«Θυμάμαι την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε» λέει ο Φίλιπ Ροθ καθώς μου δίνει ένα ποτήρι νερό στο διαμέρισμά του στο Upper West Side της Νέας Υόρκης. «Ο φωτογράφος με τράβηξε φωτογραφίες έξω από το γραφείο μου, μπροστά από ένα τεράστιο σφενδάμι. Το θυμάμαι, επειδή αυτό το σφενδάμι δεν υπάρχει πια. Η τελευταία φωτογραφία του ήταν αυτή στο εξώφυλλο του περιοδικού σας. Ήταν ένα όμορφο δέντρο. Ηταν πάνω από 200 ετών και σάπιζε. Σάπιζε από μέσα και έπρεπε να κοπεί. Τα σφενδάμια ζουν πολλά χρόνια, αλλά τελικά σαπίζουν εσωτερικά. Όπως θα συνέβαινε και σε εμάς αν ζούσαμε τόσο».

Εκείνη τη στιγμή βλέπω για πρώτη φορά το ελαφρύ τρέμουλο του δεξιού χεριού του. Εχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση, τον Ιούλιο του 2010, και, μολονότι εξακολουθεί να είναι ακμαίος, μοιάζει ελαφρά κουρασμένος. Πάντα αυτάρκης, αλλά λιγότερο παιγνιώδης. Ισως η εξοχή να ταιριάζει σε όλους μας καλύτερα. Στη λίστα των βραβείων του έχει προστεθεί, πάντως, και το Man Booker International Prize για το 2011.

Καθόμαστε αντικριστά, εκείνος σε άλλο ένα κάθισμα lounge του ζεύγους των Αμερικανών Ιμς, στα οποία καθώς φαίνεται έχει αδυναμία – σε ένα ίδιο καθόταν και στο σπίτι του στο Κονέκτικατ. Από τα μεγάλα παράθυρα μπαίνει η θέα του Μανχάταν, «η πιο υπέροχη θέα» σύμφωνα με τον ίδιο. «Είναι σαν ένα φαράγγι» λέει κοιτώντας την εικόνα σαν να τη βλέπει πρώτη φορά. Ενα φαράγγι που δημιουργείται από τα χαμηλά κτίρια, τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στο ψηλό κτίριο όπου διαμένει ο ίδιος και στους ουρανοξύστες του Kεντρικού Μανχάταν. Μια μαγική θέα σε ένα λιτό διαμέρισμα προς τέρψιν ενός ολιγαρκούς ανθρώπου. Στοχαστικού και κατά κύριο λόγο ολιγομίλητου.
Πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του θεωρούσε ότι το μεγάλο ταλέντο του ήταν αυτό «της πολυλογίας». Για να είναι κανείς πιστός στη γραπτή απόδοση του προφορικού λόγου του 79χρονου Ροθ, θα πρέπει να ξεγυμνώσει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου από όλα τα σημεία στίξης. Από όλα, πλην των αποσιωπητικών. Οι αχνές προτάσεις του αιωρούνται για λίγο και σβήνουν αργά. Σπάνια κόβονται απότομα από μια τελεία ή διακόπτονται αποφασιστικά από ένα κόμμα.

«ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΤΑ»

Η αφορμή για τη συνάντησή μας είναι το βιβλίο του «Νέμεσις» (εκδόσεις Πόλις), στο οποίο καταπιάνεται με μια επιδημία πολιομυελίτιδας που ξεσπάει σε μια εβραϊκή γειτονιά το 1945. Είναι μια δικαιολογία για να βρεθώ ξανά στον κόσμο αυτού του συγγραφέα. Γιατί, όπως έχει πει, δεν θυμάται λεπτομέρειες από την πλοκή των βιβλίων του όταν αυτά έχουν πλέον μεταφραστεί στις ξένες γλώσσες. «Χρησιμοποιείτε τη λέξη “νέμεσις” σε συζητήσεις;» ρωτάει με το διερευνητικό βλέμμα του. «Οταν τη χρησιμοποιούμε εμείς», συνεχίζει, «εννοούμε τις περισσότερες φορές ότι κάποιος συνάντησε τον εχθρό που δεν μπορεί να νικήσει. Βρίσκεται διαρκώς πίσω του και δεν μπορεί να τον φθάσει. Σαν να κυνηγάει την ουρά του. Αυτή είναι η νέμεσίς του».

