Ήταν στις 13 Φεβρουαρίου του 1957, ημέρα των γενεθλίων του Δημήτρη Γκόγκου, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο «Νέος Κόσμος».
Σήμερα, πολλοί από τους αναγνώστες της εφημερίδας, που την στήριξαν στα πρώτα δύσκολα χρόνια, αλλά και επιχειρηματίες μα κυρίως οι άνθρωποι που την δημιούργησαν δεν είναι σήμερα μαζί μας.
Ίσως και οι ίδιοι να μην πίστευαν τότε, στα δύσκολα χρόνια της μαζικής μεταπολεμικής μετανάστευσης, πως η εφημερίδα που κυκλοφόρησε με πρωτόγονα μέσα, αρχικά με ελάχιστες σελίδες, θα συνέχιζε, όχι απλά να υπάρχει, αλλά να είναι η φωνή του Ελληνισμού της Αυστραλίας και. Χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη ελληνική εφημερίδα της διασποράς αφού δεν περιορίζεται μόνο στις τρεις έντυπες εκδόσεις της, αλλά έχει δυνατή παρουσία στο διαδίκτυο και την διαβάζουν παντού: Στην Αυστραλία, την Ελλάδα και όπου υπάρχουν ομογενείς.

Πριν δυο χρόνια γιορτάσαμε τα 60 χρόνια του «Νέου Κόσμου». Και είχα γράψει, τότε, ένα σημείωμα, από όπου (ξανα) δημοσιεύω κάποια αποσπάσματα:

«Θυμάμαι», έγραφα, «όταν ετοιμάζαμε το αφιέρωμα για τα 30 χρόνια του «Νέου Κόσμου», το 1987, που ο (τότε) διευθυντής μας, Δημήτρης Γκόγκος, μου είπε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ: «Εντυπωσιακό το αφιέρωμα. Ελπίζω να προλάβουμε να κάνουμε και τα… σαράντα της» – εννοώντας, φυσικά, την 40ή επέτειο της έκδοσης του «Νέου Κόσμου» και όχι το… μνημόσυνό του!
Τα χρόνια πέρασαν και γιορτάσαμε το 1997, με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, την 40ή επέτειο έκδοσης της εφημερίδας με μια εντυπωσιακή έκδοση 120 (μεγάλων) σελίδων που αποτελεί και ρεκόρ για το «Νέο Κόσμο».
Την 50ή επέτειο (λες και ήταν χθες) την γιορτάσαμε με τέσσερα περιοδικά που έγραψαν ιστορία το 2007.
Και την 60η επέτειο την γιορτάσαμε με ακόμα ένα εντυπωσιακό αφιέρωμα.

Έχω γράψει, αρκετές φορές, πως οι σχέσεις που αναπτύσσουν οι εφημερίδες σε κάθε μήκος και πλάτος της Γης με το αναγνωστικό τους κοινό είναι κάτι παραπάνω από ξεχωριστές. Στην περίπτωση του «Νέου Κόσμου» η σχέση που έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι της εφημερίδας μας με σας, είναι σχέση ζωής. Μια σχέση η οποία αναπτύχθηκε και μεγάλωσε μαζί με τα προβλήματα και τα όνειρα πολλών ανθρώπων που βρέθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Και που συνεχίζεται σήμερα με τα παιδιά τους και με τα εγγόνια τους.
Ο «Νέος Κόσμος», η δίγλωσση τρισεβδομαδιαία εφημερίδα του Ελληνισμού της Αυστραλίας, έχει πολλούς λόγους να αισθάνεται υπερήφανος. Η κυκλοφορία του, η οποία ελέγχεται (όπως και όλων των μεγάλων εφημερίδων και περιοδικών της χώρας) από την ανεξάρτητη υπηρεσία ABC είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλο ελληνικό έντυπο. Θεωρείται η πιο πετυχημένη μη αγγλόφωνη εφημερίδα της Αυστραλίας και η μεγαλύτερη του απόδημου Ελληνισμού.

Από το 1957 που βγήκε το πρώτο φύλλο του «Νέου Κόσμου» μέχρι σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει τόσο στην εμφάνιση της εφημερίδας όσο και την θεματολογία της. Σήμερα ο «Νέος Κόσμος» είναι δίγλωσσος και δεν περιορίζεται μόνο στις τρεις έντυπες εκδόσεις του την εβδομάδα. Έχει ισχυρή παρουσία στο διαδίκτυο με πολλές χιλιάδες πιστούς αναγνώστες. Παραμένει, χωρίς αμφιβολία, η εφημερίδα του Ελληνισμού της Αυστραλίας και προσπαθεί να αφουγκράζεται με προσοχή και ευαισθησία τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα όλης της ομογένειας (πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς) και να τα αναδεικνύει τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα. Οι βασικές αρχές της εφημερίδας δεν άλλαξαν όμως.

