Το νέο κύμα μετανάστευσης που οδήγησε χιλιάδες Έλληνες στην Αυστραλία την τελευταία δεκαετία, θα έλεγε κανείς πως ήταν μια ισχυρή τονωτική ένεση για τον ελληνισμό και τη γλώσσα μας.
Εν τούτοις, πριν από λίγο καιρό παρακολουθήσαμε τις εναγώνιες προσπάθειες της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας για τη διατήρηση της διδασκαλίας των ελληνικών σε κάποια από τα σχολεία της Μελβούρνης τα οποία αποφάσισαν να αφαιρέσουν τα ελληνικά από το πρόγραμμά τους. Οι προσπάθειες αυτές, ευτυχώς, τελικά στέφθηκαν με επιτυχία. Για πόσο όμως;

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και διογκώνεται χρόνο με το χρόνο. Ο αριθμός των Ελλήνων της Αυστραλίας αυξάνεται, αλλά η γλώσσα κινδυνεύει να χαθεί, συμπαρασύροντας τις παραδόσεις και την ελληνική κουλτούρα εν γένει.
Μέσα σε αυτό το όχι και τόσο ενθαρρυντικό κλίμα, υπάρχει μια περιοχή στην πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας που αντιστέκεται σθεναρά, κρατώντας τη διδασκαλία των ελληνικών στα ημερήσια σχολεία ως σημαντικό μέρος του προγράμματος τους.

Στην επαρχία του Riverland το ελληνικό στοιχείο είναι πολύ έντονο με δύο εξαιρετικά δραστήριες τοπικές κοινότητες στο Renmark και το Berri, οι οποίες δίνουν μεγάλη βάση στη διατήρηση της γλώσσας αλλά και της ιστορίας μας.

Στην περιοχή του Renmark λειτουργούν τρία δημόσια δημοτικά σχολεία κι ένα γυμνάσιο. Τα ελληνικά διδάσκονται σε όλα τα σχολεία, ενώ στην ευρύτερη περιοχή λειτουργεί και το Glossop High School στο οποίο διδάσκονται επίσης τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Τέλος, στις περιοχές Renmark και Berri λειτουργούν και δύο απογευματινά σχολεία για την κάλυψη των αναγκών των παιδιών ελληνικής καταγωγής.

RENMARK NORTH PRIMARY SCHOOL: ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Το Renmark Νorth Primary School υπήρξε παραδοσιακά το σχολείο όπου φοιτούσαν τα περισσότερα παιδιά ελληνικής καταγωγής. Aπό τις αρχές της δεκαετίας το ’70 τα ελληνικά αποτελούσαν σημαντικό μέρος του προγράμματος του σχολείου ενώ παράλληλα λειτουργούσε και απογευματινό σχολείο που απευθυνόταν στα ελληνόπουλα ενώ υπήρχε και Greek Liaison Officer που λειτουργούσε ως σύμβουλος και σύνδεσμος για των μαθητών ελληνικής καταγωγής και των γονέων τους με το σχολείο.

RNPS – 5ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης: μια αδελφοποίηση που κρατάει δεκαετίες. Εδώ η κ. Κότσαρη κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Θεσ/νικη στο πλαίσιο του προγράμματος (φωτο από το προσωπικό αρχείο της κ. Κότσαρη)

Η κ. Μαρία Κότσαρη που ανέλαβε το ρόλο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τη συνταξιοδότησή της το 2016, θυμάται πως δεν επρόκειτο για μια απρόσωπη θέση γραφείου, αλλά για ένα σοβαρό λειτούργημα καθώς τότε οι Έλληνες γονείς δεν κατανοούσαν το σύστημα του αυστραλιανού σχολείου γεγονός που συχνά παρεμπόδιζε την ομαλή φοίτηση των παιδιών τους σ’ αυτό. Αργότερα, η κ. Κότσαρη ανέλαβε και το πρόγραμμα διδασκαλίας των ελληνικών ως μητρικής γλώσσας στο ίδιο σχολείο, το οποίο απευθυνόταν σε μαθητές ελληνικής καταγωγής. Το πρόγραμμα αυτό, χάρις στο πάθος και το μεράκι της Μαρίας, συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία και συμμετοχή μέχρι το 2016, οπότε και η κυβέρνηση δυστυχώς διέκοψε την επιχορήγησή του, προκειμένου να υποστηρίξει γλώσσες νεώτερων μεταναστών. Η κ. Κότσαρη διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην έναρξη του προγράμματος αποστολής από την Ελλάδα αποσπασμένων εκπαιδευτικών στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ενώ για αρκετά χρόνια υπήρξε υπεύθυνη και του απογευματινού σχολείου της Κοινότητας του Renmark.

