Το cineworld.gr συνεχίζοντας την προσπάθεια ανάδειξης των νέων ανερχόμενων σκηνοθετών, συναντά τον Στέφανο Σιταρά, ένα νεαρό σκηνοθέτη που έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς ως «παιδί -θαύμα» της ελληνικής κινηματογραφίας. Από εκεί αναδημοσιεύεται και η ακόλουθη συνέντευξη στο «Νέο Κόσμο».

– Όταν σε ηλικία 11 ετών τα παιδιά δυσκολεύονται να εκφέρουν γνώμη για μια ταινία που είδαν, εσύ ήδη είχες γυρίσει τις πρώτες σου. Ποια ήταν η σχέση σου με τον κινηματογράφο τότε;
– Μεγάλωσα σ΄ ένα πολύ ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς όμως αδέλφια και φίλους. Προσπαθώντας, λοιπόν, να βρω διέξοδο από την μοναξιά μου, έφτασα να βλέπω μέχρι και έξι ταινίες κάθε απόγευμα. Είναι και η μητέρα μου σινεφίλ και από πολύ μικρός έβλεπα κλασσικές ταινίες αντί για καρτούν, όπως τα άλλα παιδιά. Έτσι δεν χρειάστηκε πολύ για να αντιληφθώ πως αυτό θα ήταν και η δική μου μοίρα: να αφηγούμαι ιστορίες μέσα από εικόνες.

– Ο πατέρας σου που είναι ιατρός και ακαδημαϊκός, πώς αντέδρασε στην επιλογή σου να γίνεις σκηνοθέτης;
– Με υποστήριξαν και οι δύο πάρα πολύ, και γι΄ αυτό είμαι τυχερός. Φαντάζομαι πως, αν οι γονείς μου υπήρξαν ποτέ πικραμένοι, είναι επειδή δεν ακολούθησα μια πιο σίγουρη και σταθερή πορεία. Ο κινηματογράφος δεν προσφέρει την ασφάλεια και την γαλήνη του νου που προσφέρουν άλλα, πιο «πνευματικά ασφαλή» επαγγέλματα. Αλλά ξέρουν πως δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω, ότι δεν είμαι εγώ γι’ αυτό. Η μητέρα μου με στήριξε από την πρώτη στιγμή, ενώ, ο πατέρας μου μόλις κατάλαβε στα γυρίσματα της πρώτης μου ταινίας πόσο πολύ το αγαπάω.

– Στο σχολείο πώς τα πήγαινες;
– Ποτέ, μα ποτέ, δεν ήμουν καλός μαθητής. Στο δημοτικό περιφερόμουν στους διαδρόμους και έπλαθα ιστορίες στο μυαλό μου, ήμουν σε έναν δικό μου κόσμο. Στο Γυμνάσιο έκανα διάφορες τρέλες και έπαιρνα συνέχεια αποβολές. Στο Λύκειο μόνο στρώθηκα λίγο επειδή έπρεπε να φύγω για σπουδές στην Αμερική.

– Γιατί επέλεξες να σπουδάσεις στην Αμερική;

– Η εκπαίδευση στην Αμερική είναι η καθ’ αυτή αμερικανική εμπειρία, όχι ο ακαδημαϊκός της μπούσουλας. Δεν πήγα στην Αμερική τόσο για να σπουδάσω, όσο για να ζήσω εκεί, να δω την κουλτούρα, να μάθω, να ζήσω, και να δουλέψω. Η Καλιφόρνια αυτή την στιγμή είναι το επίκεντρο όλων όσων γίνονται στον κινηματογράφο και κάθε λεπτό που είμαι μακριά θεωρώ πως πάει χαμένο.

– Τα πρώτα χρόνια πώς σε αντιμετώπιζαν οι ηθοποιοί, λόγω του νεαρού της ηλικίας σου;
– Επαγγελματικά και συμβουλευτικά. Δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα σε γύρισμα γιατί, οι ηθοποιοί έκαναν την δουλειά τους και εγώ τη δική μου, και ό,τι δεν ήξερα μου το έλεγαν εκείνοι. Τώρα πια και μετά από χρόνια, η συνεργασία είναι πιο εύκολη επειδή δεν υπάρχει η οποιαδήποτε μετωπική προσέγγιση, αλλά μια φιλική σχέση με κοινούς στόχους. Πιστεύω ότι ο καλός σκηνοθέτης, βασικά ο καλός σε οτιδήποτε, πρέπει να έχει δύο στοιχεία: να λατρεύει αυτό που κάνει μέχρι θανάτου, και να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους πιο έξυπνους από αυτόν. Άμα είμαι σε ένα δωμάτιο και είμαι ο πιο χαζός, τότε είμαι και ο πιο τυχερός.

