Ελπίδες ότι η απόφαση της οικογένειας Σαρησταύρου να επικηρύξει με ένα εκατομμύριο δολάρια τον δολοφόνο του Χρήστου Σαρησταύρου (όπως γράψαμε πρόσφατα στον «Νέο Κόσμο) θα οδηγήσει στην εξιχνίαση της δολφονίας εκφράζουν πηγές που μίλησαν στον «Νέο Κόσμο».
Για την ώρα, πάντως, επίσημα δεν υπάρχει κάτι το νεότερο.

Στο μεταξύ με το θέμα αυτό ασχολήθηκε το «Έθνος της Κυριακής». Μεταξύ άλλων ο συντάκτης της εφημερίδας, Στέλιος Βογιατζάκης, γράφει:
«Ένα κυριακάτικο βράδυ του Οκτωβρίου του 2000, ο επιχειρηµατίας Χρήστος Σαρρησταύρος δολοφονήθηκε στο Box Hill.
Ο βαθύπλουτος επιχειρηµατίας, ο οποίος είχε δηµιουργήσει την περιουσία του µε την εταιρεία Black Swan, η οποία έκανε αγαπητό στην Αυστραλία το τζατζίκι, την ταραµοσαλάτα και άλλες παραδοσιακές ελληνικές λιχουδιές, πυροβολήθηκε στο κεφάλι και στο στοµάχι από έναν ληστή που προσπάθησε να του πάρει το πορτοφόλι.
Παρά την αµοιβή που προσφέρθηκε για πληροφορίες που θα βοηθούσαν να εντοπιστεί ο δολοφόνος, οι έρευνες της Αστυνοµίας κατέληξαν σύντοµα σε αδιέξοδο και στα 18 χρόνια που πέρασαν από εκείνο το βράδυ τα ερωτήµατα της οικογένειας Σαρρησταύρου παραµένουν αναπάντητα.

Η τελευταία ελπίδα της οικογένειας είναι η «επικήρυξη» των δραστών µε 1.000.000 δολάρια που πρόσφερε πριν από λίγες µέρες ως αµοιβή ο γιος του Χρήστου Σαρρησταύρου, Σταύρος, σε όποιον φέρει νέα στοιχεία για τον δολοφόνο, µε τα οποία η Αστυνοµία θα µπορέσει να ερευνήσει ξανά την υπόθεση. Τα µέλη της οικογένειας πιστεύουν ότι υπάρχουν πολίτες που γνωρίζουν πράγµατα για την υπόθεση και το µεγάλο ποσό ίσως τους δελεάσει αρκετά για να παρουσιαστούν στην Αστυνοµία.
«Ισως τα 100.000 δολάρια Αυστραλίας που έχει προσφέρει ως αµοιβή η Αστυνοµία να µην είναι αρκετά. Με το 1.000.000 µπορεί να ανοίξουν στόµατα» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο Κώστας Σαρρησταύρος, ο αδελφός και συνέταιρος του δολοφονηµένου επιχειρηµατία.

Η αλήθεια είναι ότι σήµερα δεν υπάρχουν περισσότερα ή νεότερα στοιχεία για την υπόθεση. Η µοναδική εικόνα του δράστη της δολοφονίας προέρχεται από βίντεο της κάµερας ασφαλείας ενός µίνι µάρκετ της περιοχής. «Πρόκειται για ένα βίντεο κακής ποιότητας, το οποίο έκανε την Αστυνοµία να υποθέσει ότι ο δράστης έχει καταγωγή από την Ασία» τονίζει ο κ. Σαρρησταύρος και προσθέτει ότι η προσφορά της αµοιβής για µια -ίσως- τελευταία προσπάθεια εντοπισµού του δολοφόνου είναι ένα είδος κάθαρσης για τον ανιψιό του. «Ο Σταύρος το είχε στο µυαλό του εδώ και καιρό. Τώρα έχει τρία παιδιά και νοµίζω ότι αισθάνθηκε έτοιµος για να κάνει την προσπάθεια να κλείσει αυτό το κεφάλαιο που έµεινε ανοιχτό τόσα χρόνια».

Το βράδυ της δολοφονίας του αδελφού του έχει µείνει χαραγµένο στη µνήµη του Κώστα Σαρρησταύρου και είναι σε θέση να διηγηθεί ακόµα και την πιο µικρή λεπτοµέρεια. «Εκείνη την ηµέρα δεν ήθελε να βγει από το σπίτι. Ηταν λίγο προληπτικός µε τις Κυριακές. ∆εν του άρεσε να βγαίνει έξω, επειδή θεωρούσε ότι δεν θα ξεκουραζόταν αρκετά για να πάει στη δουλειά τη ∆ευτέρα. Εκείνη τη µέρα τελείωναν οι διακοπές του και τον πείσαµε ότι για µία φορά µπορούσε να κάνει µία εξαίρεση. ∆εν θα µπορούσε να λείψει από µια φιλανθρωπική εκδήλωση για τα παιδιά µε ειδικές ανάγκες. Πίστευε ότι η οικογένειά µας είχε πάρει πολλά από τους Ελληνες της Αυστραλίας και θέλαµε να το ανταποδώσουµε».

