Νύφες στην Αυστραλία: Δεν είχαν όλοι οι γάμοι αίσιο τέλος

Πρέπει να αναδείξουμε και αυτή την πτυχή της ανθρώπινης αποτυχίας στην μετανάστευση… δεν ήταν πάντα όλα ρόδινα» λέει ο ομογενής Χρήστος Δεσποτάκης


«Σκέψου μια αγράμματη νεαρή χωριατοπούλα με τρία παιδιά να βρίσκεται στο δρόμο και χωρίς καν να μιλάει αγγλικά, να αφήνει τον άντρα της και να μην έχει πού να πάει» λέει ο 59χρονος ομογενής Χρήστος Δεσποτάκης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αδελαΐδα αλλά στα δέκα του χρόνια, μετά από τον αποτυχημένο γάμο των γονιών του βρέθηκε μέσα στο πλοίο «Πατρίς» να ταξιδεύει για την Ελλάδα.

Η μητέρα του Χρήστου, η κ. Σταματία, το γένος Καλογήρου, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Ρόδου το 1933 και στα 25 της χρόνια, για να ευχαριστήσει τον πατέρα της, δέχθηκε τα προξενιά ενός μορφωμένου και καλλιεργημένου υποψήφιου γαμπρού από την Αυστραλία.

Γεμάτη ελπίδες και όνειρα, η νεαρή κοπέλα επιβιβάστηκε στο πλοίο «SS Orion», κρατώντας μια φωτογραφία του μέλλοντα συζύγου της στο ένα χέρι και το προικοσύμφωνο στο άλλο.

Έφτασε στο λιμάνι Outer Harbour της Αδελαΐδας τον Ιούλιο του 1958 όπου την περίμενε ο μέλλων σύζυγός της. Εκείνος την πήρε από το χέρι και πήγαν κατευθείαν στο Δημαρχείο για να παντρευτούν, εφόσον ήταν πρωτάκουστο για την εποχή εκείνη μια νεαρή κοπέλα να μείνει με έναν άγνωστο χωρίς να έχει προηγηθεί γάμος ή έστω ένας υποτυπώδης αρραβώνας.

O Χρήστος γεννήθηκε λίγους μήνες μετά το γάμο των γονιών του και λίγο αργότερα ήρθαν στο κόσμο οι δύο αδελφές του.

Ο μικρός Χρήστος με την μητέρα του

Καθώς περνούσε ο καιρός, όμως, το ζευγάρι αδυνατούσε να συμβιώσει αρμονικά και τότε η Σταματία πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να επιστρέψει στην πατρίδα.

«Θυμάμαι τις ημέρες στο δικαστήριο και τη μητέρα μου, που ήταν αγράμματη να προσπαθεί να καταλάβει τι την ρωτούν και να εξηγήσει στους δικαστές τι ακριβώς της συνέβαινε. Εκείνη την εποχή το να κάνει μια γυναίκα ένα τέτοιο βήμα ήταν άθλος γιατί το διαζύγιο θεωρείτο ταμπού και δεν υπήρχαν οι υπηρεσίες στήριξης που υπάρχουν σήμερα. Για μένα το γεγονός και μόνο ότι βρήκε το ψυχικό σθένος να υψώσει το ανάστημά της και να προστατέψει τον εαυτό της και εμάς, χωρίς καμία οικονομική ή συναισθηματική στήριξη, την κάνει ηρωίδα» λέει ο κ. Δεσποτάκης.

Μετά το πέρας της δικαστικής περιπέτειας, η 35χρονη πλέον Σταματία κέρδισε την επιμέλεια των τριών παιδιών της και με απόφαση του αυστραλιανού δικαστηρίου της επετράπη η έξοδος από τη χώρα.

Η νεαρή μητέρα μαζί με τον γιο της και τις δύο της κόρες επιβιβάστηκε στο πλοίο «Πατρίς» το 1969.

Για τα περισσότερα παιδιά το ταξίδι ήταν φαντασμαγορικό.

Ο δεκάχρονος Χρήστος ντυμένος ναύτης για να πει το ποίημά του λίγο πριν το πλοίο φτάσει στον προορισμό του

«Θυμάμαι σαν σήμερα πόσο μεγάλο φάνταζε στα παιδικά μου μάτια εκείνο το πλοίο με το ένα και μοναδικό φουγάρο που φιλοξενούσε γύρω στους 1000 επιβάτες, με περίπου 300 άτομα προσωπικό και τις μικρές καμπίνες όπου στοιβάζονταν κάθε φορά τέσσερα πέντε άτομα και όμως μου φαίνονταν τόσο μεγάλες.

«Δεν θα ξεχάσω τα κομφετί στο κατάστρωμα την ώρα της αναχώρησης και το δέος και τον θαυμασμό που μου είχε προκαλέσει εκείνο το τεράστιο εμβληματικό Χ (Χανδρής) που για όλους εμάς εκείνη την εποχή συμβόλιζε το εισιτήριο για την πατρίδα» θυμάται ο πρωτότοκος γιος της κ. Σταματίας.

Πάνω στο πλοίο εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε καν ραδιόφωνο, πόσο μάλλον τηλεόραση.

