ΣΤΗΝ πρώτη σελίδα γράφουμε, πάλι, σήμερα για άλλο ένα σχολείο της Μελβούρνης που απειλεί με «έξωση» τα Ελληνικά.
Κάθε λίγο και λιγάκι, πότε στο Balwyn, πότε στο Thornbury, άλλοτε στο Coburg και τώρα στο Strathmore, τα Ελληνικά κινδυνεύουν.
Ξεσηκωνόμαστε, φωνάζουμε, κερδίζουμε πότε-πότε προσωρινές μάχες, αλλά η μάχη χάνεται.

ΤΑ Ελληνικά εξοστρακίζονται από τα δημόσια σχολεία της Βικτώριας. Η λογική που τείνει να επικρατήσει είναι η εξής: Οι Έλληνες έχουν δικά τους σχολεία. Κοινοτικά, εκκλησιαστικά, ιδιωτικά κλπ. Οι γονείς τους, που θέλουν να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά, πληρώνουν και τα στέλνουν εκεί. Οπότε στα δημόσια σχολεία διδάσκουμε άλλες γλώσσες που δεν προσφέρονται στα λεγόμενα «κοινοτικά σχολεία», π.χ. Γαλλικά, Γερμανικά, Ινδονησιακά κλπ.

ΒΕΒΑΙΩΣ, αν η ζήτηση ήταν μεγάλη δεν θα τολμούσαν να το κάνουν. Αν δηλαδή, σε κάποια σχολεία, οι ομογενείς γονείς απαιτούσαν να διδάσκεται το μάθημα των Ελληνικών, όχι δυο-τρεις αλλά όλοι.

ΞΕΡΩ ένα σχολείο όπου το 20% των παιδιών είναι ελληνικής καταγωγής. Και όμως δεν διδάσκονται εκεί τα Ελληνικά. Στην ίδια περιοχή λειτουργούν τρία ελληνικά σχολεία. Οι γονείς προτιμούν να τα στέλνουν εκεί (πληρώνοντας φυσικά δίδακτρα) παρά να απαιτήσουν από το σχολικό συμβούλιο του δημόσιου σχολείου να εισαγάγει και το μάθημα των Ελληνικών.

Η ΜΑΧΗ της γλώσσας μας όμως δεν χάνεται μόνο στα δημόσια σχολεία. Χάνεται παντού.
Κάποτε είχαμε τμήματα Νεοελληνικών σε έξι πανεπιστήμια στη Μελβούρνη. Τώρα με το ζόρι κρατείται αυτό του La Trobe.

H MAXH της γλώσσας χάνεται και στα κοινοτικά, εκκλησιαστικά, ιδιωτικά και μη κερδοσκοπικά ελληνικά μας σχολεία. Ολοένα και λιγότεροι συμπάροικοι στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο. Προτιμούν να τα στέλνουν στο ποδόσφαιρο, την κολύμβηση, το χορό ή τη μουσική και όχι να μάθουν Ελληνικά.

ΑΛΛΑ και αυτοί που τα στέλνουν, σε μεγάλο βαθμό, δεν στηρίζουν αυτή την επιλογή! Με το να στείλουν τα παιδιά τους μια φορά την εβδομάδα στο ελληνικό σχολείο έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα μάθουν Ελληνικά! Αμ δε!

ΟΤΑΝ μάλιστα οι γονείς τους μιλούν Αγγλικά. Κάποιες φορές και οι δάσκαλοί τους! Μερικοί γονείς δε στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο σαν να τα πηγαίνουν σε… παιδικό σταθμό! Τους έρχεται φθηνότερα, πάνε και κάνουν τα… ψώνια τους και έχουν και την ψευδαίσθηση ότι επιτελούν το «εθνικό τους καθήκον». Ή έστω το καθήκον έναντι των παππούδων και των γιαγιάδων.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ τους αυτής γίνεται «αποδεκτή» και από τους υπεύθυνους των σχολείων που δεν θέλουν να χάσουν την «πελατεία».

ΜΕ τέτοια νοοτροπία δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν Ελληνικά. Κάτι δεν κάνουμε καλά!

ΤΟ ΛΕΩ αυτό γιατί, πρόσφατα, πήγα σε μια εκδήλωση Ελλήνων γιατρών της Μελβούρνης. Χάρηκα όταν μίλησα με κάποιους απ’ αυτούς και διαπίστωσα ότι μιλούσαν άψογα Ελληνικά! Και ήταν τρίτης γενιάς ομογενείς.

ΤΟΥΣ ρώτησα πώς τα κατάφεραν. Η απάντηση ήταν απλή: «Οι γονείς και οι παππούδες μας μιλούσαν Ελληνικά, πηγαίναμε στο σχολείο 2-3 φορές την εβδομάδα και πραγματικά έπρεπε να μελετήσουμε σκληρά. Μας πήγαιναν οι γονείς και πότε-πότε στην Ελλάδα. Έτσι την μάθαμε την γλώσσα».