Ο «Νέος Κόσμος» παραμένει μια εφημερίδα που από το ξεκίνημά της έως σήμερα, δεν περιορίστηκε μόνο στον δημοσιογραφικό ρόλο της και ίσως αυτό να εξηγεί την άρρηκτη σχέση με το κοινό της. Στη δεκαετία του ’60 έφτανε στο σημείο να οργανώνει μέχρι και συσσίτια για τους άνεργους Έλληνες μετανάστες. Επίσης, πρωτοστάτησε στους αγώνες για τα εθνικά μας θέματα και δεν είναι τυχαίες οι φιλελληνικές θέσεις όλων των αυστραλιανών κυβερνήσεων. Είχε ιδιαίτερα έντονη αντιδικτατορική δράση και, εκτός των άλλων, συνέβαλε στο να περιοδεύσουν τότε στην Αυστραλία οι Ανδρέας Παπανδρέου, Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι αντιστασιακοί.

Αργότερα, πρωτοστάτησε στη δημιουργία Έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, αλλά –κυρίως- στην καθιέρωση του πολυπολιτισμού.
Το Εργατικό Κόμμα, μετά την άνοδο του Γκοφ Ουίτλαμ στην εξουσία το 1972, υιοθέτησε πολλές από τις προτάσεις του «Νέου Κόσμου» για την καθιέρωση του πολυπολιτισμού. Πολιτικές που συνέχισε και ενδυνάμωσε αργότερα ο Φιλελεύθερος Μάλκολμ Φρέιζερ. Η άρση της απαγόρευσης πολιτογράφησης Αυστραλών πολιτών σε μετανάστες που ανέπτυσσαν πολιτική δραστηριότητα, η μεταφορά συντάξεων στο εξωτερικό, η δημιουργία της SBS αλλά και η χρηματοδότηση των μεταναστευτικών σχολείων, ήταν μερικές από τις καμπάνιες του «Νέου Κόσμου» που είχαν επιτυχία. Και δεν είναι τυχαίο που η πρώτη άδεια του ραδιοφωνικού σταθμού 3ΕΑ (ήταν το ξεκίνημα της SBS) εκδόθηκε στο όνομα του Δημήτρη Γκόγκου.

Οι αγώνες μας για τους μετανάστες και τον πολυπολιτισμό δεν σταμάτησαν και δεν σταματούν ποτέ.

Μετά τα χρόνια της μαζικής μεταπολεμικής μετανάστευσης δημιουργήθηκαν όμως και άλλες ανάγκες. Πρωτοστατήσαμε, λοιπόν, στη δημιουργία της «Πρόνοιας» από όπου στη συνέχεια δημιουργήθηκε και η «Φροντίδα» οι πρώτοι έρανοι της οποίας γίνονταν στα γραφεία μας. Και έτσι φτιάχτηκαν και τα πρώτα γηροκομεία.
Στηρίξαμε και στηρίζουμε τις προσπάθειες για τη διατήρηση της γλώσσας μας και του πολυπολιτισμού. Ακόμα και το γεγονός ότι η Ελληνική εντάχθηκε στο ενιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας του αυστραλιανού εκπαιδευτικού συστήματος, οφείλεται στις χιλιάδες υπογραφές που συγκέντρωσαν οι αναγνώστες του «Νέου Κόσμου».

