Δεν είναι να μπει Δεκέμβρης. Μου κόβεται η αναπνοή. Στην ψυχή μου μέσα, όποτε ανοίξεις, όποια ημερομηνία του Δεκέμβρη να κοιτάξεις, κάποια πίκρα θ’ αντικρίσεις ή κάποια θλίψη θα σου χαμογελάσει. Δεκέμβρης ’44, κάπου στην Α’ Δημοτικού, μίλαγα στον κατά τρία χρόνια μικρότερο αδελφό μου, σαν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στους υποτακτικούς του. Τον άφησα στης γιαγιάς μας το σπίτι, στην οδό Πλαταιών, δρόμος που αρχίζει από την Πειραιώς κοντά στην Αγία Τριάδα. Λίγο πιο κάτω είναι το Γκάζι.

Είπα στον αδελφό ότι είναι μικρός να βγει μόνος του τέτοια ώρα και πως κάποια στιγμή θα έρθει να τον πάρει ο θείος ο Κώστας, ο αδελφός της μάνας μας, καθοδηγητής στο Κόμμα, με μπότες, μπιστόλι στη μέση, καπέλο και ψωμί, ρύζι και φακές που θα έφερνε στη μάνα μου, και αδελφή του, που ήταν ετοιμόγεννη και… πεινούσε.

Περπάτησα μέχρι τις γραμμές του τραίνου, μέχρι εκεί που αρχίζει η Ιερά Οδός, και καμάρωνα το θείο μου που με κάποιο ύφος αρχηγού έστελνε κάποιους από τους υφιστάμενούς του, πότε στο ένα στενό και πότε στο άλλο. Αριστοτεχνική στρατηγική, γεννημένου αρχηγού.

Ο πατέρας μου, τμηματάρχης στο Γκάζι, κυνηγημένος από τους αριστερούς, γιατί ήταν ο μόνος απεργοσπάστης στη μεγάλη απεργία που έγινε στο Φωταέριο, γιατί ήταν ο μόνος που ήξερε πού έπρεπε να πάνε, σε ποια θέση, οι φαντάροι που έστειλαν να αντικαταστήσουν τους εργάτες απεργούς. Από τότε τον βάλανε στο μάτι. Κρυβόταν πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο. Όταν τον έπιαναν τον έβαζαν φυλακή σε κάποιο άδειο Δημοτικό Σχολείο της περιοχής και τον έβγαζε έξω ο θείος ο Κώστας για να … γυρίσει στο σπίτι μας, μέχρι να τον ξαναπιάσουν.

Οι θείες μου, αδελφές της μάνας, μαγείρεψαν για τη μάνα, έφτιαξαν φακή που είχε και σίδερο, της έδωσαν και ψωμί ψημένο στο μαγκάλι με την πυρήνα. Σε λίγο ήρθε στο σπίτι, η συναγωνίστρια μαμή και είπε πως η σύντροφος Μαρία, η μάνα μου, θα γεννήσει σήμερα ή το αργότερο αύριο το ξημέρωμα. Γέννησε το… ξημέρωμα ένα ωραίο αγοράκι που είχε… αναπνευστικό πρόβλημα.

Η μάνα είχε φροντίσει για τα ρουχαλάκια του μωρού και ο γιατρός της γειτονιάς, ο κ. Σκλήδης, είπε να… το βαπτίσουμε σύντομα το παιδί. Το ίδιο είπε και ο παπάς της Ενορίας μας που έβαλε δύο νεαρούς και τον καντηλανάφτη να κουβαλήσουν την κολυμπήθρα και τα σχετικά στο… σπίτι. Και το όνομα του άτυχου μωρού, Ηλίας και Νίκος. Το Ηλίας από το γιό της γιαγιάς Αγλαΐας που είχε σκοτωθεί στην Αλβανία, μια πόρτα δίπλα από το σπίτι μας και το Νίκος από τον μικρότερο αδελφό του πατέρα μου, στο Ναύπλιο, που δεν σταμάτησε να βοηθάει στο διάστημα της κατοχής, τον αδελφό του και πατέρα μου καθώς και ολόκληρη τη φαμίλια.

Το μωρό πέθανε και η μάνα με το βλέμμα απλανές το κράταγε στην αγκαλιά της και το… νανούριζε κάπου τρεις ώρες! Μετά με βλέμμα και πρόσωπο παγωμένο του φόρεσε τα δικά μου, φυλαγμένα, σχεδόν καινούργια μωρουδιακά, το φίλησε το έδωσε στον πατέρα μου και είπε σε μένα να θυμηθώ να γράψω τον αριθμό του τάφου και να ρωτήσω πότε πηγαίνει κάποιος παπάς εκεί να τον βρούμε να διαβάσει το… παιδί και κάτι θα βρούμε να του δώσουμε. Δεν θα έχει χάσιμο από μας. Και ήταν ακόμη Δεκέμβρης.

Έχω ξαναπεί την ιστορία στο παρελθόν. Τώρα θα την επαναλάβω κοιτάζοντάς την από μια άλλη πλευρά. Το φτυάρι δεν μας το έδωσε ο φύλακας για να σκάψουμε. Άντε πέντε φτυαριές χώμα να έπρεπε να βγει για να χωρέσει ένα κορμάκι σαν του Ηλία. Ήταν δικό του το φτυάρι, αυτός το αγόρασε αυτό το ξέρει και η διεύθυνση του μικρού… νεογέννητου Νεκροταφείου και κάπως θα πρέπει να πληρωθεί γιατί τα εργαλεία… φθείρονται.

«Τρία τσιγάρα έχω στην ταμπακέρα και λίγο ψωμί στη τσέπη μου για το παιδί», είπε ο πατέρας, δείχνοντας εμένα που προσπαθούσα να βγάλω άκρη με τα νούμερα των τάφων. «Θα σου δώσω ένα τσιγάρο και το μισό ψωμί και θα μου δόσεις το φτυάρι». «Θα μου δώσεις ενάμιση τσιγάρο, έχω κοφτερό μαχαίρι και κράτα το ψωμί για το παιδί» αποκρίθηκε ο φύλακας. Ο πατέρας, δείχνοντας μια ανεξήγητη, ξαφνική συμπάθεια και εμπιστοσύνη, του έδωσε την τσίγκινη ταμπακέρα με τα τρία τσιγάρα. Ο άλλος την άνοιξε, πήρε τα δύο τσιγάρα, έκοψε το ένα, αριστοτεχνικά, ακριβώς στη μέση και επέστρεψε την ταμπακέρα στον πατέρα μου. Έβαλε το μισό τσιγάρο σε μία ξύλινη πίπα τράβηξε κάπου δυο ρουφηξιές δυνατές και άρχισε να σκάβει τον μικρό τάφο. Αυτή ήταν η ταφή του αδελφού μου και την επομένη η… κηδεία με τον ιερέα που… δεν κάπνιζε αλλά στα όσπρια είχε μεγάλη αδυναμία.

Ήταν Δεκέμβρης.