Ήταν 7 του Φλεβάρη του 2009. Η φύση της Βικτώριας μετά από 10 χρόνια συνεχούς ξηρασίας είχε μετατραπεί σε εύφλεκτη καύσιμη ύλη. Η Μετεωρολογική Υπηρεσία είχε προβλέψει για εκείνο το Σάββατο ότι η θερμοκρασία θα φτάσει τους 44 βαθμούς στη Μελβούρνη. Οι Αρχές προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιών. Και οι φωτιές ήρθαν. Πάνω από 100. Έζωσαν τη Βικτώρια σα μανιασμένα τέρατα αποφασισμένα να μετατρέψουν σε στάχτη ό,τι βρουν μπροστά τους. Και έτσι έγινε. «Καταβρόχθισαν» τη ζωή με πρωτόγνωρο μένος.

Πάνω από 173 άνθρωποι χάθηκαν εκείνη την αποφράδα μέρα. Δέκα χρόνια μετά, κάποιοι θυμούνται την τραγωδία ως ιστορικό γεγονός, κάποιοι άλλοι νεαρότεροι κάτοικοι της Βικτώριας που δεν την έζησαν καν, μαθαίνουν για εκείνη την καταστροφή μέσα από βιβλία και αφηγήσεις. Υπάρχουν όμως και αυτοί, που μαρτύρησαν εκείνη τη μέρα. Δεν μπορούν να την ξεχάσουν. Είναι οι άνθρωποι που είδαν τον θάνατο με τα μάτια τους και κατάφεραν να του ξεφύγουν, αλλά και οι οικογένειες αυτών που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τις μανιασμένες φλόγες.

Μαζί μ’ αυτούς που εκείνο το Μαύρο Σάββατο στιγμάτισε τη ζωή τους για πάντα, και η ομογενής Μάρθα Μηλιώνη. «Τα παιδιά μου ήταν η μόνη χαρά στη ζωή μου. Έχασα το παλικάρι μου και τη νύφη μου. Πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει. Η θλίψη έγινε μόνιμη συντροφιά μου. Αντί να πηγαίνω στο Kinglake επίσκεψη στον γιο μου, επισκέπτομαι το νεκροταφείο στο Lilydale» μου λέει.

Το μνήμα όπου αναπαύονται ο Δημήτρης και η Τάνια.

Το παλικάρι της, ο Δημήτρης Τσιμικλής, και η νύφη της, ζούσαν στο Kinglake. Είχαν παντρευτεί από τα 18 τους. Το 2009 ήταν η χρονιά τους. Αιώνια ερωτευμένοι εκείνη την χρονιά είχαν αποφασίσει να γίνουν γονείς. Δεν πρόλαβαν. Οι φλόγες έζωσαν το σπίτι τους που έμελλε να γίνει και τάφος τους.
Ο πόνος της κ. Μάρθας ωμός μετά από δέκα χρόνια, σκίζει τα σωθικά της και το σώμα της. Το βλέπεις. Τα μάτια της αιώνια θλιμμένα και υγρά, από εκείνη την ημέρα έως σήμερα. Ο χώρος της γεμάτος από εικόνες του Δημήτρη και της Τάνιας της. Τα χαμογελαστά τους πρόσωπα φωτίζονται από αμέτρητα κεριά, ξόρκι στο σκοτάδι της φρίκης που πήρε τις ζωές τους.

Ο Δημήτρης, η κ. Μάρθα, η Τάνια και η κόρη της κ. Μάρθας, Θεώνη.

Τα λόγια της δεν χρειάζονται παρεμβάσεις.
Η οργή της τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη. Μία μεταμφίεση όμως. Πίσω της κρύβεται η θλίψη. Όλα της τα συναισθήματα σε υπέρτατο βαθμό. Αυτά καθορίζουν τη ζωή της. Η κόρη της και η εγγονούλα της την κρατούν ζωντανή, μαλακώνουν λίγο την καρδιά της. Παραμένει όμως μία γυναίκα που η μοίρα δεν της χαρίστηκε. Συνεχίζει όμως να χαμογελά. Όταν μπορεί…

