Η περιπέτεια ενός ομογενή που έφυγε από την Κόρινθο και τελικά βρήκε καταφύγιο στην έρημο του Coober Pedy

«Για τον πατέρα μας και για πολλούς ομογενείς, το Coober Pedy ήταν η γη της ευκαιρίας και ο δικός μας υπόγειος παράδεισος», λέει η κόρη της οικογένειας, Ευγενία Τσιανού Μαργαρίτη


Ο Γιώργος Τσιανός γεννήθηκε το 1934 στο μικρό χωριό Πανόραμα της Κορίνθου και ήταν ένα από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής και ταπεινής πολύτεκνης οικογένειας.
Αφού τελείωσε τις πρώτες επτά τάξεις του σχολείου, συνειδητοποίησε πως οι ευκαιρίες για δουλειά στην Κόρινθο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες και έτσι αποφάσισε να φύγει στους θείους του στη Θεσσαλονίκη όπου για οκτώ χρόνια εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων, προτού πάρει την απόφαση σε ηλικία 21 ετών να αναζητήσει ένα καλύτερο αύριο στην ξενιτιά.

Ο Γιώργος η Ζωή και τα τρία τους παιδιά, η Ευγενία αριστερά, ο Frank και η Connie.

«Ο πατέρας μου ήταν ένας δυνατός άνθρωπος που δεν φοβόταν τη δουλειά και την περιπέτεια, γι’ αυτό και δεν δίστασε το 1955 να μεταναστεύσει μόνος του στην άλλη άκρη του πλανήτη», λέει σήμερα η κόρη του ομογενούς Ευγενία Τσιανού Μαργαρίτη.

Τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία, ο νεαρός Γιώργος έκανε διάφορες δουλειές στα εργοστάσια του Simpson Pope, της Chrysler Motor Company και της General Motors Holden ενώ για κακή του τύχη, χωρίς να γνωρίζει τους κινδύνους που εγκυμονούσε τότε αυτού του είδους η εργασία, ανέλαβε για περίπου ένα χρόνο βάρδιες στο εργοστάσιο ασβεστίου James Hardie, το οποίο τελικά έμελλε να γίνει και η αιτία που προκάλεσε τη σοβαρή ασθένεια και τον θάνατό του κάποια χρόνια μετά (2013).
«Ο πατέρας μου είχε αναλάβει τη μίξη του ασβέστου και όταν οι γιατροί χρόνια αργότερα μελέτησαν τις ιατρικές του εξετάσεις επιβεβαίωσαν πως η εισπνοή του θανατηφόρου αυτού υλικού είχε γίνει αιτία να δηλητηριαστούν σιγά σιγά οι πνεύμονες του πατέρα μας και πως μετρούσε μόνο λίγους μήνες ζωής. Ακόμα και σήμερα όταν αναφέρω το όνομα του εργοστασίου, μέσα μου τρέμω γιατί ξέρω πως η ανάγκη του για δουλειά εκείνη την εποχή στοίχισε τελικά στον πατέρα μου την ίδια του τη ζωή», λέει σήμερα η 48χρονη Ευγενία.

Παρά το μελανό αυτό σημείο στην ιστορία της οικογένειας Τσιάνου, η Αυστραλία αποδείχθηκε γη της επαγγελίας για τον νεαρό άντρα.

Ο Γιώργος μετά από λίγα χρόνια στην ξενιτιά και συγκεκριμένα το 1970, γνώρισε και παντρεύτηκε τη σύζυγό του Ζωή Κούση.

Μαζί εγκαταστάθηκαν στην έρημο του Coober Pedy όπου ο νεαρός οικογενειάρχης για 40 χρόνια εργάστηκε πολύ σκληρά σκάβοντας για οπάλιο το οποίο μεταπωλούσε σε τοπικούς και διεθνείς εμπόρους.

 

Η Ζωή και ο Γιώργος απέκτησαν τρία παιδιά.

Ο Γιώργος με ένα μόνο φτυάρι και τα δυο του χέρια κατάφερε να κτίσει σιγά σιγά για την οικογένεια του ένα σπίτι κάτω από τη γη.

«Για εμάς, το Coober Pedy ήταν ένα ιδιαίτερο μέρος, σχεδόν μαγικό. Ήταν ο δικός μας επίγειος παράδεισος που ακόμα και αν δεν είχε ηλεκτρισμό και τρεχούμενο νερό, μας χάρισε μοναδικές και ξέγνοιαστες αναμνήσεις. Την ίδια στιγμή και για τους γονείς μας ήταν ένα μέρος φιλόξενο, πλημμυρισμένο με οικογένειες ομογενών που δούλευαν μεν σκληρά αλλά φρόντιζαν να μένουν πάντα ενωμένοι, να βοηθούν ο ένας τον άλλον και να περνούν όλοι μαζί τον ελεύθερο χρόνο τους διασκεδάζοντας, τρώγοντας και κρατώντας πάντα ζωντανό το ελληνικό στοιχείο».

Η οικογένεια του Γιώργου και της Ζωής στο υπόγειο σπίτι τους στο Coober Pedy

Η αλήθεια είναι πως ο Γιώργος δεν κατάφερε τελικά να γίνει πλούσιος στην Αυστραλία, όμως με σκληρή δουλειά, αυτοθυσία και λιγοστές οικονομίες μπόρεσε λίγα χρόνια αργότερα να αγοράσει για την οικογένεια του ένα σπίτι στην Αδελαΐδα ώστε να έχουν κάπου να μείνουν και να σπουδάσουν τα παιδιά του.

Παρά το γεγονός πως τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο νεαρός Γιώργος είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από ένα ταξίδι που έκανε στην πατρίδα, αποφάσισε πως για τα παιδιά του ήταν καλύτερα να ασπαστεί μόνιμα στην ξενιτιά.

Παρέμεινε στην Αυστραλία έως το τέλος της ζωής του.

«Δυστυχώς, τον χάσαμε τον Ιούλιο του 2013 και ήταν τραγικό το τέλος του λόγω της ασθένειας του αλλά είμαστε περήφανοι που είχαμε την τύχη να γεννηθούμε από έναν τέτοιο υπέροχο άνθρωπο τον οποίο έχουμε την τιμή να αποκαλούμε πατέρα», καταλήγει η Ευγενία.