Την 1η Ιανουαρίου 2019 έκλεισαν είκοσι χρόνια από την ημέρα που το ευρώ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), ως το νέο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αρχικά μόνο με λογιστική μορφή στις συναλλαγές.

Η 1η Ιανουαρίου 1999 ήταν η απαρχή της Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, η οποία έγινε γνωστή ως Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), και είχε κριθεί απαραίτητη η καθιέρωση μιας κοινής νομισματικής μονάδας για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών–μελών της Ε.Ε., καθώς και για την μεγιστοποίηση των ωφελειών που θα προέκυπταν από αυτήν.

Οι θιασώτες της Νομισματικής Ένωσης υποστήριζαν ότι η δημιουργία του ευρώ θα συνέβαλλε στην ταχύτερη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρώπης, καθώς και στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών των κρατών–μελών της Ε.Ε.

Η Ελλάδα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001 προκαταρκτικά, γιατί το ευρώ ως νόμισμα αντικατέστησε τη δραχμή το 2002. Μέσα σε μία εβδομάδα από την εισαγωγή του, περισσότερες από τις μισές συναλλαγές μετρητών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Το ελληνικό κοινό εξοικειώθηκε πολύ γρήγορα με το ευρώ, και ήδη από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών πραγματοποιούνταν σε ευρώ.

Η μεταβατική περίοδος στην Ελλάδα ήταν μονοετής, και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2001, καθώς από την 1η Ιανουαρίου 2002 το ευρώ καθιερώθηκε ως το επίσημο νόμισμα της χώρας. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η αλλαγή νομίσματος από τη δραχμή στο ευρώ ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες, με άλλα λόγια στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2002, όταν τα εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα. Η ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε 1 ευρώ για 341 δραχμές.

Οι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν το ευρώ ως ένα από τα σύμβολα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι έχει αποφέρει στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, καθώς και στις επιχειρήσεις, σημαντικά οφέλη, όπως το μικρότερο κόστος στις εμπορικές συναλλαγές, και τα χαμηλά επιτόκια.

Ενώ τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι 28, η Ευρωζώνη απαρτίζεται από τα ακόλουθα 19 κράτη: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Φινλανδία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ευρώ να χρησιμοποιείται καθημερινά από γύρω στα 350 εκατομμύρια Ευρωπαίους.

Το σύμβολο του ευρώ είναι το €, το οποίο προκύπτει από το ελληνικό γράμμα «έψιλον», και από το αρχικό γράμμα της λέξης «Ευρώπη».

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 2019 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Πρόσφατα η Γερμανία και η Γαλλία πρότειναν τη σύσταση ενός ξεχωριστού προϋπολογισμού των χωρών της Ευρωζώνης. Η πρόταση εκείνη αφορά άμεσα και την Ελλάδα, καθότι οι στόχοι του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, από τη μια, είναι η πρόληψη οικονομικών κρίσεων σε μεμονωμένα κράτη-μέλη της και, από την άλλη, η μείωση των οικονομικών διαφορών ανάμεσα στα 19 κράτη του ευρώ. Σημαντικός στόχος του εν λόγω προϋπολογισμού είναι να χρηματοδοτούνται επενδύσεις σε χώρες της Ευρωζώνης με χαμηλή οικονομική ανάπτυξη.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η εν λόγω πρόταση εγκρίθηκε από τους Υπουργούς Οικονομικών της Ε.Ε., καθότι στόχος της είναι να επιφέρει μια ισορροπία μεταξύ της παράκλησης από χώρες της Νότιας Ευρώπης για περισσότερη αλληλεγγύη, και της άποψης των χωρών της Βόρειας Ευρώπης για την ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Αμφίσημη είναι η ακόλουθη άποψη που εξέφρασε ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Η εντύπωσή μου είναι ότι κάνουμε πρόοδο, αλλά η πρόοδος αυτή δεν είναι όσο γρήγορη θα έπρεπε».

Αξιωματούχοι της Ε.Ε. είναι της γνώμης πως για την επίτευξη των παραπάνω στόχων απαραίτητη είναι η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ούτως ώστε να έχει τη δυνατότητα για την αξιολόγηση των χωρών της Ευρωζώνης, παράλληλα με την στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Η ΕΚΤ είναι όργανο της Ε.Ε., και συναποτελεί μαζί με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Επιπλέον η ΕΚΤ εγκρίνει την κοπή νέου χρήματος στην Ευρωζώνη.

Πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών στην Ευρωζώνη. Κύριες αρμοδιότητές του είναι ο ορισμός και η υλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, η διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθώς και η διασφάλιση των συναλλαγών.

