Η Δήμητρα, Ελληνίδα της Αδελαΐδας, βρισκόταν μίλια μακριά από τους γονείς της όταν έλαβε ένα τηλεφώνημα από την Ελλάδα ότι ο κατά τα άλλα υγιής πατέρας της είχε μπει εκτάκτως στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του και υπήρχε άμεση ανάγκη για την εύρεση και μετάγγιση αίματος ώστε να καταπολεμηθεί η ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε και να καταφέρει να επιστρέψει στην Αυστραλία για να συνεχίσει την αγωγή του.

«Δεν περίμενα ότι έτσι ξαφνικά από την μια στιγμή στην άλλη θα έπαιρνα άρον-άρον το αεροπλάνο και θα βρισκόμουν στην αίθουσα ενός νοσοκομείου στην Ελλάδα να παρακαλώ να βρεθεί αίμα για να σωθεί ο πατέρας μου», λέει σε συνέντευξη της στον «Νέο Κόσμο» η ομογενής μητέρα τεσσάρων παιδιών, η οποία σίγουρα δεν φανταζόταν ποτέ και όλα όσα ακολούθησαν μετά την γνωριμία της με έναν μικρούλη μετανάστη, τον Κωνσταντίνο.

«Ο Κωνσταντίνος ήταν ένα πολύ ευγενικό και γλυκό παιδάκι από την Ρουμανία, το οποίο ζητιάνευε για να ζήσει. Κάθε πρωί όταν έφτανα στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο πατέρας μου τον συναντούσα και φρόντιζα να του δίνω λίγα χρήματα για να πάρει το πρωϊνό του και ό,τι άλλο χρειαζόταν».

Καθώς οι μέρες περνούσαν οι γιατροί εξακολουθούσαν να αναζητούν αίμα για τον ασθενή πατέρα της Δήμητρας ώσπου μια μέρα της ανακοίνωσαν ότι αν σε 24 ώρες δεν κατόρθωναν να βρουν συμβατό δωρητή αίματος, τα πράγματα θα δυσκόλευαν πάρα πολύ για τον ίδιο αφού δεν θα του επιτρεπόταν πλέον να επιστρέψει στην Αυστραλία.

«Θυμάμαι την απόγνωση που ένιωσα μόλις μου το ανακοίνωσαν. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Ένιωσα τελείως αβοήθητη αφού είχα εξαντλήσει κάθε οδό και όμως τίποτα δεν ήταν αρκετό για να σωθεί ο πατέρας μου. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε μπροστά μου ο Κωνσταντίνος για να με αποχαιρετήσει αφού πλέον ήταν Σεπτέμβριος και σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε το σχολείο του».

Ο νεαρός μικρούλης παρατήρησε ότι η καινούρια του φίλη ήταν θλιμμένη και την ρώτησε αν μπορεί να την βοηθήσει ώστε να σταματήσει να κλαίει.

«Του είπα ότι στη ζωή μερικές φορές δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε και πως ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος και χρειαζόταν αίμα για να κρατηθεί στην ζωή, αλλά, δυστυχώς, δεν είχα καταφέρει να βρω λύση» θυμάται η Δήμητρα, η οποία αποχαιρέτησε τον μικρό δίνοντας του ένα χρηματικό ποσό, το οποίο τον έκανε να της υποσχεθεί ότι θα χρησιμοποιούσε για να αγοράσει όλα τα απαραίτητα για την νέα σχολική χρονιά.

«Ήταν τόσο ενθουσιασμένος και με την υπόσχεση ότι θα διαβάζει, με αποχαιρέτησε και μου είπε ότι επρόκειτο να συναντήσει την μητέρα του στο σουπερμάρκετ που βρισκόταν απέναντι από το νοσοκομείο και ότι ήλπιζε ότι εκεί θα κατάφερνε να αγοράσει όλα όσα χρειαζόταν για το σχολείο του. Όμως λίγα λεπτά αφού τον χαιρέτησα και χωρίς να έχω κανέναν ιδιαίτερο λόγο, ένιωσα την ανάγκη να περάσω απέναντι και να πάω να βρω τον μικρό και την μητέρα του, κυρίως για να της πω πόσο καλό παιδί ήταν ο Κωνσταντίνος».

Όταν η Δήμητρα έφτασε στο σουπερμάρκετ, είδε τον νεαρό μικρούλη μαζί με την μητέρα του να συνομιλούν με την ταμία του καταστήματος η οποία τους ενημέρωνε ότι τα χρήματα που είχαν δεν έφταναν για να πληρώσουν όλα όσα ήθελαν να αγοράσουν.

Η Δήμητρα προσφέρθηκε να πληρώσει την διαφορά και η ταμίας αφού την επαίνεσε για την γενναιόδωρη πράξη της, σχολίασε ότι θα ήθελε πολύ να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι με τις δικές της ευαισθησίες και την ρώτησε αν μπορούσε η ίδια να κάνει κάτι για να της ανταποδώσει το καλό που εκείνη έκανε.

«Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, ο Κωνσταντίνος, με την παιδική αθωότητα που διακρίνει τα περισσότερα παιδάκια, της είπε ότι δυστυχώς κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει αφού το μόνο που χρειαζόμουν ήταν αίμα για τον πατέρα μου» λέει η Δήμητρα, η οποία δεν πίστευε στα μάτια και τα αυτιά όταν την επόμενη κιόλας στιγμή η ταμίας του καταστήματος εγκατέλειψε για λίγα λεπτά το πόστο της και επικοινώνησε τηλεφωνικά με πολύ κοντινό της πρόσωπο το οποίο εργαζόταν σε εργαστήριο μεταφοράς αίματος για να του ζητήσει να με βοηθήσει.

«Την επομένη το πρωί, έφτασαν στον νοσοκομείο φιάλες αίματος συμβατές με την ομάδα αίματος του πατέρα μου και μετά από λίγες ημέρες, καταφέραμε να επιστρέψουμε στην Αυστραλία» λέει η Δήμητρα, η οποία, ενδεχομένως, να μην ξαναδεί ποτέ τον συνονόματο του πατέρα της, την μητέρα του μικρούλη και την ταμία εκείνου του σουπερ μάρκετ όμως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει τους ανθρώπους εκείνους που αν και άγνωστοι στάθηκαν αφορμή να σταθεί και πάλι στα πόδια του ο πατέρας της.

«Νιώθω ευγνώμων απέναντί τους και θα τους θυμάμαι πάντα με αγάπη αλλά αυτό που μου δίδαξε αυτή η ιστορία είναι ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο και ότι όταν μπορούμε, πρέπει όλοι μας να προσφέρουμε απλόχερα και ανιδιοτελώς στους συνανθρώπους μας χωρίς να περιμένουμε ποτέ το παραμικρό αντάλλαγμα, γιατί όπως αποδείχθηκε περίτρανα και μέσα από την πρόσφατη αυτή περιπέτεια που έζησα εγώ και η οικογένεια μου, το καλό πάντα βρίσκει το δρόμο και επιστρέφει» καταλήγει η ομογενής.