“Από το 1980 και μετά, οι διευθυντές του σχολείου αλλά και όλο το προσωπικό, με την αγάπη τους για το ελληνικό στοιχείο και τη συμπαράστασή τους σε όλες τις ελληνικές δράσεις που διοργανώναμε, έβαλαν γερά θεμέλια για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο RNPS”, υπογραμμίζει η κ. Κότσαρη.

Η κ. Patty Panagiotopoulos

Η κ. Patty Panagiotopoulos, με σπουδές στην εκπαίδευση στο Flinders University και ειδίκευση στη διδασκαλία των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, διορίστηκε στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ξεκίνησε το πρόγραμμα των ελληνικών στα δημοτικά σχολεία του Berri και του Glossop. Από το 1988 έως σήμερα, είναι υπεύθυνη του προγράμματος διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο Renmark North P.S.

Για όσο χρόνο συνυπηρέτησαν στο σχολείο με την κ. Κότσαρη, ένωσαν τις δυνάμεις τους και μέσα από διάφορα προγράμματα και πρωτοβουλίες κέρδισαν τη μάχη με το χρόνο και τη λήθη προσφέροντας την ευκαιρία στους μεγάλους να θυμηθούν και στους μικρούς να μάθουν την πατρίδα. Επί 30 χρόνια, διοργάνωναν την Ταβέρνα, με μουσική, φαγητό και ελληνική διασκέδαση με τη συμμετοχή μικρών και μεγάλων. Η Ταβέρνα γνώρισε τέτοια επιτυχία, ώστε συχνά προσέλκυε επισκέπτες από την Αδελαΐδα ακόμη και την Ελλάδα.
Σήμερα, η κ. Panagiotopoulos, κατέχει πολλαπλούς ρόλους στο σχολείο, αλλά το μεγάλο πάθος της εξακολουθεί να είναι το πρόγραμμα διδασκαλίας των ελληνικών, σύμφωνα με το οποίο οι μαθητές κάθε τάξης, από τα νήπια μέχρι το Year 7, διδάσκονται τη γλώσσα δύο ώρες την εβδομάδα. Επίσης, το σχολείο διατηρεί σχέσεις με δύο δημοτικά σχολεία στην Ελλάδα.

Όπως δήλωσε στην εφημερίδα μας η κ. Panagiotopoulos, οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια είναι πολλές, με κυριότερη τις περικοπές των κρατικών επιχορηγήσεων, καθώς πλέον η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στις γλώσσες των πληθυσμών που έρχονται τα τελευταία χρόνια στη Νότια Αυστραλία. Από την άλλη, η ποικιλομορφία στη σύνθεση των τάξεων με την παρουσία μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες καθώς και τα διαφορετικά επίπεδα ελληνομάθειας καθιστούν την καθημερινή διδακτική πρακτική των ελληνικών κυριολεκτικά πρόκληση. «Καθημερινά προσπαθώ να ανακαλύπτω τρόπους ώστε να κάνω τους μαθητές μου να αγαπήσουν την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα», λέει η κ. Panagiotopoulos και συμπληρώνει: « Όταν έρχονται γονείς που δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα και με ευχαριστούν για την προσφορά μου στα παιδιά τους, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα».

Η συνεχής εμπλοκή της σε σχέδια δράσης και ομάδες εργασίας για την διατήρηση και προαγωγή της ελληνικής γλώσσας στα δημόσια σχολεία αλλά και το πάθος της για την ελληνική γλώσσα, την οποία η ίδια θεωρεί ως την τέλεια γλώσσα, είναι αυτά που δίνουν δύναμη στην κ. Panagiotopoulos για να συνεχίσει το έργο της.