Τα μικρά παιδιά απασχολούνταν δημιουργικά σε ένα αυτοσχέδιο ελληνικό σχολείο όπου μια δασκάλα τους μάθαινε ελληνικά ποιήματα και τραγούδια τα οποία εκείνα με τη σειρά τους θα καλούνταν να παρουσιάσουν στους ταξιδιώτες λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό του.

Η Σταματία στο πλοίο για την Αυστραλία

Τον ελεύθερο χρόνο του ο μικρός Χρήστος έψαχνε στον ωκεανό να βρει δελφίνια και χελιδονόψαρα αν και δεν ήταν λίγες οι φορές που ώρες ατελείωτες καθόταν μόνος του και σκεφτόταν τρόπους για να βοηθήσει την μητέρα του μόλις έφταναν με το καλό στην πατρίδα.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού δεν ήταν λίγες οι φορές που το πλοίο συνάντησε κακοκαιρία, ισχυρούς ανέμους και ανεμοστρόβιλο και εφόσον τότε δεν υπήρχε ο εξοπλισμός που υπάρχει σήμερα, πολλές φορές το «Πατρίς» ήταν στο έλεος του ωκεανού.

Καθώς το πλοίο έγερνε προς τα αριστερά τα μικρά παιδιά πάλευαν να κρατηθούν από τα κάγκελα για να μην πέσουν ενώ ο Χρήστος έβρισκε καταφύγιο μέσα στις σωσίβιες λέμβους του καραβιού που για κάποιο περίεργο λόγο τον έκαναν να νιώθουν ασφαλή.

Επιστρέφοντας στη Ρόδο οι συγγενείς αγκάλιασαν την νεαρή μητέρα και τα παιδιά της, όμως όταν λίγο αργότερα ο πατέρας της Σταματίας πέθανε, τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο.

Η νεαρή μητέρα άρχισε να εργάζεται σε ένα μαγαζί κεραμικών, ενώ ο Χρήστος έγινε ψυχογιός ενός μάστορα και εργάστηκε σε ξενοδοχεία της Ρόδου για να συντηρήσει την μητέρα, τις δύο αδελφές και την λατρεμένη του γιαγιά.

Η οικογένεια έμεινε στην Ρόδο από το 1969 έως το 1974.

Μετά την γενική επιστράτευση η Σταματία έλαβε επίσημη ειδοποίηση από το Αυστραλιανό Προξενείο στην Αθήνα, που την παρότρυνε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Η νεαρή μητέρα φοβισμένη, δανείστηκε τα χρήματα του ταξιδιού και επέστρεψε στην Αυστραλία.

Δεν ξαναέφτιαξε την ζωή της και έως σήμερα αποφεύγει να μιλά για όσα τις συνέβησαν.

«Αυτή η περιπέτεια της κόστισε συναισθηματικά όπως κόστισε και στις αδελφές μου και σε εμένα που από τόσο μικρός ανέλαβα τον ρόλο του προστάτη. Όμως, παρ’ ότι δεν θα ευχόμουν σε κανέναν να ζήσει όλη αυτήν την ταλαιπωρία και περιπέτεια που εγώ πέρασα, δεν θα άλλαζα τίποτα από την δική μου ιστορία γιατί θεωρώ ότι οι δυσκολίες, η φτώχεια και τα βάσανα είναι τελικά αυτά που κάνουν έναν άνθρωπο δυνατό και ανεξάρτητο με τεράστια ψυχικά αποθέματα και αυξημένο το αίσθημα της αγάπης για τον συνάνθρωπο.

«Πολλές γυναίκες ήρθαν εδώ με ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο με μια διαδρομή στο άγνωστο. Κατανοώ πως πολλές ιστορίες εκείνης της εποχής είναι τρυφερές ιστορίες αγάπης όμως την ίδια στιγμή μέσα από την δουλειά μου και την δική μου προσωπική εμπειρία ξέρω από πρώτο χέρι ότι πολλοί γάμοι εκείνη την εποχή δεν είχαν αίσιο τέλος ενώ πολλά ζευγάρια έμειναν μαζί επειδή οι σύζυγοι δεν ήθελαν να διαλύσουν τα σπίτια τους», λέει ο κ. Δεσποτάκης, ο οποίος διατηρεί τον μεγαλύτερο ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό της Αδελαΐδας και, όπως ομολογεί, έχει κατά καιρούς ο ίδιος γίνει μάρτυρας ανάλογων περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, ασυμφωνίας χαρακτήρων και γενικότερης δυστυχίας μέσα στους κόλπους της παροικίας μας.

«Οι εποχές εκείνες δεν ήταν δύσκολες μόνο για μας αλλά και για τόσες άλλες οικογένειες που πέρασαν τα ίδια και χειρότερα και για το λόγο αυτό θεωρώ ότι οφείλουμε σήμερα να μην κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας αλλά να μιλάμε και να αναδεικνύουμε και αυτή την πτυχή της μετανάστευσης αποδεχόμενοι πως είναι και αυτές οι μαρτυρίες μέρος της ευρύτερης ιστορίας των Ελλήνων μεταναστών της Αυστραλίας» κατέληξε ο κ. Δεσποτάκης.