Ο «Νέος Κόσμος» συμμετείχε στη δημιουργία της «Ελληνικής Εβδομάδας» και, αργότερα, του Φεστιβάλ «Αντίποδες».
Θα πρέπει, όμως, να πούμε ότι πρώτος της εκδότης ήταν ο Δημήτρης Γκόγκος (με αρχισυντάκτη και συνέταιρο τον Νώντα Πεζάρο, ενώ συνέταιρος υπήρξε και ο Χρήστος Μουρίκης).
Τη διεύθυνση της εφημερίδας έχει αναλάβει εδώ και χρόνια ο γιος του Δημήτρη Γκόγκου, ο Χριστόφορος Γκόγκος, Ελληνοαυστραλός δεύτερης γενιάς. Ο Χριστόφορος εφαρμόζει τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας όπως της διδάχθηκε από τον πατέρα του, αλλά έχει αφήσει πλέον και το δικό του στίγμα στην εφημερίδα. Η βελτίωση στην εμφάνισή της και το πέρασμά της στις νέες τεχνολογίες με την παρουσία της στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα είναι δικές του πρωτοβουλίες. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι, όμως, ότι με τη θεματολογία που προώθησε και την καθιέρωση της αγγλικής έκδοσης, έφερε και όσους ομογενείς δεν μιλούν και δεν διαβάζουν Ελληνικά κοντά στην εφημερίδα, την παροικία και την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και νέοι τρίτης γενιάς θεωρούν το «Νέο Κόσμο» δική τους εφημερίδα, όπως την θεωρούν οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς τους.

Πού, όμως, οφείλεται η επιτυχία του «Νέου Κόσμου»; Ο συνάδελφος Μπάμπης Σταυρόπουλος, υποστηρίζει τα εξής:
«Κατά τη δική μου άποψη, το μυστικό της επιτυχίας οφείλεται στο γεγονός ότι μια αμιγώς αριστερή εφημερίδα έκανε προκοπή απευθυνόμενη σε ένα συντηρητικό και δεξιό στην πλειοψηφία του αναγνωστικό κοινό. Μιλούσε για μια καλύτερη και πιο δίκαιη κοινωνία και για μια διαφορετική ιδεολογία από αυτήν που τους έστειλε μετανάστες στην Αυστραλία. Ήταν υπέρ των εργαζομένων και εναντίον των εργοδοτών (ακόμα και όταν οι τελευταίοι είχαν δίκιο), τους συμβούλευε να γίνουν μέλη των συνδικάτων και να διεκδικήσουν μαζί με τους υπόλοιπους εργαζομένους μεγαλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Με λίγες κουβέντες, ο «Νέος Κόσμος» έλεγε ναι σε ό,τι τα άλλα έντυπα έλεγαν τότε όχι».
Οι καταστάσεις έχουν έκτοτε αλλάξει, αλλά η βασική μας φιλοσοφία όχι. Και σήμερα η εφημερίδα είναι στο πλευρό των συνταξιούχων, των αδύναμων και των μη προνομιούχων.
Και κάτι για την ιστορία: Από κυκλοφοριακής άποψης, η πιο πετυχημένη έκδοση του «Νέου Κόσμου» ήταν αυτή που κυκλοφόρησε το 2004, μια έκτακτη έκδοση μία μέρα μετά τη στέψη της Εθνικής Ελλάδας πρωταθλήτριας Ευρώπης. Ήταν εννέα το πρωί και η έκδοση είχε ξεπουληθεί!
Και τα «αφεντικά» δεν ήταν εδώ. Ήταν όλοι στην Ελλάδα για τον γάμο του Χριστόφορου με την Μόνικα.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΓΚΟ

Με την ευκαιρία των γενεθλίων του ιδρυτή του «Νέου Κόσμου» Δημήτρη Γκόγκου, θέλω να θυμίσω δυο-τρία πράγματα από την ζωή του.
Ο Τάκης μας, λοιπόν, γεννήθηκε στη Χίο από Μικρασιάτες γονείς. Και από συντάκτης της «Πρωίας» Χίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, έφτασε να εκδίδει (μαζί με τους συνεταίρους του) στην Αυστραλία το «Νέο Κόσμο». Αργότερα, αγόρασαν και τη «Νέα Ελλάδα» που στη συνέχεια έγινε «Νέος Κόσμος». Ο Τάκης Γκόγκος υπήρξε, επίσης, εκδότης της εφημερίδας «Κόσμος» του Σίδνεϊ, την οποία πούλησε, της εφημερίδας «Ελληνική Φωνή», του περιοδικού «Το Νέο», του «Χρυσού Οδηγού», αλλά και ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού και τηλεοπτικός παραγωγός. Μαζί του συνεργάστηκα σε όλα αυτά τα μέσα με εξαίρεση την εφημερίδα «Ελληνική Φωνή».