RENMARK PRIMARY SCHOOL: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Η διδασκαλία των ελληνικών ως ξένης γλώσσας μπήκε στο βασικό πρόγραμμα του Renmark Primary School στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Από το 1988 και μέχρι σήμερα, υπεύθυνη του προγράμματος είναι η ελληνικής καταγωγής εκπαιδευτικός κ. Sofia Pipinis.

Παράλληλα, στο σχολείο λειτουργούσε επίσης πρόγραμμα ελληνικών ως μητρικής γλώσσας καθώς, όπως προαναφέραμε, στην περιοχή υπήρχε μεγάλος αριθμός μαθητών απογόνων της πρώτης γενιάς μεταναστών που μιλούσαν ελληνικά στο σπίτι. «Δυστυχώς, όσο τα χρόνια περνούσαν ο αριθμός των παιδιών αυτών, όπως ήταν φυσικό, λιγόστευε κι έτσι το πρόγραμμα σταμάτησε» λέει η κ. Pipinis.

Σήμερα, στο RPS εξακολουθεί να παρέχεται η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας μία φορά την εβδομάδα σε κάθε τάξη, γεγονός αξιοσημείωτο αν υπολογίσουμε ότι στο σχολείο, που είναι το μεγαλύτερο στο Renmark, φοιτούν περίπου 300 μαθητές.

«Η επιτυχία του προγράμματος των ελληνικών στο σχολείο μας πιστεύω ότι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το γεγονός ότι διδάσκω τόσα χρόνια τα ελληνικά με συνέχεια και συνέπεια και κυρίως με το ίδιο πάθος και αμείωτη την αγάπη για τη μητρική μου γλώσσα», λέει η κ. Pipinis και συνεχίζει: «Το κλειδί για την επιτυχημένη διδασκαλία οποιασδήποτε γλώσσας είναι να ακολουθείς την μεθοδολογία και την παιδαγωγική που διατρέχει όλο το πρόγραμμα σπουδών. Αυτό απαιτεί, βέβαια, διαρκή επιμόρφωση αλλά και συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και των άλλων σχολείων της περιοχής που διδάσκουν τη γλώσσα».

Μία πρόκληση που αντιμετωπίζουν συχνά οι εκπαιδευτικοί των ξένων γλωσσών είναι η διατήρηση σε υψηλό επίπεδο του προφίλ του προγράμματος έναντι των άλλων εκπαιδευτικών, κάτι που η ίδια καταφέρνει μέσω της ανάληψης πολλαπλών ρόλων στο σχολείο.

Η κ. Sofia Pipinis

Η κ. Pipinis εξαίρει τη συμβολή των αποσπασμένων από την Ελλάδα εκπαιδευτικών στη διατήρηση της επαφής με τη γλώσσα και του υψηλού επιπέδου της διδασκαλίας με τη δυνατότητα εκτέλεσης πολλών δραστηριοτήτων εκτός του τυπικού προγράμματος, όπως για παράδειγμα θεατρικές παραστάσεις, διαγωνισμοί και σχολικές γιορτές ελληνικού χαρακτήρα.

«Μία ώρα διδασκαλίας τη βδομάδα για να μάθει ένα παιδί τη γλώσσα, δεν αρκεί. Οι μαθητές δυσκολεύονται να βρουν το λόγο να μάθουν ελληνικά εφόσον ζουν σε μια χώρα που όλοι μιλούν αγγλικά», λέει η κ. Pipinis και μας εξηγεί πώς η ίδια προσπαθεί να υπερπηδήσει αυτά τα εμπόδια: «Το άνοιγμα στην κοινότητα μπορεί να δώσει στα παιδιά την αιτία να εμπλακούν ενισχύοντας έτσι την πιθανότητα να μάθουν έστω και τα βασικά ελληνικά. Φέτος τρέξαμε ένα πρόγραμμα που προέβλεπε την επίσκεψη οκτώ μαθητών στο γηροκομείο κάθε δεκαπέντε μέρες. Οι μαθητές έβλεπαν Έλληνες τρόφιμους με τους οποίους μαγείρευαν, χόρευαν, τραγουδούσαν κι επικοινωνούσαν χρησιμοποιώντας βασική επικοινωνιακή γλώσσα. Η εμπειρία ήταν μοναδική καθώς τα παιδιά συνηδητοποίησαν με αυθεντικό τρόπο τη σημασία της δεύτερης γλώσσας».