Η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, και διαθέτει δικό της προϋπολογισμό ύψους πέντε δισεκατομμυρίων ευρώ, ο οποίος συγχρηματοδοτείται από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Η μεγαλύτερη συνεισφορά προέρχεται από τη Γερμανία.

Τους συμμετέχοντες στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ ορίζουν για οκτώ χρόνια, και υποχρεωτικά για μία μόνο θητεία, οι Πρωθυπουργοί και αρχηγοί κρατών της Ευρωζώνης.

Η έδρα της ΕΚΤ βρίσκεται στην Φραγκφούρτη της Γερμανίας. Την 1η Νοεμβρίου 2011 ο Διοικητής της Ιταλικής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, αντικατέστησε τον Ζαν Κλωντ Τρισέ στην ηγεσία της ΕΚΤ.

Η ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

Θετικά είναι τα σχόλια του Κλάους Ρέγκλινγκ, Διευθυντή του ESM (European Safety Mechanism – Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ασφάλειας), ο οποίος πρόσφατα δήλωσε πως 5 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης είχαν δεχθεί την οικονομική στήριξη του ESM, τώρα τα πηγαίνουν καλά, έχοντας εφαρμόσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα κράτη αυτά.

Ωστόσο, ο Κλάους Ρέγκλινγκ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης ενδέχεται να υποχωρήσει το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω της αντιπαράθεσης για το εμπόριο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.

Πράγματι, η εξασθένηση της ανάπτυξης και του οικονομικού κλίματος στην Ευρωζώνη προς τα τέλη του 2018 δημιούργησε φόβους για μια δραματική επιδείνωση των συνθηκών το 2019, καθώς πολιτικοί λόγοι και εξωτερικοί κίνδυνοι έχουν αρχίσει να επηρεάζουν την οικονομία της Ε.Ε., δεδομένου ότι μεγάλες εταιρείες διστάζουν να αυξήσουν το προσωπικό και τις επενδύσεις τους, ενόψει της πτώσης στις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες.

Έτσι, η αναμενόμενη εξασθένηση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη προς τα τέλη του 2018 δημιουργεί φόβους για επιδείνωση των οικονομικών, και κατά προέκταση των κοινωνικών, συνθηκών στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 2019.

Στα μέσα του 2018 ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς εξέφρασε την αισιοδοξία του για το ευρώ, τονίζοντας ότι είναι μη αναστρέψιμο, και ότι «διασφαλίζει το κοινό μας μέλλον στην Ευρώπη».

Επίσης ο Όλαφ Σολτς, αναφερόμενος σε πρόσφατη συνάντηση της Καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, τόνισε πως η σύμπνοια των απόψεων των δύο ηγετών για την οικονομική πολιτική των χωρών τους θα θωρακίσει το ευρώ από τις κρίσεις, και πως το ευρώ ως το κοινό νόμισμα διασφαλίζει το μέλλον στην Ευρώπη.

Σε άρθρο της με τίτλο «Οι κίνδυνοι του 2019 για την Ευρωζώνη», η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (9/1/19) αναφέρεται σε σχόλια του Holger Schmieding, ο οποίος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής Τράπεζας Berenberg Bank, στα οποία έκανε τις ακόλουθες προβλέψεις για την Ευρωζώνη:

{…}Δύο είναι οι βασικοί κίνδυνοι που μπορεί να εκτροχιάσουν την Ευρωζώνη από το μονοπάτι της ανάπτυξης. Ένας είναι μια πτώση των εξαγωγών από την κλιμάκωση των εμπορικών πολέμων από τις ΗΠΑ, ένα σκληρό Brexit, μια απότομη προσγείωση της κινεζικής οικονομίας ή μια κρίση χρέους στην Ιταλία παρά τον συμβιβασμό Ρώμης-Βρυξελλών που επιτεύχθηκε στα τέλη του 2018. Ένας ακόμη κίνδυνος είναι να επικρατήσει ένα κλίμα φόβου στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, ακόμη και εάν δεν υλοποιηθούν τα παραπάνω σενάρια.

{…} Τον Μάρτιο του 2018, η εμπιστοσύνη στη βιομηχανία της Ευρωζώνης παρουσίασε τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση από το ξέσπασμα της κρίσης δημόσιου χρέους – ήταν λίγο μετά την επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Μέσα στο β΄ εξάμηνο του 2018, οι οικονομίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές έπρεπε να απορροφήσουν ακόμη μεγαλύτερους κραδασμούς λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας και της κρίσης σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές, όπως η Τουρκία.

Οι επόμενοι μήνες πιθανόν θα δείξουν ποια από τις παραπάνω προβλέψεις δύο Γερμανών οικονομολόγων θα επαληθευθεί.