Τα πρώτα μου Χριστούγεννα στην ξενιτιά…

«Με τρύπια παπούτσια, δίχως ένα πιάτο ζεστό φαγητό και την οικογένεια κοντά, τι σόι Χριστούγεννα να κάνεις;» λένε ομογενείς που θυμούνται τα πρώτα τους Χριστούγεννα στην Αυστραλία


«Δίχως σπίτι, δίχως φαγητό και δίχως οικογένεια, τι Χριστούγεννα να κάνεις;» μου είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η ομογενής Αλεξάνδρα Βακιτσίδου, όταν την ρώτησα να μου περιγράψει τα πρώτα της Χριστούγεννα στην Αυστραλία.
Έχοντας στην πλάτη της μισό αιώνα στην ξενιτιά, η 67χρονη «μητέρα» της παροικίας της Αδελαΐδας και πρώτη Ελληνίδα δημοτική σύμβουλος στη Νότια Αυστραλία, παραδέχεται ότι τα πρώτα της Χριστούγεννα στην Αυστραλία ήταν ποτισμένα με δάκρυα και στενοχώρια.

«Όταν ήρθαμε εδώ συναντήσαμε πολλές δυσκολίες, αλλά εργαστήκαμε σκληρά και τίμια. Σεβαστήκαμε τη χώρα αυτή που έγινε δεύτερη πατρίδα μας και αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που μας δόθηκε να αποδείξουμε ότι οι Έλληνες μετανάστες είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης. Αλλά σίγουρα υπήρξαν μέρες που όσο δυνατοί και αν υπήρξαμε, μας πλήγωνε η ξενιτιά.
»Ειδικά τα πρώτα Χριστούγεννα έκλαιγα και στενοχωριόμουν γιατί το μυαλό μου ταξίδευε πίσω στη γιαγιά μου που με ρωτούσε “πού θα φύγεις να πας παιδί μου”, στον πατέρα μου που με παρακαλούσε να μην φύγω, στο χιόνι που κάθε χρόνο στόλιζε το χωριό, στα πεσκέσια της γειτονιάς, στα κάλαντα και στα γιορτινά μαγειρέματα» λέει η ομογενής, η οποία κατάγεται από τον Λαιμό, ένα μικρό χωριό στη Φλώρινα, και μετανάστευσε στην Αυστραλία σε ηλικία 17 ετών, αφήνοντας πίσω την οικογένειά της που υπεραγαπούσε για να παντρευτεί τον αγαπημένο της Δημοσθένη.

Σήμερα η Αλεξάνδρα θα γιορτάσει τα Χριστούγεννα με τα δύο της παιδιά και τα πέντε εγγονάκια της

 

Με τα από χρόνια, η Αλεξάνδρα συνήθισε και αφοσιώθηκε στην οικογένειά της και την δουλειά της, όμως, δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα, τα ήθη και τα έθιμά της.
«Πήρα μαζί την ψυχή μου, τους δικούς μου, το χωριό μου και την Ελλάδα ολόκληρη» θυμάται η Αλεξάνδρα, η οποία σήμερα ετοιμάζει το δικό της οικογενειακό γιορτινό τραπέζι για τα δυο της παιδιά, τα πέντε της εγγόνια και όποιον άλλον θελήσει να περάσει το φιλόξενο κατώφλι της.

«Δεν ξεχνώ πώς πέρασα εγώ αυτές τις άγιες ημέρες και γι’ αυτό δεν θέλω κανείς να πονέσει όπως πόνεσα εγώ. Γι’ αυτό η καρδιά και η πόρτα του σπιτιού μου παραμένουν ορθάνοιχτες σε όλους, ειδικά στους νεοφερμένους μας που μπορεί να μην έχουν την οικογένεια και τους δικούς τους ανθρώπους κοντά τους για να γιορτάσουν αυτές τις άγιες ημέρες εδώ στην ξενιτιά» λέει η Αλεξάνδρα.

«ΕΣΚΑΒΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΕΤΡΕΧΑΝ»

H Αγγελική έφτασε μόνη της από την Κόρινθο στην Αυστραλία τον Μάρτιο του 1961 αφήνοντας πίσω την υπόλοιπη οικογένειά της.
Τους πρώτους μήνες στην Νότια Αυστραλία δούλεψε στην επαρχία, όπου έσκαβε για πατάτες, μήλα και μπιζέλια, ίσα για να βγάλει ένα πενιχρό μεροκάματο.
«Όλες οι μέρες και οι νύκτες ήταν δύσκολες μακριά από την πατρίδα, αλλά ειδικά εκείνη την μέρα των πρώτων Χριστουγέννων στην Αυστραλία δεν πρόκειται να την ξεχάσω όσα χρόνια και αν περάσουν» λέει η Αγγελική, η οποία έφηβη ακόμα δυσκολευόταν να φέρει σε πέρας τις αγροτικές εργασίες που τις ανέθεταν οι εκάστοτε εργοδότες της.

«Θυμάμαι το μεσημέρι των Χριστουγέννων δούλευα ακόμα και άκουγα στα γύρω σπίτια όλους να φωνάζουν, να χαίρονται, να συζητούν και να τραγουδούν… Και η αλήθεια είναι ότι τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πόσο μόνη ήμουν και πόσο μου έλειπαν οι δικοί μου και με έπιασε το παράπονο» λέει η Αγγελική.
Έτσι, από τότε φροντίζει τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων το δικό της σπίτι να είναι πάντα ανοικτό σε όλον τον κόσμο για να μην νιώθει κανείς την μοναξιά που εκείνη ένιωσε.
«Σήμερα, αν και πλέον είμαι γιαγιά, δεν ξεχνώ εκείνα τα χρόνια, γι’ αυτό λέω πάντα σε όλους ότι η πόρτα μου είναι ανοικτή, να έρθει όποιος λαχταρά και να φάμε, να πιούμε και να πούμε δύο κουβέντες, γιατί πρέπει να θυμόμαστε πάντα από πού ξεκινήσαμε και να βοηθάμε τον συνάνθρωπο, τον γείτονα, το φίλο και όποιον άλλον ζητήσει μια βοήθεια» καταλήγει.

 

 

ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Ο Δημήτρης ήταν κτίστης στην Αθήνα όταν το 1959 αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αυστραλία. Στις αρχές, χωρίς δουλειά και χρήματα, έμενε με άλλα 17 άτομα σε τέσσερα μικρά δωμάτια και δεν είχε κανέναν απολύτως συγγενή να γιορτάσει μαζί του.
«Μόλις προσγειώθηκα στην Αυστραλία, εκείνα τα χρόνια, απελπίστηκα. Ένιωσα λες και είχα φύγει από τον παράδεισο και είχα βρεθεί στην κόλαση αλλά συνήθισα και την ξενιτιά, και τη φτώχεια και την πείνα. Όμως εκείνες τις γιορτινές ημέρες μου πήρε χρόνια να τις συνηθίσω».
Ο Δημήτρης θυμάται, επίσης, με κάθε λεπτομέρεια τα πρώτα του Χριστούγεννα στην «Γη της επαγγελίας».

Τα πρώτα Χριστούγεννα της Αλεξάνδρας με τον σύζυγό της Δημοσθένη

«Δεν με ένοιαζε που δεν είχα μια δεκάρα ή λίγο καλό σπιτικό φαγητό, με πλήγωνε πολύ που δεν μπορούσα να σηκώσω καν εκείνο το τηλέφωνο και να πάρω τη μάνα και τον πατέρα να τους πω χρόνια πολλά» θυμάται ο ομογενής συνταξιούχος, ο οποίος άφησε τους γονείς του σε ένα μικρό χωριουδάκι έξω από τη Νεμέα και τον πρώτο καιρό εγκαταστάθηκε στη Mildura.

«Θυμάμαι, δουλεύαμε τότε σε έναν Έλληνα γαιοκτήμονα, και τις παραμονές των Χριστουγέννων έκανε στο σπίτι του μεγάλη γιορτή αλλά εμάς τους εργάτες δεν μας είχε καλέσει. Όμως όταν έπεσε ο ήλιος και έβαλε δυνατά την μουσική, μόλις άκουσα να παίζει ένα ζεϊμπέκικο, με έπιασε τέτοιο παράπονο και τέτοια απελπισία που πέταξα τα εργαλεία και άρχισα να κλαίω και να χορεύω. Τότε με είδε η γυναίκα του αφεντικού και με κάλεσε μαζί με όλους τους εργάτες να γιορτάσουμε παρέα. Αυτό το μεγαλείο ψυχής δεν θα το ξεχάσω όσο ζώ και θα το ανταποδίδω όπως κι εγώ μπορώ» καταλήγει ο Δημήτρης.