Την περασμένη εβδομάδα έκανα μια συνοπτική αναφορά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠΠ), ενόψει του γεγονότος ότι στις 11 Νοεμβρίου 2018 είχαν συμπληρωθεί 100 χρόνια από την επίσημη λήξη του τον Νοέμβριο του 1918.

Σήμερα θα αναφερθώ στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά τα πρώτα χρόνια του ΠΠΠ, στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο από το 1917, και στις συμβάσεις που συμφωνήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, οι οποίες αφορούσαν την Ελλάδα.

Την εποχή που ξέσπασε ο ΠΠΠ η Ελλάδα μόλις είχε βγει από τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, αποτέλεσμα των οποίων ήταν, με την επιδέξια πολιτική του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, η εδαφική έκταση του ελληνικού κράτους να διπλασιασθεί, και από 63.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα να φτάσει τα 120.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ο δε πληθυσμός της από 2.632.000 κατοίκους να αυξηθεί στα 4.718.000 κατοίκους.

Όταν άρχισε ο ΠΠΠ, αρχικά στην Ελλάδα επικρατούσε η άποψη ότι η χώρα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Όμως, μετά τη γενίκευση του πολέμου, και ιδίως μετά από την ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν της άποψης ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας υπαγόρευαν να ταχθεί με το μέρος των συμμάχων, οι οποίοι συλλογικά αναφέρονταν ως Αντάντ.

Ο όρος Αντάντ στα γαλλικά σημαίνει συνεννόηση, και αναφερόταν στην αρχική συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας για την αντιμετώπιση της επεκτατικής πολιτικής της Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η συμμαχία εκείνη διευρύνθηκε περαιτέρω με τη συμμετοχή και άλλων κρατών.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το περιβάλλον του, βέβαιοι για τη νίκη της Γερμανίας, είχαν τη γνώμη πως η Ελλάδα έπρεπε να τηρήσει «διαρκή ουδετερότητα». Ένας άλλος λόγος για τη στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν το γεγονός ότι η σύζυγός του Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ της Γερμανίας Γουλιέλμου του Β΄. Τις απόψεις του βασιλιά συμμερίζονταν και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, καθώς πολλά ανώτατα στελέχη του είχαν μετεκπαιδευτεί στην Γερμανία, και πίστευαν στην ισχύ των όπλων της. Έτσι, τόσο το Γενικό Επιτελείο, όσο και ο Βασιλιάς, πίστευαν ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις, με άλλα λόγια η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία, θα αναδεικνύονταν νικήτριες στον ΠΠΠ.

Ο Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση του πολέμου ήταν, μεταξύ άλλων, η ναυτική υπεροπλία της Μεγάλης Βρετανίας, και επέλεξε την πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της βρετανικής πολιτικής. Διάλεξε κατά τη γνώμη του τον σίγουρο νικητή, προκειμένου να διατηρήσει ζωντανό το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», με άλλα λόγια την ανάκτηση και των υπόλοιπων περιοχών της Ελλάδας που δεν είχαν ακόμα ενσωματωθεί στον κορμό της.

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Όταν οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν τον Φεβρουάριο του 1915 τις επιχειρήσεις στην χερσόνησο της Καλλίπολης, ο Ε. Βενιζέλος από τη θέση του Πρωθυπουργού επέμενε ότι στην επίθεση εκείνη έπρεπε να λάβουν μέρος και ελληνικά στρατεύματα.

Ο Ε. Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως αν η Ελλάδα παρέμενε ουδέτερη, σε περίπτωση που η Αντάντ κέρδιζε τον πόλεμο, θα παραχωρούσε την Μακεδονία στην Σερβία, η οποία είχε ενταχθεί στην Αντάντ, ενώ αν νικούσε η Γερμανία η Ελλάδα πάλι θα έχανε την Μακεδονία, την οποία οι Γερμανοί θα την παραχωρούσαν στην σύμμαχό τους Βουλγαρία.

Η άρνηση του βασιλιά οδήγησε τον Βενιζέλο σε παραίτηση τον Μάρτιο του 1915. Ο βασιλιάς διόρισε υπηρεσιακή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Δημήτριο Γούναρη, με εντολή τη διενέργεια εκλογών.

Στις εκλογές που ακολούθησαν το κόμμα του Ε. Βενιζέλου πήρε την πλειοψηφία, και ο ίδιος ορκίστηκε πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της νέας θητείας του Ε. Βενιζέλου στη θέση του πρωθυπουργού η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση για να επιτεθεί εναντίον της Σερβίας. Επιστράτευση κάλεσε και ο Ε. Βενιζέλος, καθότι η Ελλάδα είχε υπογράψει με τη Σερβία συμφωνία αλληλοβοήθειας σε περίπτωση πολέμου.

Ο βασιλιάς όμως αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, με αποτέλεσμα ο Ε. Βενιζέλος να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωθυπουργού για δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο του 1915, γεγονός που υπήρξε η αφετηρία του εθνικού διχασμού.

Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν σχεδόν όλη την Ανατολική Μακεδονία. Τον ίδιο μήνα εκδηλώθηκε το κίνημα της Εθνικής Αμύνης. Ο Βενιζέλος τελικά τέθηκε επικεφαλής του Κινήματος, μετά από την παράδοση της Καβάλας στους Βουλγάρους τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους
Τον Οκτώβριο του 1915 οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, παραβιάζοντας την ελληνική ουδετερότητα, πραγματοποίησαν απόβαση στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη.

