναι πολλές και διαφορετικές οι κοινωνικές ομάδες που επηρεάζονται από τη συνεχιζόμενη διχοτόμηση της Κύπρου, αλλά, όπως επισημαίνουμε στο βιβλίο, είναι βασικό η πολιτική ηγεσία να αρχίσει τον διάλογο με τουλάχιστον τρεις από αυτές που είναι και οι μεγαλύτερες και των οποίων οι ιδέες και απόψεις θα μπορούσαν να άρουν κάποια αδιέξοδα και να μας φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στην ειρηνική επανένωση της Κύπρου, αν είναι αυτό το μοτίβο λύσης που τελικά θέλει ο λαός της Κύπρου».

Οι τρεις αυτές ομάδες είναι οι πρόσφυγες, η διασπορά και οι έποικοι, οι οποίες, όπως λέει, αγνοούνται από την πολιτική ηγεσία.

Πώς αγνοούνται όμως και πώς θα μπορούσαν να μετέχουν παραγωγικά;

«Στην Κύπρο σήμερα, όταν μιλάς για πρόσφυγες, το μυαλό όλων πάει στους πρόσφυγες από τη Συρία, τους αιτούντες άσυλο από το Αφγανιστάν ή τη Σρι Λάνκα.

Επικρατεί η αντίληψη ότι έχει επιλυθεί κάπως το ζήτημα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Με την έννοια ότι έχουν ενταχθεί στην κυπριακή κοινωνία. Πήγα και είδα τον κοινοτάρχη του προσφυγικού οικισμού Στρόβολος 2 που έζησα και εγώ εκεί για λίγο. Ο άνθρωπος ήταν πολύ πικραμένος και ήταν προφανές το γιατί. Η πολιτεία τους αγνοεί, δεν τους λαμβάνει κανείς υπόψη του, τα σπίτια τους έχουν μετατραπεί σε χαλάσματα και οι υποδομές απαράδεκτες. Οι συνθήκες διαβίωσης εκεί είναι απαράδεκτες.

Ας έρθουμε στην Αυστραλία. Οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εδώ είναι, βέβαια, πολύ δραστήριοι αλλά δεν έχουν τις υλικές ανάγκες των προσφύγων που ζουν στην Κύπρο και τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτές. Η σχέση τους με την Κύπρο είναι συναισθηματική. Έχουμε αυτή την πολυτέλεια και λέω πολυτέλεια επειδή δεν ζούμε σε χαλάσματα και δεν είμαστε δέσμιοι κάποιου πελατειακού κράτους, και εννοώ την Κύπρο, όπου ακόμα περνά το μέσο.

Κάποιοι λένε ότι η διασπορά θα πρέπει να ψηφίσει σε οποιοδήποτε δημοψήφισμα και κάποιοι άλλοι, με ακραίες απόψεις λένε ότι θα πρέπει να έχει εκπροσώπηση και στο κοινοβούλιο. Πιστεύω λοιπόν ότι η διασπορά κάνει ό,τι μπορεί επί του παρόντος αλλά και ότι -όχι τόσο τα επίσημα όργανα της διασποράς γιατί υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς με τους πολιτικούς ηγέτες- μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά στον άτυπο διάλογο».

Επισημαίνει ως παράδειγμα την δουλειά της ακαδημαϊκής ομάδας Cyprus Academic Dialogue, από την οποία και προέκυψε αυτή η επιστημονική δουλειά και εννοούμε το νέο αυτό βιβλίο το οποίο θα πρέπει να πούμε ότι η επιστημονική κοινότητα το υποδέχθηκε με διθυράμβους όχι μόνο ως μία πολύ θετική εμπεριστατωμένη δουλειά για το Κυπριακό ζήτημα αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αυτό προσεγγίζει το γενικότερο ζήτημα επίλυσης διενέξεων μεταξύ κρατών και κοινοτήτων.

«Η ακαδημαϊκή αυτή ομάδα αποτελείται από Ε/κ και T/κ ακαδημαϊκούς και ουδέποτε παρουσιάστηκαν προβλήματα επικοινωνίας ή διαφωνίες για ποσοστά και μοτίβα λύσης» αναφέρει.

Το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο ανοίγει νέες προοπτικές βελτίωσης του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι αναμφισβήτητο αλλά είναι τελικά εφαρμόσιμο;
«Η πολιτική είναι μονοδιάστατη όσον αφορά τον διάλογο, είναι ένας μονόλογος και σε πολλές περιπτώσεις αντίλογος. Μπαίνουμε στην διαδικασία του διαλόγου όχι για να σώσουμε τις ιδέες μας αλλά την αλήθεια. Αληθινοί δημοκράτες είναι αυτοί που είναι σε θέση να ακούσουν αυτούς με τους οποίους διαφωνούν με ανθρώπους που διαφωνούν. Εάν θέλουμε την επανένωση, πρέπει να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τις ανάγκες των άλλων, τις φοβίες τους. Για τους Ελληνοκύπριους, ο μεγαλύτερος φόβος είναι η Τουρκία και είναι δικαιολογημένος φόβος. Οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να καταλάβουν ότι αυτή είναι μια κόκκινη γραμμή για τους Ελληνοκύπριους. Οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να κατανοήσουν τον φόβο που προκαλεί στους Τουρκοκύπριους το γεγονός ότι είναι μειοψηφία της πλειοψηφίας. Μπορεί η ελληνοκυπριακή πλευρά να υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμος, μπορεί να υποστηρίζει ότι τα πράγματα προχωρούν αλλά αυτό δεν είναι αρκετό πρέπει να τον σεβαστούν αυτόν τον φόβο και να δείξουν ότι όντως τον σέβονται, όχι να αναληφθεί κάποια πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση και μετά να λένε ότι τους κάναμε χάρη. Μόνο έτσι θα κάνουμε το επόμενο βήμα» καταλήγει.

Το βιβλίο «Cyprus and the Roadmap for Peace: A Critical Interrogation of the Conflict» ενδείκνυται όχι μόνο για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στο που βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό αλλά παράλληλα ενδιαφέρονται για το ρεαλιστικά εφικτό και εκτιμούν το όραμα.

Η επίσημη παρουσίασή του έγινε πριν από μερικές εβδομάδες στην Κύπρο παρουσία ακαδημαϊκών και υπό την αιγίδα της ύπατης αρμοστείας της Αυστραλίας στην Κύπρο και παρουσία του νέου Αυστραλού ύπατου αρμοστή στην Κύπρο κ. Same Beever, της ομογενούς βουλευτή του Εργατικού κόμματος στην ομοσπονδιακή Βουλή της Αυστραλίας Μαρίας Βαμβακινού και του πρώην προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργου Βασιλείου και του πρώην προέδρου της Κυπριακής Βουλής Γιαννάκη Ομήρου.

Το βιβλίο μπορείτε να το προμηθευτείτε διαδικτυακά επισκεπτόμενοι την σελίδα του εκδοτικού οίκου στην διεύθυνση https://www.e-elgar.com/shop/cyprus-and-the-roadmap-for-peace