Γιάννης Μαράκης – Η ζωή του μοιρασμένη σε δυο χώρες που αγαπά το ίδιο δυνατά

Το λένε «πολιτιστικό σοκ», αλλά αυτό θα ερχόταν αργότερα. Το πρώτο σοκ που αισθάνθηκε ο Γιάννης Μαράκης, ως νεοδιορισμένος (το 1988) διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, όταν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης, ήταν η γνωριμία του με τον τρελό καιρό της πόλης μας. «Κατακαλόκαιρο και να ψάχνεις για μπουφάν. Φαντάζεσαι;»
Από τότε θα ζήσει πολλές τέτοιες εμπειρίες, οι οποίες, με την πάροδο του χρόνου, όχι μόνο δεν θα τον εκπλήσσουν, αλλά θα τον φέρνουν σ’ επαφή με την πραγματικότητα τη δεδομένη στιγμή. «Α, τώρα είμαι Μελβούρνη. Σε λίγο θα δω τους φίλους μου».
Από τον Νοέμβρη του 1988 που πάτησε το πόδι του στη Μελβούρνη, o Γιάννης Μαράκης, έχει τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι και αυτό κουβεντιάζουμε αυτήν την ώρα μεταξύ καφέ και τσιγάρου – μια έξη που εξακολουθεί, διαπιστώνω, να τον κρατά αιχμάλωτο.
Κάνοντας μαζί, το ταξίδι αυτό στον χρόνο, θαυμάζω για άλλη μια φορά την καθαρότητα της σκέψης του και την εκφραστική του απλότητα. Ακόμη, τον τρόπο που έχει να διεισδύει σε σύνθετες καταστάσεις και να φθάνει στην ουσία των πραγμάτων.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΛΜΑ

Με βλέψεις στο εξωτερικό και με καριέρα 17 χρόνων πίσω του, ο Γιάννης Μαράκης, ήταν ο πρώτος που επιλέχθηκε για να αντικαταστήσει τον Φώτη Τζελβελή ως διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, στη Μελβούρνη, όταν ο δεύτερος μετατέθηκε στη Βοστώνη.

«Είναι γεγονός ότι δεν γνώριζα πολλά για την Αυστραλία. Η εικόνα που είχα μέχρι τότε, ήταν κάπως γενική, αν όχι θολή. Μόλις δύο εβδομάδες πριν φύγω, έμαθα για την κόντρα μεταξύ Κοινοτήτων και Αρχιεπισκοπής, ότι το Μακεδονικό ήταν φλέγον θέμα και ότι πρόκειται για μια προοδευτική ελληνική παροικία. Η γενική εικόνα ήταν θετική θα μπορούσα να πω.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΟΚ
-Μπορούμε να πούμε ότι το πολιτισμικό σοκ υπήρξε η πιο δυνατή επίδραση;
-Σίγουρα. Το κλιματολογικό σοκ διαδέχθηκε το πολιτισμικό, το οποίο είναι και το πιο δύσκολο στην αντιμετώπισή του. Από την πρώτη μέρα της άφιξής μου εδώ, διαπίστωσα ότι η Μελβούρνη δεν είναι Αθήνα, όπου υπάρχει ένα καφενείο σε κάθε γωνία να πιείς καφέ, οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και το άγχος χτυπά… κόκκινο και, μάλιστα, για το τίποτα! Με εντυπωσίασε ο διαφορετικός τρόπος της καθημερινότητας. Το ότι μπορείς να διεκπεραιώσεις, για παράδειγμα, μια υπόθεση με το τηλέφωνο. Ότι οι πολίτες είναι νομοταγείς γιατί το επιβάλει το σύστημα. Οι άνθρωποι είναι συγκροτημένοι με έναν άλφα τρόπο μέσα στο θεσμικό πλαίσιο γιατί γνωρίζουν ότι μόνο έτσι θα εξυπηρετηθούν. Δηλαδή δεν σε παίρνει –για να το θέσω απλά– να μην είσαι νομοταγής.

-Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις από την επαφή του νέου διευθυντή της Εθνικής με την παροικία;
-Eκείνο που γνώριζα και που έλαβα σοβαρά υπόψη μου, ήταν ότι ήταν άνθρωποι με διαφορετικά βιώματα, οι περισσότεροι από πόλεις και χωριά της επαρχιακής Ελλάδας που ξενιτεύτηκαν υπό αντίξοες συνθήκες και με συγκεκριμένους στόχους: να δημιουργήσουν μια άλφα περιουσία και να επιστρέψουν στον τόπο τους. Μου έκανε εντύπωση η πρόοδος που είχαν σημειώσει, ως οργανωμένη παροικία, αλλά και ως άτομα.
Θυμάμαι είχα μια έντονη επιθυμία να γνωρίσω όσο το δυνατόν περισσότερους. Να μπω μέσα στον παροικιακό κορμό και να δω το πραγματικό του πρόσωπο.