Ο Τάκης Γκόγκος, φοίτησε στο Γυμνάσιο Αρρένων Χίου όπου και ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του γυμνασιακού περιοδικού «Σφίγγα». Ο ίδιος θυμάται ότι κάποτε έγραψε ένα άρθρο στη «Σφίγγα» για τον Μαχάτμα Γκάντι και επειδή τον χαρακτήρισε «σοσιαλιστή», όχι μόνο αποβλήθηκε αλλά επιδιώχθηκε να μην του επιτρέψει να φοιτήσει σε κανένα γυμνάσιο του νησιού! «Ήταν ιδιαίτερα δύσκολα τα χρόνια εκείνα και δεν απολαμβάναμε τις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι σημερινοί νέοι» έλεγε ο κ. Γκόγκος.
Μαθητής γυμνασίου άρχισε να δημοσιογραφεί και στην «Πρωία» του Νίκου Χαρακιάδη που είχε και δικό του τυπογραφείο. «Θυμάμαι», έλεγε «ότι τα μέσα που διαθέταμε ήταν ελάχιστα. Όχι μόνο δεν είχαμε ίντερνετ και τέλεξ, αλλά ούτε καν ραδιόφωνο. Ξύπναγα από τα μαύρα μεσάνυχτα, πριν πάω στο γυμνάσιο και πήγαινα στο Βουνάκι (στην πλατεία της Χίου) σ’ ένα ζαχαροπλαστείο που διέθετε και… ραδιόφωνο. Εκεί άκουγα τις ειδήσεις, κρατούσα σημειώσεις και έκανα ρεπορτάζ. Μερικές φορές, λόγω παρασίτων, άκουγα λίγες λέξεις, χρησιμοποιούσα τη φαντασία μου και τα υπόλοιπα τα συμπλήρωνα εγώ». (Κάπως έτσι γράφαμε αργότερα και εμείς τις ειδήσεις από την Ελλάδα στο «Νέο Κόσμο»).

Ο κ. Γκόγκος θυμάται ότι όταν άρχισε να εργάζεται στην «Πρωία» η εφημερίδα ήταν «Φιλελευθέρων Αρχών». «Μια μέρα», λέει, «καθώς πηγαίναμε στα γραφεία μαζί με τον Λευτέρη Χαβιάρα, μεγαλύτερό μου, συντάκτη, που αργότερα έγινε δικηγόρος, πήραμε το φύλλο της εφημερίδας στα χέρια και πάθαμε σοκ! Από «Φιλελευθέρων Αρχών» έγινε «Εφημερίς Εθνικοφρόνων Αρχών». Πλησίαζαν εκλογές τότε και ο εκδότης, που θα είχε τους λόγους του, αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο και να υποστηρίξει το κόμμα του Τσαλδάρη. Εμείς, διαμαρτυρόμενοι, κατήλθαμε σε απεργία…».

Νωρίς ο Δημήτρης Γκόγκος, όπως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νέοι εκείνης της εποχής διαπίστωσε ότι η μετανάστευση ήταν η μόνη «διέξοδος» στα αδιέξοδα της μετεμφυλιακής Ελλάδας… Έτσι με βαριά καρδιά αποφάσισε να δεχθεί μια πρόσκληση του θείου του, που ήταν εγκατεστημένος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και να μεταναστεύσει. Στην Αυστραλία της μαζικής, μεταπολεμικής μετανάστευσης, ο Δημήτρης Γκόγκος πέρασε από όλα εκείνα τα στάδια που πέρασαν οι μετανάστες εκείνης της εποχής. Εργασία σε βαριές βιομηχανίες, αδικίες, ρατσισμός, μοναξιά. κακουχίες… Ανήσυχος και έντονα πολιτικοποιημένος, ο Δημήτρης Γκόγκος νωρίς-νωρίς συνειδητοποίησε ότι δεν τον ενδιέφεραν «τα πλούτη και η δόξα», αλλά ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο όλων και, κυρίως, των Ελλήνων μεταναστών που έφταναν κατά καραβιές στα λιμάνια της Αυστραλίας. Εντάχθηκε σε προοδευτικές οργανώσεις και συνέχισε, παράλληλα με τους αγώνες τους κατά των διακρίσεων σε βάρος των μεταναστών και τη δημοσιογραφική του πορεία ξεκινώντας το 1951, από τον «Αυστραλοέλληνα» του Γ. Τόλη, πριν ξεκινήσει το «Νέο Κόσμο» που συνεχίζει αδιάκοπα εδώ και 62 χρόνια να ενημερώνει την ομογένεια.
Και ελπίζουμε ότι εμείς και οι… απόγονοί μας θα γιορτάζουμε για πολλές δεκαετίες ακόμα τα γενέθλια της εφημερίδας».