Του λέω ότι στην αρχαιότητα η Νέμεσις ήταν μια θεότητα η οποία απένεμε δικαιοσύνη, τιμωρώντας όσους είχαν υποπέσει σε ύβρη, οπότε στο μυαλό μου η σχέση μεταξύ ύβρεως και νεμέσεως είναι αυτή της συνεπαγωγής. «Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας» λέει ο Ροθ. «Δεν γνωρίζω πολύ καλά το αρχαίο δράμα. Όταν μιλάμε για νέμεση δεν αναφερόμαστε στην τιμωρία που επιβάλλεται στο ελάττωμα, στο άδικο. O ήρωάς μου το βλέπει έτσι. Σκέφτεται: “Τι έκανα ώστε να το προκαλέσω αυτό στον εαυτό μου;”. Οι αναγνώστες κάνουν πάντα αυτή την ερώτηση στους συγγραφείς: “Τι έκανε ο ήρωας ώστε να αξίζει αυτή τη μοίρα;”. Η απάντησή μου: “Δεν έχω ιδέα”. Διότι δεν είμαι μοιρολάτρης. Είμαι ένας αναρχικός όσον αφορά τη μοίρα.

Η τύχη είναι ο μεγάλος αναρχικός. Ανακατεύει τα πάντα. Το “έγκλημα” δεν συνδέεται πάντα με την τιμωρία. Πολλοί άνθρωποι είναι τέρατα, αλλά τίποτε κακό δεν τους συμβαίνει». «Το “άδικο”, πάντως, του ήρωά σας, η ύβρις του, είναι ότι αποδίδει τα δεινά που του συμβαίνουν στη ζωή του σε θρησκευτικές δοξασίες περί θεϊκής τιμωρίας» ανταπαντώ χρησιμοποιώντας τη «φωνή» του αφηγητή του στο βιβλίο. «Αυτό που λες έχει ενδιαφέρον» λέει, χωρίς να αντιληφθεί ότι η σκέψη είναι δική του. «Η ύβρις έγκειται στην αναζήτηση ενός νοήματος στη ζωή. Αυτό είναι υπέροχο. Είναι πολύ έξυπνο».

Η ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΥΧΑΙΟΥ

Οπότε, είμαστε έρμαια της τύχης; Δεν υπάρχει βαθύτερος λόγος για τον οποίο συμβαίνουν τα πράγματα; «Για κάποια πράγματα υπάρχει μια αιτία. Οταν πατάς τον διακόπτη, ανάβει το φως για παράδειγμα…» λέει ανασηκώνοντας σπιρτόζικα τα φρύδια. Μια μικρή δόση από το υποδόριο χιούμορ του. «Οσον αφορά όμως τη μοίρα, ως άνδρες, ως γυναίκες, ως σώματα, είμαστε έρμαια της τύχης» συνεχίζει. «Το απρόβλεπτο ελλοχεύει στην καθημερινότητα. Κάθε ημέρα είναι απροσδόκητη. Σε αυτή τη χώρα, για παράδειγμα, ήρθε το απρόβλεπτο της 11ης Σεπτεμβρίου και άλλαξε τα πάντα. Επέφερε τεράστιες, κατακλυσμιαίες αλλαγές, οι οποίες καθόρισαν ζωές ανθρώπων και χωρών. Σε προσωπικό επίπεδο, μια ασθένεια μπορεί να κάνει το ίδιο, όπως συνέβη στον ήρωά μου. Η τύχη εμπλέκεται στα πάντα. Σε ποιο κολέγιο αποφασίζεις να φοιτήσεις, ποιους φίλους επιλέγεις, ποιον παντρεύεσαι, με ποιον κάνεις οικογένεια, από ποιον παίρνεις διαζύγιο, με ποιον μαλώνεις».

