Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ένα από τα μεγαλύτερα διαδικτυακά πρακτορεία ειδήσεων στην Κίνα, Κινέζοι επιχειρηματίες, αλλά και απλοί πολίτες, τα τελευταία χρόνια επενδύουν μεγάλα ποσά στην αγορά ακίνητων περιουσιών σε άλλες χώρες.

Το 2018 η Ελλάδα για πρώτη φορά καταλαμβάνει την έκτη θέση μεταξύ των χωρών στις οποίες οι Κινέζοι κάνουν αγορές ακινήτων. Οι έξι αυτές χώρες είναι οι ακόλουθες, με σειρά προτεραιότητας:
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Καναδάς, Αυστραλία, Ελλάδα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι Κινέζοι κάνουν χρήση του προγράμματος που ξεκίνησε με το νόμο 4146 το 2013, το οποίο είναι γνωστό ως «Χρυσή Βίζα», και παρέχει άδεια διαμονής σε πολίτες χωρών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι προβαίνουν σε αγορά ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, η αξία της οποίας είναι τουλάχιστον 250.000 ευρώ.

Πρόκειται για μια άδεια διαμονής η οποία έχει ουσιαστικά μόνιμο χαρακτήρα και διαρκεί εφ’ όρου ζωής, με τον κάτοχό της όμως να υποχρεούται σε ανανέωσή της κάθε πέντε έτη. Το 2017, σύμφωνα με στοιχεία του οργανισμού Enterprise Greece, χορηγήθηκαν 2.305 άδειες διαμονής σε επενδυτές-αγοραστές ακινήτων, με τους πολίτες της Κίνας να κατέχουν την πρωτιά με 1.011 άδειες, με άλλα λόγια 43% των αδειών που είχαν χορηγηθεί το 2017. Δεύτερη χώρα σε αριθμό αδειών την ίδια χρονιά ήταν η Ρωσία, και τρίτη η Τουρκία.

Από το 2013 μέχρι τα τέλη του 2017 είχαν χορηγηθεί συνολικά 6.057 άδειες διαμονής στην Ελλάδα σε ξένους που επένδυσαν σε ακίνητα αξίας 250.000 ευρώ και πάνω.
Και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν παρόμοια προγράμματα, όμως η αξία της ακίνητης περιουσίας που πρέπει να αγοράσουν οι ξένοι είναι μεγαλύτερη από τα 250.000 ευρώ που ισχύει για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, για την Κύπρο το απαιτούμενο κατώτερο ποσό για ακίνητη περιουσία είναι 300.000 ευρώ, για την Πορτογαλία 350.000 ευρώ, και για την Ισπανία 500.000 ευρώ.

Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες χώρες, το ελληνικό πρόγραμμα προσφέρει άδεια διαμονής και στους/στις συζύγους των αγοραστών, στους γονείς τους και στα παιδιά τους ηλικίας κάτω των 21 ετών.

Από σχετικές έρευνες προκύπτει το συμπέρασμα πως ο κύριος λόγος που οι Κινέζοι κάνουν χρήση της «Χρυσής Βίζας», και προβαίνουν σε αγορές ακινήτων, είναι η απόκτηση άδειας διαμονής στην Ελλάδα, η οποία επιπρόσθετα τους δίνει και τη δυνατότητα να μετακομίσουν και σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το ενδιαφέρον των Κινέζων για ακίνητες περιουσίες επικεντρώνεται στην Αθήνα, με προτίμηση εκείνες που βρίσκονται σε παραθαλάσσιες περιοχές, ή σε δάσος. Με άλλα λόγια, επιλέγουν τα καλύτερα προάστια της Αθήνας.

Το ενδιαφέρον των Κινέζων για ακίνητες περιουσίες στην Αθήνα έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που αεροπλάνα από την Κίνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο της Αθήνας τρεις φορές την εβδομάδα. Εκεί τους περιμένουν Έλληνες κτηματομεσίτες και τους πηγαίνουν κατευθείαν σε διαμερίσματα και άλλα ακίνητα προς πώληση.