– Μπορείς να μου πεις μερικές από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται σε μια ταινία σου;
– Πολλές! Αλλιώς δεν θα άξιζε. Η μεγαλύτερη δυσκολία μέχρι τώρα ήταν να βρω χρηματοδότηση στο εξωτερικό γιατί στην Ελλάδα δεν έψαξα ποτέ, είναι απίθανο. Όμως και αυτή η δυσκολία ξεπερνιέται. Το σήμερα είναι ένα δώρο για τους νέους σκηνοθέτες. Μπορούμε να κάνουμε μια ταινία με μικρό budget πολύ εύκολα. Τα μαγικά συστατικά είναι η αγάπη και οι καλοί συνεργάτες. Η τέχνη και ο επαγγελματισμός παραμένουν σταθερά, ακόμα κι αν γυρίζεις ταινία μόνος.

– Ποια είναι η ακριβότερή σου ταινία και ποια ξεχωρίζεις;
– Η πιο ακριβή ταινία μου είναι η πρώτη μου, το «Γαλάζιο και πορτοκαλί». Δεν ξεχωρίζω κάποια από τις ταινίες μου, συνεχώς εξελίσσομαι και ωριμάζω, οπότε δεν μπορώ να ξεχωρίσω την τάδε ταινία μου από την τάδε «φάση» που περνούσα τότε. Αν ακόμα περνάω την εκάστοτε φάση, τότε εκνευρίζομαι πιο πολύ βλέποντας μια ταινία μου, γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω προχωρήσει ακόμα. Δεν προτείνω σε κανέναν σκηνοθέτη να είναι ευχαριστημένος με το έργο του, είναι μόνο αντιπαραγωγική παγίδα.

– Έχουν αναφερθεί σε σένα πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του κινηματογράφου όπως ο Κώστας Γαβράς καθώς και αρκετά Μ.Μ.Ε. στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν εύκολο για σένα να διαχειριστείς την τόσο μεγάλη προβολή και να μην καβαλήσεις «καλάμι»;
– Είμαι πάρα πολύ περήφανος για την κάθε διάκριση, επειδή νοιώθω πως οι κόποι μου ανταμείβονται. Από κει και πέρα δεν νομίζω πως έχω κάνει τόσα πολλά πράγματα ώστε να καβαλήσω καλάμι. Έχω αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια και τόλμη γιατί, είναι απαραίτητα στην δουλειά μου αλλά, μέχρι εκεί.

– Η καθημερινότητά σου στην Αμερική ποια είναι;

– Στην Αμερική πήγα για να δουλέψω και να μυηθώ μέσα στον εκεί χώρο, γι΄ αυτό η καθημερινότητα μου είναι γεμάτη συνεντεύξεις για δουλειές, ανάγνωση βιβλίων και σκληρή δουλειά γιατί, στην Αμερική πρέπει να πασχίσεις για να βρεις δουλειά και όταν την βρίσκεις πασχίζεις για να την κρατήσεις.

– Ποιους μεγάλους σκηνοθέτες θαυμάζεις και σε ποιους θα ήθελες να μοιάσεις;
Θαυμάζω πάρα πολλούς σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους. Αυτοί όμως που με έχουν επηρεάσει και αναφέρομαι σε αυτούς σε κάθε γύρισμα, είναι οι Alfred Hitchcock για την απόλυτη συνάρτηση περιεχομένου και εικονικών στοιχείων, ο Francois Truffaut για την επείγουσα λατρεία του σινεμά που φαινότανε στο κάθε πλάνο του, ο Martin Scorsese για την στακάτη αποσπασματικότητα κάθε σκηνής, ο Jacques Tati για το πάντρεμα χώρου και ανθρώπου, ο David Lean για το αξεπέραστο επικό γύρισμα, και ο Krzysztof Kieslowski για την απόλυτη υποκειμενική αφήγηση.

– Πώς βλέπεις το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου;
– Λαμπρό! Ήδη έχουν αρχίσει και γίνονται κάποια βήματα, αλλά σε 5 χρόνια ο Ελληνικός κινηματογράφος θα κάνει ένα μεγάλο μπαμ. Κάτι ετοιμάζεται στην Αθήνα, κάτι καινούργιο. Δεν ξέρει κανείς ακόμα τι είναι, αλλά ψιθυρίζεται.

– Θέλεις να μας μιλήσεις για τη νέα σου ταινία, τον «Harrison Patrakis»;
-Ο Harrison Patrakis είναι ένα αυτιστικό παιδί το οποίο βλέπει τον κόσμο με έναν μαγικό τρόπο. Πιο αθώο, πιο παιδικό, αλλά ταυτόχρονα ολιστικό και μελαγχολικό. Είναι για μένα πολύ προσωπική ταινία, και κάτι παρόμοιο δεν έχω δει, γιατί σε περίπου 25 λεπτά θα περνάει μπροστά από τα μάτια των θεατών ολόκληρη η ζωή, η μνήμη και η φαντασία ενός ανθρώπου.