Ομολογώ ότι με εξέπληξε η πρόοδος που είχαν σημειώσει οι Έλληνες μετανάστες, η δραστηριότητά τους, η εργατικότητά τους, οι στόχοι που έβαζαν και που, στην πλειονότητά τους, τους εκπλήρωναν.
Στην θαυμάσια πορεία των 17 χρόνων που υπηρέτησα στην τράπεζα, είδα και συναναστράφηκα ανθρώπους που πραγματικά θαύμασα. Έκανα φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα και δεσμούς που με ελκύουν να έρχομαι πίσω ξανά και ξανά.

-Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τον Έλληνα της Αυστραλίας από εκείνον του ελλαδικού χώρου;
-Είναι γεγονός ότι οι συνθήκες ζωής, υπαγορεύουν και τον τρόπο που ζεις και κινείσαι. Θυμάμαι τον πρώτο χρόνο μου ήταν δύσκολο να συνηθίσω το συνεχές ωράριο. Έμπαινα νύχτα στο γραφείο μου και έβγαινα νύχτα. Την ώρα που στην Ελλάδα σκέφτονταν οι άνθρωποι τη βραδινή τους έξοδο, μετά από μερικές ώρες, εδώ έτρωγαν δείπνο στις επτά! Έβγαινα στη William Street, μετά τη δουλειά και ήταν ερημιά. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πίσω. Να σκεφθείς ότι μ’ ενοχλούσε και το γεγονός ακόμη ότι οι άνθρωποι εδώ δεν είχαν άγχος! Δεν ήταν παρά προς το τέλος του δεύτερου χρόνου που αισθάνθηκα ότι η Αυστραλία είναι μια πολύ ωραία χώρα!

-Ποιοι ήταν τότε οι δεσμοί τους με την Ελλάδα και τι είδους τραπεζικές συναλλαγές είχαν;
-Έκαναν καταθέσεις για αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, δεδομένου ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που σχεδίαζαν, ακόμη και σ’ αυτό το στάδιο, τον επαναπατρισμό. Άλλοι έκαναν καταθέσεις για ταξίδια και διακοπές στον τόπο τους ή απλά άνοιγαν λογαριασμούς για διάφορους άλλους λόγους. Υπήρχε μια σοβαρή κινητικότητα.

-Η εποχή της οικονομικής κρίσης στις αρχές του ’90, στην Αυστραλία, τι εμπειρίες άφησε;
-Όχι ευχάριστες. Είδα ομογενείς με μια άλφα οικονομική επιφάνεια, να καταστρέφονται από τη μια μέρα στην άλλη. Να χάνουν ακόμη και αυτή τη στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Κόποι μιας ολόκληρης ζωής να καταρρέουν και να εξαφανίζονται. Ήταν οδυνηρό. Το μόνο ευτύχημα ότι το κακό δεν ήταν γενικό ή να το θέσω διαφορετικά, η θύελλα δεν τους παρέσυρε όλους. Εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν δεσμευτεί με μεγάλα, σοβαρά δάνεια, όχι μόνο έμειναν ανέπαφοι, αλλά, όταν πέρασε η μεγάλη μπόρα, μπόρεσαν να κάνουν ορισμένες καλές επενδύσεις εκμεταλλευόμενοι την πτώση των τιμών στην κτηματαγορά.

Υπήρξε βέβαια και η ανάκαμψη όπου οι ομογενείς έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στο ποσοστό που τους αναλογούσε.

Οπωσδήποτε και μάλιστα δυναμικά. Έχοντας ζήσει σ’ αυτήν τη χώρα δύσκολες καταστάσεις, τον πρώτο καιρό ιδιαίτερα της εγκατάστασής τους, σε έναν τόπο που δεν γνώριζαν, χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα οι περισσότεροι, ήταν εξοπλισμένοι για μια νέα δυναμική αρχή, αυτή τη φορά μάλιστα, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, σε πλεονεκτικότερη θέση. Τους θαύμαζα και τους θαυμάζω απεριόριστα.
Μετά από 17 συνεχή έτη στη θέση του διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος στη Μελβούρνη, το 2005 έρχεται η αφυπηρέτηση. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε και τη μόνιμη και οριστική επιστροφή στη γενέτειρα. Αντίθετα και οι δύο χώρες φαίνεται να διεκδικούν τα ίδια δικαιώματα, όσον αφορά τουλάχιστον τον χρόνο παραμονής σ’ αυτές. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που καθόρισαν αυτή την απόφαση;