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ αυτοί σήμερα είναι διακεκριμένοι επιστήμονες. Η εκμάθηση της ελληνικής όχι μόνο δεν εμπόδισε την πρόοδό τους αλλά, όπως λένε οι ίδιοι, τους βοήθησε.
Πώς μπορούμε να περάσουμε αυτό το μήνυμα σήμερα;
Αν δεν τα καταφέρουμε θα γίνουμε-αν δεν γίναμε ήδη- Ποσειδωνιάται για τους οποίους έγραψε το ακόλουθο -εκπληκτικό- ποίημα ο Κωνσταντίνος Καβάφης:
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί&
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό»

ΓΙΑ την ιστορία ο κ. Μάντης, αναφερόμενος στο ποίημα αυτό, σημειώνει μεταξύ άλλων πως «ο Αθηναίος ο Ναυκρατίτης στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» αναφερόμενος στη μουσική τέχνη επισημαίνει πως οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει το πόσο άρτια ήταν η εκτέλεση των έργων στο παρελθόν κι επιδοκιμάζουν πλέον ακόμη κι εκείνους του μουσικούς που εμφανώς είναι ατάλαντοι.
Από το χωρίο αυτό ο Καβάφης κρατά μόνο την αναφορά στους κατοίκους της Ποσειδωνίας και στην απώλεια της προγονικής τους γλώσσας και ταυτότητας. Ό,τι συγκινεί τον ποιητή είναι η θλίψη που αισθάνονταν εκείνοι οι άνθρωποι κάθε φορά που θυμούνταν πως κάποτε ήταν κι εκείνοι Έλληνες και γνώριζαν την ελληνική γλώσσα.

ΠΑΓΙΟ ζητούμενο για τον Καβάφη είναι να τιμάται η αξία της ελληνικής γλώσσας και να τονίζεται η ευρύτατη διάδοσή της που είχε επιτευχθεί είτε μέσω της δημιουργίας αποικιών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε μέσω των εκτεταμένων κτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έλληνας εκτός ελληνικού χώρου κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά την αγωνία των ανθρώπων να διατηρήσουν τη γλώσσα και τα έθιμά τους σ’ έναν ξένο τόπο& γνωρίζει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι ενώ βρίσκεσαι μακριά από την μητροπολιτική Ελλάδα να προσπαθείς να κρατήσεις αλώβητη την ελληνική σου ταυτότητα και να διασώσεις την από τόσο λίγους ομιλούμενη αυτή γλώσσα.

Η ΑΠΩΛΕΙΑ της ελληνικής γλώσσας από τους κατοίκους της Ποσειδωνίας δεν αποτελεί για τον Καβάφη ένα μικρής σημασίας μεμονωμένο γεγονός, αλλά έναν ενδεχόμενο για πολλούς Έλληνες της διασποράς κίνδυνο που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.

ΟΙ «Ποσειδωνιάται» έχουν λησμονήσει σχεδόν όλα όσα τους συνδέουν με την προγονική τους ταυτότητα, εκτός από μία ελληνική γιορτή, την οποία διατηρούν ακόμη και την γιορτάζουν με ωραίες τελετές, τις οποίες πλαισιώνουν με μουσική και αγώνες. Η ελληνική αυτή γιορτή, αν και προφανώς δεν μπορεί να «θεραπεύσει» την απώλεια της μητρικής τους γλώσσας και της εθνικής τους ταυτότητας, αποτελεί ωστόσο το ύστατο σημείο επαφής με το έθνος από το οποίο προέρχονται και με τον πολιτισμό του οποίου κάποτε αποτελούσαν ζωντανό κομμάτι.

ΣΤΟ κλείσιμο της γιορτής αυτής οι κάτοικοι της Ποσειδωνίας συνήθιζαν να διηγούνται τα παλιά έθιμα του πολιτισμού τους και να ξαναλένε τα ελληνικά τους ονόματα, τα οποία όμως ελάχιστοι πια καταλάβαιναν. Έτσι, η ευφορία της γιορτής έδινε κάθε φορά τη θέση της στην επώδυνη συνειδητοποίηση πως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο απ’ όλα εκείνα που κάποτε συνιστούσαν την εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Από τα έθιμα του παρελθόντος είχε απομείνει πια μια μακρινή ανάμνηση κι από την κάποτε μητρική τους γλώσσα είχαν απομείνει ελάχιστα ονόματα και λέξεις, που με δυσκολία λίγοι μόνο μπορούσαν να κατανοήσουν.

Η θλίψη των ανθρώπων της Ποσειδωνίας ήταν απολύτως δικαιολογημένη, αφού θυμούνταν πως κάποτε ανήκαν κι εκείνοι στο τόσο σημαντικό έθνος των Ελλήνων& πως ήταν κάποτε κι εκείνοι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, που κατέληξαν όμως να μιλούν και να ζουν βαρβαρικά. Όπως χαρακτηριστικά το εκφράζει ο ποιητής, ήταν Έλληνες που «ξέπεσαν», αφού εκβαρβαρίστηκαν κι έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και ν’ ακολουθούν τις ελληνικές παραδόσεις.
Θρηνούν, λοιπόν, εύλογα οι «Ποσειδωνιάται», καθώς αν και είχαν την ύψιστη τιμή να είναι βγαλμένοι απ’ τον Ελληνισμό, τώρα πια έχουν απολέσει την ξεχωριστή αυτή τους ταυτότητα κι έχουν γίνει ένα με τα υποδεέστερα ξένα έθνη της περιοχής».