Από την πλευρά τους, βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα τον Μάιο του 1916 κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, και εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία.

Παρά τις εξελίξεις εκείνες η εμμονή του βασιλιά στην ουδετερότητα συνεχιζόταν, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1916 να γίνει στρατιωτικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, με στόχο την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Έτσι, η Ελλάδα μετά τα μέσα του 1916 βρέθηκε με δύο κυβερνήσεις: της Αθήνας υπό την κηδεμονία του βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία φαινομενικά παρέμενε ουδέτερη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γερμανόφιλη, και της Θεσσαλονίκης με την τριανδρία Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή, η οποία είχε προσχωρήσει στην Αντάντ, και είχε δημιουργήσει δικό της στράτευμα, το οποίο άρχισε να παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις των Συμμάχων. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα χωρίσθηκε στο «Κράτος των Αθηνών» και στο «Κράτος της Θεσσαλονίκης».

Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 1916 οι Γάλλοι, μετά την άρνηση της κυβέρνησης της Αθήνας να παραδώσει τα ελληνικά αντιτορπιλικά και το λιμάνι του Πειραιά, αποβίβασαν στράτευμα στον Πειραιά, και έστειλαν στρατιωτικό σώμα εναντίον της Αθήνας.

Μετά την αντίσταση του βασιλικού στρατεύματος και των βασιλοφρόνων, ο γαλλικός στόλος από το Φάληρο βομβάρδισε τα βασιλικά ανάκτορα, και οι Γάλλοι επέβαλαν αυστηρό αποκλεισμό στο τμήμα της Ελλάδας που έλεγχε η Κυβέρνηση της Αθήνας.

Μετά από τις εξελίξεις εκείνες ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα με την οικογένειά του τον Ιούνιο του 1917, και μέσω Ιταλίας εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Τον θρόνο άφησε στον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο.

Μετά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, ο Ε. Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα, σχημάτισε νέα εθνική κυβέρνηση, και επανάφερε τη Βουλή του 1915 που είχε διαλύσει ο βασιλιάς.

Πρώτη ενέργεια της νέας κυβέρνησης ήταν η ταυτόχρονη κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Για τον σκοπό εκείνο, σε γενική επιστράτευση συγκέντρωσε 300.000 στρατιώτες, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εντάχθηκε στο στράτευμα των Άγγλων και των Γάλλων που πολεμούσε στην Μακεδονία.
Στη μάχη του Σκρα τον Μάιο του 1918 κατά των Γερμανών και των Βουλγάρων οι ελληνικές δυνάμεις θριάμβευσαν, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους η Βουλγαρία να συνθηκολογήσει, και η Οθωμανική Αυτοκρατορία να υπογράψει ανακωχή με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Κατά τη διάρκεια του ΠΠΠ η Ελλάδα είχε συνολικές απώλειες 27.000 ανδρών στα πεδία των μαχών (6.000 νεκρούς και αγνοούμενους και 21.000 τραυματίες). Εδαφικά όμως βγήκε κερδισμένη από τις διεθνείς συνθήκες που ακολούθησαν.

Μετά την υπογραφή για τη λήξη του ΠΠΠ στις 11 Νοεμβρίου 1918, τον Ιανουάριο του 1919 στο Παρίσι συνήλθε διάσκεψη, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των νικητριών χωρών, για να συζητηθούν οι συνθήκες της ειρήνης.

Μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις της διάσκεψης ήταν η ίδρυση της «Κοινωνίας των Εθνών» μετά από πρόταση του Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ειρηνικής συνεργασίας των κρατών.

Ακολούθησαν και άλλες συνθήκες, από τις οποίες οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων αφορούσαν και την Ελλάδα.

*Η Συνθήκη του Νεϊγύ (τοποθεσία κοντά στο Παρίσι), τον Νοέμβριο του 1919. Με τη Συνθήκη εκείνη η Βουλγαρία επέστρεψε στην Ελλάδα την νότια Δυτική Θράκη που είχε καταλάβει το 1913 μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

*Η Συνθήκη των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, η οποία αφορούσε κατά κύριο λόγο τις εδαφικές αλλαγές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη συνθήκη εκείνη τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η Ανατολική Θράκη, περιήλθαν στην Ελλάδα. Η Σμύρνη και η περιοχή της θα βρισκόταν υπό ελληνική επικυριαρχία, και ύστερα από πέντε χρόνια οι κάτοικοι της πόλης θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα για την ένωσή της ή όχι με την Ελλάδα.

Επίσης η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε οριστικά την κυριαρχία της Ελλάδας σε όλα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, εκτός από τα Δωδεκάνησα, που είχαν καταληφθεί από τους Ιταλούς.

Το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου είχε παραμείνει εκκρεμές, και το 1921 η περιοχή εκείνη με τον ελληνικό πληθυσμό της δόθηκε στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τη διορατικότητά του, και την εκτίμηση που είχε από τους συμμάχους της Ελλάδας, εξασφάλισε τα ελληνικά συμφέροντα σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.