Ψυχολογικοί θα έλεγα. Οι δεσμοί μου με τις δύο χώρες είναι το ίδιο δυνατοί σήμερα. Στην Ελλάδα είναι οι ρίζες μου. Ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Έκανα τις σπουδές μου, εργάστηκα για 17 χρόνια στον κλάδο μου, έχω τους συγγενείς, πολλούς από τους φίλους μου, και όλα αυτά που σε δένουν μ’ έναν τόπο που βλέπεις το πρώτο φως. Η Αυστραλία, από την άλλη πλευρά, μου πρόσφερε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, επαγγελματική ανέλιξη, δεσμούς φιλικούς που με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο δεν χαλάρωσαν αλλά αντίθετα έγιναν στενότεροι, αδελφικοί, θα έλεγα. Η χώρα εξάλλου, ως τόπος, με ελκύει καθοριστικά. Έτσι μοιράζομαι, εδώ και χρόνια, τον χρόνο μου, ανάμεσα στις δύο χώρες. Τις αγαπώ το ίδιο δυνατά και τις δέχομαι με τα θετικά και τα αρνητικά τους.

ΣΥΝΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

-Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή του ομογενειακού δυναμικού, με την πρώτη γενιά των Ελλήνων μεταναστών, που στην ουσία δημιούργησαν τις βάσεις σ’ αυτό που ονομάζουμε ελληνική παροικία σήμερα, να είναι στην τρίτη ηλικία, πολλούς να βρίσκονται σε ιδρύματα ευγηρίας και άλλους να έχουν αποχωρήσει οριστικά. Η οργανωμένη παροικία, όσο κι αν θέλουμε να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο, σίγουρα αντιμετωπίζει, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ζητήματα επιβίωσης. Ποια θα ήταν η λύση;

-Καμιά άλλη από τη συνένωση των δυνάμεων. Το ότι εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις Αρχιεπισκοπής -Κοινοτήτων είναι βέβαια θετικό. Θα πρέπει όμως να γίνουν σοβαρά βήματα για την ένωση Κοινοτήτων και μεγάλων οργανισμών σε μια συνομοσπονδία. Να βρεθεί τρόπος όλο αυτό το δυναμικό που σ’ ένα μεγάλο βαθμό είναι διασκορπισμένο, να συγκροτηθεί σ’ ένα σώμα. Να βρει τρόπους να ελκύσει και να εμπνεύσει τις νεότερες γενιές. Ναι, όπως ανέφερε πρόσφατα και ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, Βασίλης Παπαστεργιάδης, υπάρχει το φιλότιμο και οι κοινοί στόχοι υποστηρίζονται από τον γενικότερο κορμό της παροικίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν αρκεί ή μάλλον εκεί πρέπει να στοχεύσουμε. Αυτό θα πρέπει να είναι το έναυσμα. Να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις οι οποίες θα προσελκύσουν τις νεότερες γενιές ώστε να υπάρξει συνέχεια.

ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

-Η διαρροή των εγκεφάλων –και όχι μόνο– προς τα έξω, τι συνέπειες μπορεί να έχει για την Ελλάδα;
-Kατά τη γνώμη μου, οδυνηρές, ακόμη και αν ανακάμψει οικονομικά η Ελλάδα. Πρόκειται για μεγάλη απώλεια για τη χώρα. Βέβαια, καλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της ανεργίας, μειώνοντας τον αριθμό των ανέργων, αυτό όμως δε σώζει τη χώρα.

-Όσον αφορά τους Έλληνες που αποφασίζουν σήμερα να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία τι θα πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα;
-Απλώς να ερευνήσουν σωστά όλες τις παραμέτρους. Αν μπορούν να βρουν δουλειά στον κλάδο τους, τις συνθήκες ζωής, την εικόνα της καθημερινότητας, τα σχολεία, αν έχουν παιδιά, προκειμένου να μη βρεθούν προ εκπλήξεων.

Από την άλλη πλευρά, εκείνο που βασικά παίζει καθοριστικό ρόλο είναι ο βαθμός της προσαρμοστικότητας που διαθέτει ο καθένας» καταλήγει ο άνθρωπος ο οποίος την καλλιέργησε ο ίδιος στον ύψιστο βαθμό!