Σ.Χ.

ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι θα πρέπει να έχει πάθει τελευταία η ελληνική κοινωνία. Κάτι θα πρέπει να έχει ταρακουνηθεί, κάτι που δεν συνιστά μόνο κρίση οικονομικής και δημοσιονομικής υφής.

ΕΙΔΙΚΑ τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε αρκετές δολοφονίες γυναικών από πρώην συζύγους, «συντρόφους» και γενικά από άνδρες, οι οποίες, όμως, δεν φαίνεται να είναι αρκετές ώστε να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της βαθιά νυχτωμένης ελληνικής κοινωνίας.

Η ΠΛΕΟΝ πρόσφατη είναι η περίπτωση της 21χρονης φοιτήτριας στη Ρόδο, η οποία δολοφονήθηκε άγρια και ρίχτηκε από γκρεμό, επειδή δεν συγκατένεψε και δεν ενέδωσε στην «πρόταση» για σεξουαλική συνεύρεση με δύο άνδρες.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι πόσες ακόμη δολοφονημένες γυναίκες πρέπει να υπάρξουν ώστε να «κουνηθεί από τη θέση της» για λίγο η εφησυχασμένη ελληνική κοινωνία, αλλά και για να δοθεί ένα τέλος στον μέγα εμπαιγμό εκ μέρους σημαντικής μερίδας των ΜΜΕ που θέλουν να παρουσιάζουν τα εγκλήματα αυτά των γυναικών ως «οικογενειακές τραγωδίες» ή «εγκλήματα πάθους»…

ΩΣ ΠΟΤΕ θα αποσιωπείται το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών δράστης είναι ο άντρας και θύμα η γυναίκα; Ότι το έγκλημα έρχεται ως τιμωρία μετά από απόφαση της γυναίκας για χωρισμό, για αυτοδιάθεση και αυτονομία, για το ξεκίνημα μιας νέας ζωής ή άρνηση σε ικανοποίηση άλλων ορέξεων…

ΩΣ ΠΟΤΕ μετά από οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναλάβει η γυναίκα, η οποία, κατά τον δράστη, απειλεί την κυριαρχία και υποσκάπτει την εξουσία του, η άμεση και μόνη απάντηση πρέπει να είναι η βία και, μάλιστα, η ακραία, όπως η δολοφονία;

ΤΟ ΧΕΡΙ ενός δράστη δεν οπλίζεται ποτέ από τη ζήλεια, τα πάθη, την «κακιά στιγμή» και άλλα παρόμοια. Τελευταία, δε, προβάλλονται η ανέχεια, η φτώχεια και η απόγνωση που έρχονται από την οικονομική κρίση. Αυτά συνιστούν τις αφορμές και όχι τις αιτίες.

ΤΟ ΧΕΡΙ του δράστη το οπλίζει η ίδια η πατριαρχική κοινωνία, το δικαίωμα κατοχής που σε κοινωνίες όπως η ελληνική είναι νομιμοποιημένο από κοινωνικής και ηθικής άποψης, με βάση το οποίο ο άνδρας αισθάνεται ότι έχει κάθε «δικαίωμα», ακόμα και ζωής, πάνω στην γυναίκα του και τα παιδιά του.

ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ αυτού του είδους οπλίζονται από τη μακάρια και γι’ αυτό το ίδιο ένοχη σιωπή των πάντων για τις χιλιάδες κακοποιημένες γυναίκες, τη θανάσιμη αναλγησία της Πολιτείας που δεν στηρίζει αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά στην προσπάθειά τους να εξέλθουν από τον κύκλο της βίας, αλλά και τις απαράδεκτες δικαστικές αποφάσεις.

ΤΕΣΣΕΡΑ χρόνια κυκλοφορούσε ελεύθερος με δικαστική απόφαση, συζυγοκτόνος καθηγητής από τις Σέρρες, αφότου ομολόγησε ότι σκότωσε τη γυναίκα του, τεμάχισε τη σορό της και την πέταξε στον ποταμό Στρυμόνα.

Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ του δράστη (όταν ακολουθεί το έγκλημα) δεν τον εξαγνίζει και δεν τον απαλλάσσει ηθικά από την ευθύνη αφαίρεσης μιας ζωής όπως συνήθως παρουσιάζεται από διάφορα ΜΜΕ.

ΝΑ ΔΟΥΜΕ πότε θα μιλήσουν επώνυμοι και ανώνυμοι για τις συγκεκριμένες γυναίκες. Να δούμε πότε θα πέσει η αυλαία του κύκλου βίας και δολοφονιών.

Δ.Τ.