Αναρωτιέμαι αν ο ίδιος βρήκε ποτέ τη δική του νέμεση. Είτε από καπρίτσιο της «αναρχικής» τύχης είτε εξαιτίας της «ύβρεως» που διαπράττουν όσοι διακρίνονται από ένα εξαιρετικό ταλέντο και γνωρίζουν τη μεγάλη επιτυχία στη ζωή τους ξεχωρίζοντας από τους πολλούς. «Δεν νομίζω ότι βρέθηκα αντιμέτωπος με μια μεγάλη νέμεση» λέει έπειτα από μια μεγάλη παύση. «Νομίζω ότι ήρθα αντιμέτωπος με μια σειρά από μικρές καταστροφές. Οπως όταν δεν μπορείς να προχωρήσεις ένα βιβλίο και πρέπει να επιστρέφεις και να το δουλεύεις ξανά και ξανά. Τίποτε όμως δεν με σταμάτησε».

Η ΝΕΜΕΣΙΣ ΗΤΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

«Ήμουν ανενεργός μόνο από το 1962 ως το 1967, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ήξερα τι είδους συγγραφέας ήμουν. Σοβαρός, κωμικός, βαρύς, εβραίος, μη εβραίος; Είχα γράψει μόνο δύο βιβλία. Οπότε πειραματιζόμουν και δεν έβγαινε κάτι. Ήταν ένα πολύ δυσάρεστο διάλειμμα. Και μετά, στο τέλος της τέταρτης χρονιάς, μου ήρθε μια ιδέα και έγραψα κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι ένα βιβλίο που κανείς δεν διαβάζει πλέον, μολονότι δεν είναι κακό. Λέγεται “When She Was Good”… Ο δεύτερος λόγος είναι ότι είχα βρεθεί αντιμέτωπος με τη νέμεσή μου στην προσωπική μου ζωή. Ημουν εντελώς συγχυσμένος». Ο Ροθ αναφέρεται στην πρώτη του σύζυγο, τη Μάργκαρετ Μάρτινσον.

Η τρικυμιώδης σχέση τους έληξε οριστικά και αμετάκλητα μετά τον θάνατό της σε τροχαίο δυστύχημα, το 1968. Μια βαθιά αμφίθυμη σχέση με μια γυναίκα που τον έπεισε να την παντρευτεί όταν του παρουσίασε τις εξετάσεις ούρων μιας άστεγης μαύρης εγκύου ως δικές της. Η σκηνή περιγράφεται στο βιβλίο του «Η ζωή μου ως άντρα» και είναι η πιο πιστή αυτοβιογραφική αναφορά στο έργο του, σύμφωνα με δική του παραδοχή. «Ηταν ο χειρότερος εχθρός μου, αλλά, αλίμονο, ήταν παράλληλα ο σπουδαιότερος δάσκαλος δημιουργικής γραφής, με εξειδίκευση στην αισθητική της ακραίας μυθοπλασίας» γράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «The facts» (Τα γεγονότα). Ισως τελικά η νέμεσις επισκέπτεται αυτούς που την προσκαλούν με κάποιον τρόπο. «Τα πράγματα που σε φθείρουν είναι αυτά που θρέφουν εσένα και το ταλέντο σου» λέει ο Ζούκερμαν στον Ροθ στο ίδιο βιβλίο, αναφερόμενος σε αυτή τη μοιραία σχέση.

«ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΦΘΟΝΟ»

Ο Ροθ, όμως, είχε όλα τα εφόδια για να βγει ο νικητής όχι μόνο σε αυτή τη σφοδρή αντιπαράθεση, αλλά και στη ζωή: «Είχα την αντοχή, την επιμονή, το πείσμα για να τα καταφέρω. Ηταν τα έντονα χαρακτηριστικά μου». Χαρακτηριστικά που τον βοήθησαν να φθάσει στην κορυφή, όχι χωρίς το αναπόφευκτο τίμημα. «Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα θυσίαζα για το γράψιμο» λέει έπειτα από πολύ σύντομη σκέψη. «Ισως την υγεία ορισμένων ανθρώπων στη ζωή μου… Βασικά, έχω θυσιάσει τα πάντα».
Από το 1995, οπότε χώρισε από τη δεύτερη σύζυγό του, τη βρετανή ηθοποιό Κλερ Μπλουμ, ζει μόνος με τη λογοτεχνία του. Χτίζοντας χαρακτήρες και τα εκάστοτε alter ego του όπως μόνο αυτός ξέρει. Με βασανιστική εμβρίθεια, αλλά και με επιείκεια. Με τιμιότητα.

Οπως όταν παραδέχεται: «Και βέβαια αισθάνομαι φθόνο. Δεν πιστεύω ότι μου καταδυναστεύει τη ζωή. Τον αισθάνομαι όμως. Πάντα προσπάθησα να πάρω αυτό που ήθελα μέσα από τη δουλειά. Δεν νομίζω ότι σπατάλησα πολύ χρόνο φθονώντας. Δεν ήθελα αυτό που είχε κάποιος άλλος. Ηθελα να αποδίδω όσο το δυνατόν καλύτερα». Χορτασμένος πλέον από τιμές και δόξα, ύστερα από 32 βιβλία μπορεί επιτέλους να αναπαύεται στο αγαπημένο του κάθισμα: «Δεν με ενδιαφέρει πια να είμαι ανταγωνιστικός. Εχω βγει από την αρένα. Πιστεύω ειλικρινά ότι έδωσα πολλούς αγώνες για τη λογοτεχνία. Οι νεότεροι θα συνεχίσουν».

«ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΩ ΠΛΕΟΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»

Του μιλάω, λοιπόν, για αυτούς τους νεότερους που έχουν αναλάβει τα σκήπτρα. Ας πούμε για την «αγία τριάδα» – Φράνζεν, Γουάλας, Ευγενίδης. Ακούει με προσοχή, αλλά η έκφρασή του αλλάζει. Σκληραίνει. Περισσότερο σαν μια αντανακλαστική αντίδραση στο άκουσμα της λέξης «holy» χωρίς το δικό του όνομα από δίπλα. «Ποιοι είναι αυτοί που το λένε;» ρωτάει και αποφεύγει να παραδεχτεί ότι γνωρίζει τουλάχιστον τα ονόματα των συγγραφέων που αναφέρω. Θα επιμείνω εβραϊκά. «Υπάρχουν και οι νεότεροι, οι τριαντάρηδες που ακούγονται, όπως ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ και η γυναίκα του, η Κράους. Μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή το μικρό της όνομα» λέω προσπαθώντας να το θυμηθώ. «Νικόλ» επεμβαίνει παραινετικά.

«Δεν διαβάζω πλέον λογοτεχνία» θα πει τελικά. «Ισως σταμάτησα την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Διαβάζω Ιστορία του 20ού αιώνα. Ολη μου η ζωή ήταν αφιερωμένη στη λογοτεχνία. Να τη διαβάζω, να τη διδάσκω, να τη γράφω. Νομίζω ότι οι κεραίες μου έχουν πλέον ατονήσει. Θέλουν να προσλάβουν νέου είδους ερεθίσματα. Οπότε δεν γνωρίζω τη δουλειά των συγγραφέων που αναφέρετε. Προτού γράψω τη “Νέμεση” έκανα ένα νοσταλγικό ταξίδι στα αναγνώσματα της νιότης μου. Αφιέρωσα έναν χρόνο να διαβάζω Τουργκένιεφ, Κόνραντ, Φόκνερ, Χεμινγουέι. Ήταν το αντίο μου σε όλα αυτά».