Με την ευχή να μην γίνει πάλι τέτοιο κακό μου παρέδωσε την Τρίτη αυτήν την επιστολή. Σας την παραθέτουμε αυτούσια. Με σεβασμό στον πόνο της και θαυμασμό για το θάρρος της…
«5/2/1019
Πέρασαν δέκα χρόνια και όμως μου φαίνεται ότι ήταν πριν λίγο καιρό. Και όμως πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια μες στον πόνο και το δάκρυ, ένας πόνος που έχει φωλιάσει μέσα στην ψυχή μας που δεν μπορώ να περιγράψω. Δεν υπάρχουν λόγια.
Ξέρεις τι θα πει να μάθεις ότι το ανταλλακτικό στην κολώνα του ηλεκτρισμού, όπου ξεκίνησε τη φωτιά στοίχιζε $10. Ναι αγαπητοί μου άνθρωποι, $10. Για δέκα αναθεματισμένα δολάρια έχασε τη ζωή του τόσος κόσμος και μαζί με αυτούς και τα παιδιά μου. Είναι να βγαίνεις από τα ρούχα σου με αυτά που συνέβησαν και ξεκλήρισαν οικογένειες.
Δεν τους συγχωρώ. Δεν συγχωρώ κανέναν από αυτούς που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτήν την καταστροφή, υπεύθυνοι για τις ζωές που χάθηκαν τόσο άδικα.

Η φωτιά άρχισε από την κολώνα του ηλεκτρικού στο Kilmore στις 11.47 το πρωί. Τα παιδιά μου έμεναν στο Kinglake και κάηκαν στις 6 το απόγευμα. Κοιτάτε πόσες ώρες είχαν μπροστά τους να ειδοποιήσουν τον κόσμο και δεν θα χανόταν κανένας τουλάχιστον στο Kinglake, εκεί ήταν που χάθηκε ο πιο πολύς κόσμος.
Γι’ αυτό εγώ θέλω να ξέρω για την CFA, που βρισκόταν εκείνη τη μέρα γιατί δεν πήγε έξω από το σπίτι του γιου μου, που πήγαιναν πάντα. Θέλω να μάθω έστω και μετά από 10 χρόνια γιατί η Πυροσβεστική ήταν απούσα εκείνη τη μοιραία μέρα. Κρυφτήκαν να σώσουν τη ζωή τους. Γιατί όμως δεν σκέφτηκαν και τον κόσμο να τους ειδοποιήσουν; Είχαν τόσες ώρες μπροστά τους να τους ειδοποιήσουν και να γλιτώσει ο κόσμος.

Ο Δημήτρης και η Τάνια την ημέρα του γάμου τους.

Ήταν κοροϊδία να στέλνουν μηνύματα στα κινητά κατόπιν εορτής αφού έγινε το κακό.
Αγαπητοί μου άνθρωποι η Πυροσβεστική είχε πάρει εντολή από τη Nixon να μην λάβουν μέρος αυτή τη μέρα και άφησαν τον κόσμο στη μαύρη τους μοίρα. Την άλλη μέρα που κόπασε ο αέρας κινήθηκε και η Πυροσβεστική και έτσι βρήκαν και «καημένα κοαλάκια» που έγραψε και κάποια κυρία στον «Νέο Κόσμο».

Η Nixon είναι η πρώτη που έχει μία μεγάλη μερίδα ευθύνης. Πολλοί έφταιγαν μα κανένας δεν δικάστηκε. Αυτοί που τιμωρήθηκαν είμαστε εμείς που χάσαμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Χάσαμε τους ανθρώπους μας. Και δεν φτάνει που εκείνη τη μέρα η Nixon τους έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια όλους, της έδωσαν μετά και θέση να βοηθήσει τους πυρόπληκτους.

Ντροπή γι’ αυτό το πράγμα ντροπή και σε αυτούς που το άφησαν να συμβεί. Εμένα μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι όταν την έβλεπα. Μας έστελνε γράμματα να συναντηθούμε εμείς που χάσαμε τους ανθρώπους μας, δεν το άντεχα. Μέχρι που το έκανα συζήτηση.
Όταν την χρειαζόταν ο κόσμος που ήταν; Ήταν απασχολημένη, κομμωτήριο και το βραδάκι έτρωγε έξω με τη παρέα της ενώ ο κόσμος εκεί ψηνόταν σαν αρνιά.
Δεν είχα σκοπό να γράψω, γιατί κάποτε που είχα γράψει δεν τα έγραψαν όπως εγώ τα είχα, δηλαδή την αλήθεια.