GLOSSOP HIGH SCHOOL: ΜΙΑ ΑΛΛΗ… ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Λίγο πιο έξω από το Ρένμαρκ λειτουργεί το Glossop High School όπου τα ελληνικά εντάχθηκαν στο επίσημο πρόγραμμα του σχολείου το 1979. Εκείνη τη χρονιά τελείωνε το Λύκειο η κ. Vicki Constas η οποία δεν φανταζόταν ότι έξι χρόνια μετά θα επέστρεφε στο παλιό της σχολείο για να αναλάβει η ίδια τη διδασκαλία των ελληνικών, θέση την οποία κατέχει μέχρι σήμερα. «Την εποχή εκείνη φοιτούσαν στο σχολείο 140 μαθητές ελληνικής καταγωγής οι οποίοι δε μάθαιναν μόνο τη γλώσσα αλλά ανακάλυπταν τις ρίζες τους», θυμάται η κ. Constas και λέει ότι «κάπως έτσι ξεκίνησε η ιδέα της συλλογής της δουλειάς των μαθητών σε ένα βιβλίο που γράφτηκε και στις δύο γλώσσες και δημοσιεύτηκε το 1987 με τον τίτλο Οδύσσεια – Οι Έλληνες στο Ρίβερλαντ (The Odyssey – Greeks in the Riverland)».

Η παρουσίαση της «Οδύσσειας» των μαθητών του GHS προβλήθηκε από τον τοπικό Τύπο (φωτο από το αρχείο της κ. Constas)

Σήμερα, στο Glossop High School δε διδάσκονται μόνο ελληνικά αλλά και άλλες γλώσσες, όπως ιαπωνικά, γερμανικά και ισπανικά. Δυστυχώς, πολλές οικογένειες έχουν μετοικήσει και το ελληνικό στοιχείο έχει αρχίσει να ατονεί. Παρά τις αντιξοότητες αυτές, η κ. Constas εξακολουθεί με το ίδιο πάθος να προσπαθεί να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των μαθητών της για τα ελληνικά προκειμένου να διατηρήσει τη θέση τους στο πρόγραμμα.

Χορευτικές ομάδες, μαγειρική, διαδικτυακά ταξίδια στην Ελλάδα, η ώρα του ελληνικού καφέ είναι μερικοί από τους εκπαιδευτικούς «άσους» που η έμπειρη εκπαιδευτικός κρύβει στο μανίκι της για να κάνει πιο ενδιαφέρον και δελεαστικό το μάθημα των ελληνικών.

«Η υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης όλα αυτά τα χρόνια, με την αποστολή των αποσπασμένων εκπαιδευτικών αλλά και με την παροχή βιβλίων και άλλων μέσων απαραίτητων στην εκπαιδευτική πράξη, έχει συμβάλει τα μέγιστα στη διατήρηση της διδασκαλίας των ελληνικών στα δημόσια σχολεία», λέει η κ. Constas.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Η επικοινωνία μου με αυτές τις εμπνευσμένες εκπαιδευτικούς, που με το πάθος τους και τις ικανότητές τους κατορθώνουν τόσα χρόνια τώρα να κρατούν τα ελληνικά στα ημερήσια σχολεία της περιοχής του Riverland μου προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. Αφενός αισθάνθηκα χαρά και περηφάνια για το σπουδαίο έργο τους αλλά την ίδια στιγμή μια αίσθηση μελαγχολίας σκέπασε την καρδιά μου, όταν προσπάθησα να δω το μέλλον.

Αν αυτές οι καταπληκτικές δασκάλες αποχωρήσουν, ποια θα είναι η συνέχεια; Θα υπάρξει καν συνέχεια;
Ας ευχηθούμε το φωτεινό παράδειγμά τους, όπως και όλων των συναδέλφων τους ανά τη χώρα να σταθεί εφαλτήριο για τους νεότερους εκπαιδευτικούς, ώστε να κάνουν το βήμα μπροστά και να αναλάβουν δράση. Όχι μόνο στο Riverland, αλλά και σε όλη την Αυστραλία.