Σύμφωνα με σχόλιο του διεθνούς μέσου ενημέρωσης Reuters, οι Κινέζοι προσελκύονται έντονα από τις πολύ χαμηλές τιμές στα ελληνικά ακίνητα, τα οποία σε γενικές γραμμές έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων.

ΣΧΟΛΙΑ ΚΙΝΕΖΩΝ ΙΔΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
Μια νεαρή Κινέζα, σε ερώτηση τι είναι εκείνο που την κάνει να θέλει να αγοράσει ακίνητο, αλλά και να μείνει στην Αθήνα, απάντησε ως ακολούθως:
«Η Ελλάδα έχει πολύ καλό καιρό και μου αρέσουν οι άνθρωποι και το φαγητό… Μπορώ να αγοράσω δύο ή τρία διαμερίσματα με 250.000 ευρώ στην Αθήνα, αλλά αν ξοδέψω τα ίδια χρήματα στο Πεκίνο μπορώ να αγοράσω μόνο ένα διαμέρισμα 30 τετραγωνικών μέτρων σε μία γενικά καλή τοποθεσία. Είναι μεγάλη διαφορά».

Στις αγοραπωλησίες γίνονται και κάποιες αξιοκατάκριτες κομπίνες, όπως η ακόλουθη που αναφέρει το ελληνικό μέσο ενημέρωσης «Πρώτο Θέμα», στην έκδοση της 3ης Οκτωβρίου 2018:

«Υπάρχουν επίσης κάποιοι Κινέζοι που αγοράζουν πολλά ακίνητα φθηνότερα των 200.000 ευρώ και τα μεταπωλούν σε συμπατριώτες τους που χρειάζονται τη Χρυσή Βίζα με κέρδος το λιγότερο 50.000 ευρώ».

Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση ενός ανδρογύνου Κινέζων που αγόρασε 30 διαμερίσματα. Λίγες εβδομάδες μετά την αγορά, οι Κινέζοι μάζεψαν όλους τους Έλληνες ενοίκους των διαμερισμάτων σε μια συνάντηση, και με τη βοήθεια ενός διερμηνέα τούς ανακοίνωσαν πως τα συμβόλαιά τους δεν θα ανανεώνονταν. Κάποιοι αντέδρασαν, αλλά οι νέοι ιδιοκτήτες προσπάθησαν να μην δημιουργηθούν εντάσεις. Τους είπαν πως δεν σκόπευαν να κινηθούν δικαστικά, και ζήτησαν από όλους να τους πουν πόσο καιρό χρειάζονταν για να βρουν άλλη κατοικία.

Πρόσφατα στατιστικά στοιχεία δείχνουν μεγάλες αυξήσεις στα ενοίκια στο κέντρο της Αθήνας. Με άλλα λόγια, οικογένειες Αθηναίων που δεν διαθέτουν ιδιόκτητες κατοικίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα για την εξασφάλιση στέγης στην πόλη τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άρθρο της αθηναϊκής εφημερίδας Τα Νέα (10/9/18), με τίτλο «Κινέζος αγόρασε… 700 διαμερίσματα στην Αθήνα». Ακολουθεί απόσπασμα του άρθρου αυτού:

«Όπως αποκαλύπτει το euro2day, ένας Κινέζος γιατρός έχει αγοράσει στην Αθήνα περίπου 700 διαμερίσματα, ενώ μόνο σε ένα μήνα απέκτησε 70 ακίνητα. Ο ίδιος επίσης επένδυσε γύρω στα 14 εκατομμύρια ευρώ για την αγορά του μεγαλύτερου τμήματος κτιρίου γραφείων στην οδό Σταδίου.

Οι ξένοι εκμεταλλεύονται τις χαμηλές τιμές, μιας και από το 2008 έχουν υποχωρήσει πάνω από 40%. Αγοράζουν όσο – όσο, τα ανακαινίζουν, και πολλά από αυτά μετατρέπονται σε διαμερίσματα βραχυχρόνιας ενοικίασης σε τουρίστες».