Ο Ροθ ούτως ή άλλως αδυνατεί να κατανοήσει τη νέα γενιά και τους προβληματισμούς της. «Δεν είμαι σε εγρήγορση, δεν έχω επαφή» παραδέχεται. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι τους βλέπω να κοιτάνε στα χέρια τους, το κινητό τους ή κάποιον υπολογιστή, μικρό ή μεγαλύτερο. Αλλά τι σκέφτονται; Δεν έχω ιδέα». Αυτό που τον θλίβει είναι ότι εξαφανίζεται η κουλτούρα της τυπογραφίας και μαζί της το «σοβαρό διάβασμα»: «Η σοβαρή λογοτεχνία είναι η πρώτη που θα χαθεί. Δεν πιστεύω ότι αυτά τα μικρά kindle θα κάνουν τη διαφορά. Επειτα, δεν υπάρχει χρόνος για διάβασμα. Πότε να διαβάσεις; Ανάμεσα στα tweets;».

Μιλάει για τα σημερινά παιδιά τα οποία «στα 12 τους είναι ήδη με το χάπι». Ή, για τα αγόρια που έχουν δει από πολύ νωρίς «πορνογραφία σε όλες τις εκφάνσεις της». «Εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν η πορνογραφία μέχρι που αποφοίτησα από το κολέγιο. Αλλά και τότε δεν ήξερα τι ήταν ακριβώς. Η έκθεση σήμερα είναι τόσο διαφορετική. Η έκθεση στα πάντα».

Η ΑΦΟΣΙΩΣΗ ΣΤΟΝ ΣΚΟΠΟ

Κανείς δεν ξεφεύγει από το χάσμα των γενεών. Κάποια χρόνια πριν, τη δεκαετία του ’60, για παράδειγμα, οι ηλικιωμένοι της εποχής θα μιλούσαν για τις ανώτερες αξίες της δικής τους γενιάς και θα αδυνατούσαν να καταλάβουν τους νέους με τα λουλούδια στα μαλλιά, τα παραισθησιογόνα στα κύτταρα και την ασυδοσία στο σεξ. Αυτούς που «… ήταν πιωμένοι, νέοι και 20 ετών… και ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να πεθάνουν» σύμφωνα με ένα αγαπημένο χωρίο του Ροθ από τον Τόμας Γουλφ.
Δεν θα είχαν, όμως, έναν τύπο σαν τον Ροθ κατά νου όταν θα το έκαναν, ιδίως αν δεν έξυναν την επιφάνεια. «Ημουν ένας επιμελής τύπος, μου άρεσε να διαβάζω» θυμάται ο γηραιός συγγραφέας τον νεανικό εαυτό του. «Το σημαντικότερο για εμένα ήταν το γράψιμο.

Η συμπεριφορά μου τη δεκαετία του ’60 ήταν αντίστοιχη με εκείνη ενός ανθρώπου ο οποίος είναι σοβαρός και αφοσιωμένος σε έναν σκοπό, είτε ζούσε στη δεκαετία του 1960 είτε του 1860». Κατά βάση δηλαδή παρατηρητής, και όχι ενεργός παίκτης, εκτός βέβαια από τον σεξουαλικό τομέα, στον οποίο υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός. «Λέτε ότι δεν έκανα πολλά στη ζωή μου;» με κοιτάζει δήθεν αυστηρά. Αλλά αμέσως σχηματίζεται το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμά του: «Βασικά ήμουν και εγώ ‘φτιαγμένος’». Ήταν αδύνατον να μην είσαι».

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Ενα αυτοβιογραφικό βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, το κατά τόπους σπαραξικάρδιο, αλλά και ξεκαρδιστικό «Πατρική κληρονομιά» του 1991, θα επανακυκλοφορήσει στο εγγύς μέλλον από τις εκδόσεις Πόλις. Σε αυτό δεν υπάρχει Ζούκερμαν ή Κέπες. Σε αυτό υπάρχει Φίλιπ και Χέρμαν Ροθ στην αναπόφευκτη αντιστροφή των ρόλων, πατέρας – παιδί, η οποία επέρχεται εξαιτίας της ανημπόριας και των εξευτελισμών που επιφυλάσσει στον άνθρωπο το γήρας.