Εύχομαι αυτήν την φορά να μην γίνει το ίδιο.
Αυτό που με έκανε να γράψω είναι τα γραφόμενα στον Νέο Κόσμο της Πέμπτης 2 Αυγούστου 2018 στο άρθρο «Σεβασμός στους νεκρούς και συγκρίσεις» της κ. Παυλοπούλου. «Προσπαθούσαν να κρύψουν κάτι οι Αρχές; Ήθελαν να αποκρύψουν το μέρισμα της ευθύνης τους, τα λάθη που έγιναν, γιατί και εδώ στη Βικτώρια εκείνο το μοιραίο Σάββατο έγιναν λάθη. Όχι.»Τι «όχι» κυρία μου. Από τα λάθη τους χάθηκαν τόσοι άνθρωποι, τόσος κόσμος. Δεν τους αφήνουμε πρώτα να πεθάνουν και μετά να δείξουμε σεβασμό στους νεκρούς. Να τους δείξουμε σεβασμό πρώτα όταν είναι στη ζωή, να σκεφτούμε ότι κινδυνεύουν, να κοιτάξουν να βρουν τρόπο να τους σώσουν από τον θάνατο, να τους γλιτώσουν. Είχαν όλη τη μέρα μπροστά τους.

Γι’ αυτό δεν τους συγχωρώ ποτέ, δεν συγχωρώ αυτό που έγινε με τίποτα, γιατί έχασα τα παιδιά μου, έχασα το παλικάρι μου, έχασα τη νύφη μου που ήταν και αυτή κόρη μου, παιδί μου. Γι’ αυτό ο πόνος ρίζωσε μέσα στα σωθικά μου. Γνώριζα ότι περίμεναν και παιδί.
Δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτό το κακό, είναι μπροστά μου και κάθε μέρα και βράδυ με ακολουθεί παντού.

Στο Μάτι έζησαν και εκεί τις πυρκαγιές τη φρίκη και τον πόνο της καταστροφής. Οι πυροσβέστες δεν κρύφτηκαν, προσπάθησαν ό,τι μπορούσαν. Εκεί όμως δεν υπήρχαν δρόμοι όπως εδώ. Κτίσανε σπίτια χωρίς σχέδιο πόλεως, αφήσανε μόνο σοκάκια όπως είχαν στο χωριό τους, κάνανε και τις μάντρες και δεν σκέφτηκαν για το μέλλον. Την πλήρωσαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Τι να πούμε, μεγάλο κακό και εκεί, τους νιώθω και τους καταλαβαίνω απόλυτα. Εμείς εδώ όλοι σεβόμαστε τους νόμους, μα αν μπορούμε ας κάνουμε και αλλιώς. Έφτιαξες κάτι παράνομο σε υποχρεώνουν να το γκρεμίσεις και έχεις και πρόστιμο.

Στην Ελλάδα και αυτοί που κυβερνούσαν δεν σέβονται τους νόμους, τι περιμένεις από τον υπόλοιπο κόσμο; Και ιδού τα αποτελέσματα ρέματα κλεισμένα, δρόμοι μονοπάτια. Χάθηκε κόσμος, νέοι, γέροι, παιδιά αγγελούδια, δεν υπάρχει χειρότερο, το ζω και ξέρω καλά τι θα πει να χάσεις αγαπημένα σου πρόσωπα, η σκέψη μου είναι μαζί τους. Τους εύχομαι δύναμη και κουράγιο έτσι ήταν γραμμένο. Ο Θεός να είναι πάντα μαζί τους και ανάθεμα σ’ αυτούς που βάζουν φωτιές.
Με σεβασμό για όλους αυτούς που χάθηκαν μαζί και τα παιδιά μου, με πολύ αγάπη να’ ναι αναπαυμένη η ψυχούλα τους.
Μάρθα Μηλιώνη»