Η λαχειοφόρος αγορά τελείωσε περίπου στις 10:30 το βράδυ και ο 44χρονος επιχειρηµατίας πήγε στο γκαράζ µε τη σύζυγό του, Τάµι, για να πάρει το αυτοκίνητό του. Εκεί ήρθε πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον ληστή, ο οποίος ζήτησε το πορτοφόλι του. «Ο αδελφός µου είχε την ελληνική νοοτροπία και προσπάθησε να αντιδράσει. Τότε δέχτηκε µία σφαίρα στην κοιλιά. Με τις δυνάµεις που του απέµειναν, κυνήγησε τον ληστή για 15 µέτρα.
Οταν τον πλησίασε, δέχτηκε τη δεύτερη σφαίρα στο κεφάλι» θυµάται ο κ. Σαρρησταύρος. Οπως λέει, από την πρώτη στιγµή ήταν φανερό ότι επρόκειτο για µία από αυτές τις ληστείες που γίνονται στους δρόµους των κακόφηµων περιοχών µιας πόλης και συχνά καταλήγουν σε δολοφονίες όταν το θύµα αντιστέκεται. «Ο αδελφός µου δεν είχε καµία σχέση µε τον υπόκοσµο. ∆εν έχουµε συστήµατα ασφαλείας στα σπίτια µας και δεν είχαµε κανέναν λόγο να φοβόµαστε. Απλώς βρέθηκε στο λάθος µέρος τη λάθος στιγµή» τονίζει και προσθέτει ότι η εκδήλωση έγινε σε µια «υποβαθµισµένη περιοχή, στην οποία κυκλοφορούσαν πολλοί εξαρτηµένοι νέοι».

Η δολοφονία του Χρήστου Σαρρησταύρου ήταν το πιο τραγικό γεγονός της πορείας µιας οικογένειας που πήγε στην Αυστραλία από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει µια νέα αρχή. Ηταν το 1971‚ όταν το εργοστάσιο κονσερβοποιίας του πατέρα τους έπαθε µια µεγάλη οικονοµική ζηµιά, αναγκάζοντας την οικογένεια να αναζητήσει την τύχη της στην άλλη άκρη του κόσµου.
«Ουσιαστικά φύγαµε ως οικονοµικοί µετανάστες µετά τις ζηµιές που έπαθε το εργοστάσιο εξαιτίας κάποιων αποφάσεων που πήρε το καθεστώς της δικτατορίας για τις προδιαγραφές µε τις οποίες έπρεπε να φτιάχνονται οι κονσέρβες. Μια παρτίδα που έφυγε για τη Γερµανία αποδείχτηκε ελαττωµατική και αυτό έκανε τεράστια ζηµιά» διηγείται ο κ. Σαρρησταύρος. Οπως λέει, οι Ελληνες της Αυστραλίας ήταν περισσότερο από πρόθυµοι να στηρίξουν το στήσιµο µιας νέας επιχείρησης τροφίµων µε σπιτικές ελληνικές γεύσεις. «Ο Χρήστος ήταν προικισµένο παιδί, αλλά τον βοήθησαν πολύ και οι Ελληνες της Αυστραλίας. Οταν ξεκίνησε να φτιάχνει τις ”αλοιφές” τού είπαν ότι ”θα αφήνεις µια ντουζίνα και θα πληρώνεσαι αµέσως”. Λίγο καιρό αργότερα µπήκα και εγώ στην Black Swan ως συνέταιρος».
Το πρώτο dip ήταν ο παραδοσιακός ταραµάς, ο οποίος έγινε ανάρπαστος στη Μελβούρνη, και στη συνέχεια ακολούθησαν το τζατζίκι, η µελιτζανοσαλάτα, η πάστα ελιάς, το γιαούρτι και πολλές άλλες γεύσεις που σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται περισσότερο εκλεπτυσµένες. Ετσι, µε το πέρασµα των χρόνων η Black Swan εξελίχθηκε αναµφισβήτητα στη Νο1‚ εταιρεία της Αυστραλίας και την πιο αγαπηµένη των καταναλωτών στον κλάδο των τροφίµων, που ο Θεσσαλονικιός Κώστας Σαρρησταύρος αποκαλεί ακόµα και σήµερα «αλοιφές».

Ακόµα και µετά τον θάνατο του ιδρυτή της, η εταιρεία δεν έχασε τη δυναµική της. Με την επένδυση στο νέο εργοστάσιο, η οποία έγινε το 2000, να αποδίδει καρπούς, η Black Swan συνέχισε να αναπτύσσεται εντυπωσιακά µε διψήφια ποσοστά σε ετήσια βάση. Για τον κ. Σαρρησταύρο αυτό ήταν όχι µόνο αποτέλεσµα σκληρής δουλειάς σε όλα τα επίπεδα, αλλά και µια επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα και η πολύ γευστική κουζίνα είναι ένας συνδυασµός που ταιριάζει απόλυτα.

Οταν το 2014 η εταιρεία βγήκε προς πώληση, οι πωλήσεις είχαν ξεπεράσει τα 20 εκατοµµύρια τεµάχια τον χρόνο και το µερίδιό της στην αγορά της Αυστραλίας έφτανε τo 30%, την ώρα που το µερίδιο του πιο ισχυρού ανταγωνιστή της ήταν µόλις 15%. Τελικά, η Black Swan αγοράστηκε από την εταιρεία Monde Nissin, η οποία δεν πήρε µόνο το σήµα αλλά και το εργοστάσιο».