Κατά τη διάρκεια του 2017 οι Κινέζοι αγόρασαν ακίνητα στην Αθήνα αξίας περίπου 260 εκατομμυρίων ευρώ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τι πιθανότητες έχει ένας Αθηναίος οικογενειάρχης να αγοράσει δικό του διαμέρισμα; Σε λίγα χρόνια οι Κινέζοι θα ρυθμίζουν και τα ενοίκια που θα πρέπει να πληρώνουν οι Αθηναίοι που δεν έχουν δικές τους κατοικίες.

Η τάση πολλών Κινέζων να αγοράζουν ακίνητα για να τα νοικιάσουν ωθεί τα ενοίκια ανοδικά και ορισμένες φορές οδηγεί σε απειλές έξωσης αν οι ενοικιαστές δεν συμφωνήσουν να πληρώσουν το υψηλότερο ενοίκιο. Οι Κινέζοι αγοραστές δεν περιορίζονται στα διαμερίσματα, αγοράζουν και κτίρια γραφείων, καταστήματα και ξενοδοχεία. Ο ίδιος Κινέζος ο οποίος απέκτησε τα περίπου 700 ακίνητα, αναζητεί ευκαιρίες για την αγορά και ξενοδοχείων.

Αυξημένες επενδύσεις από την Κίνα περιμένουν και στο άμεσο μέλλον τα στελέχη του ισχυρού κινεζικού μεσιτικού γραφείου Juwai.com, το οποίο δραστηριοποιείται στη διεθνή αγορά. Στον δικτυακό του τόπο φιλοξενούνται περισσότερες από 1.000 αγγελίες για ακίνητα στην Αθήνα, με τιμές που ξεκινούν από τις 80.000 ευρώ.

Πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2018 οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 1,2% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ποσοστό που αποτελεί τον υψηλότερο ρυθμό ανόδου της τελευταίας δεκαετίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ακόλουθα σχόλια που έχει κάνει ο Πέτρος Τσαγκ, ο οποίος δραστηριοποιείται στον χώρο των ελληνικών ακινήτων για πάνω από είκοσι χρόνια.

«Η Ελλάδα είναι ασφαλής χώρα, είναι σαν την Κίνα. Μπορείς να περπατάς άνετα και χωρίς φόβο στο δρόμο. Εκτός από αυτό όμως είναι βασικό ότι η βίζα στην Ελλάδα είναι για αόριστο χρόνο και μπορεί κάποιος από την Κίνα να πάει παντού. Επίσης στην Ελλάδα είναι μόνο 250.000 ευρώ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 300-400 χιλιάδες. Είναι δώρο Θεού, τσάμπα. Στο Πεκίνο με 250.000 αγοράζεις μια θέση γκαράζ».

Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας έδειξαν ότι οι ξένες επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα το 2017 αυξήθηκαν κατά 287 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που είναι κατά 91% ψηλότερο από τις ξένες επενδύσεις το 2016.

Η εισροή ξένου συναλλάγματος στην Ελλάδα έχει ευεργετικά αποτελέσματα όταν επενδύεται σε παραγωγικές μονάδες, καθότι τότε συμβάλλει στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής, και παράλληλα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Όταν όμως χρησιμοποιείται για την αγορά ακίνητων περιουσιών συχνά δημιουργεί κοινωνικά προβλήματα για τον εγγενή πληθυσμό, καθότι δυσχεραίνει την εξασφάλιση ιδιόκτητης, ή και ενοικιασμένης κατοικίας, λόγω του αυξημένου κόστους.

Επί πλέον τίθεται το ερώτημα μέχρι πότε η ελληνική οικονομία θα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις επενδύσεις Κινέζων, αλλά και άλλων ξένων κεφαλαιούχων, γιατί η συνεχιζόμενη αύξησή τους ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη σημαντικών αποφάσεων για τη δομή και την πορεία της ελληνικής οικονομίας από επιχειρηματίες άλλων εθνοτήτων, κύριος, αν όχι αποκλειστικός στόχος των οποίων είναι το συμφέρον των εταιρειών τους.