Ο εβραίος πατέρας που εργαζόταν στον ασφαλιστικό κολοσσό Metropolitan Life και μοχθούσε να μη λείψει κάτι από την οικογένειά του. Στο πλάι του είχε τη στωική, αλλά και τρυφερή μητέρα, μια «αγία» με μια έκδηλη αδυναμία στον μικρό της γιο, το καμάρι της. «Ο αδελφός μου έτσι νόμιζε. Εγώ δεν το είδα ποτέ» αναπολεί ο Ροθ: «Ηταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Για πέντε χρόνια ήταν ο αγαπημένος και όλοι ασχολούνταν μαζί του. Και μια μέρα πηγαίνει στο σχολείο και όταν γυρνάει στο σπίτι βλέπει εμένα, αυτό το μικρό πραγματάκι, και όλους να ασχολούνται μαζί μου. Ενόσω αυτός έλειπε είχε συντελεστεί αυτή η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του».

Με τον πατέρα η σχέση ήταν έντονη, συγκρουσιακή. Θεωρεί, όμως, ότι ο χαρακτηρισμός «ανταγωνιστική» δεν της αρμόζει. «Μήπως μιλάς για τις δικές σου εμπειρίες; Το έχεις δει να συμβαίνει συχνά;» λέει και μου χαρίζει το συγκρατημένο χαμόγελό του. «Με τον πατέρα μου μαλώναμε επειδή φοβόταν, τον είχε τρομάξει η ανεξαρτησία μου» συνεχίζει. «Εφυγα, όμως, για το κολέγιο και δεν γύρισα ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι όλα τα παιδιά μαλώνουν με τους γονείς τους. Τα πολιτισμικά κειμήλια είναι διαφορετικά, αλλά ο αγώνας είναι ο ίδιος. Αποτυπώνεται, όμως, με διαφορετικό τρόπο στους συμμετέχοντες. Θυμάμαι, όταν η μητέρα μου είχε πεθάνει και ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει, είχα έρθει να τον δω από το Λονδίνο όπου ζούσα τότε. Μείναμε μαζί λίγες ημέρες. Μια μέρα κάναμε μια βόλτα. Και του λέω: “Θυμάσαι εκείνον τον καβγά που κάναμε το 1954; Τότε που είχα έρθει σπίτι από το πανεπιστήμιο και φωνάζαμε ο ένας στον άλλον;”. “Οχι”, μου λέει, “δεν θυμάμαι”. “Μα τσακωνόμασταν δύο ολόκληρες ημέρες!”. “Οχι, δεν θυμάμαι τίποτα” επέμεινε. Για μένα εκείνος ο καβγάς είχε τεράστια σημασία. Και για εκείνον ήταν κάτι σημαντικό, αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή που συνέβη».

Ο Ροθ υπήρξε ένας πολύ δυνατός και ανεξάρτητος άνθρωπος, ο οποίος απεγκλωβίστηκε νωρίς από τη μέγγενη της εβραϊκής οικογενειακής αγάπης, φροντίζοντας να βάλει ανάμεσά τους τις επτά ώρες δρόμο που χώριζαν τον καιρό εκείνο το Πανεπιστήμιο του Μπάνκελ στην Πενσυλβανία από το πατρικό στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι. Παρέμεινε, όμως, ο στοργικός γιος που λάτρευε η μητέρα του και καμάρωνε ο πατέρας του. Δύο τυπικοί εβραίοι μικροαστοί, δύο άξιοι και ευσεβείς νοικοκύρηδες που υποθέτω ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να είχαν σοκαριστεί από το σεξουαλικό περιεχόμενο των βιβλίων του. Στο πρόσωπο του Ροθ σχηματίζεται ένα αδιόρατο μειδίαμα. «Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ποτέ τίποτε. Τους προστάτευσα. Τους προειδοποιούσα ότι ίσως κάποια πράγματα θα τους ενοχλούσαν. Ή τους έλεγα: “Μάλλον δεν θα σου αρέσει αυτό το βιβλίο. Μην μπεις στον κόπο να το διαβάσεις”. Ο πατέρας μου, παρ’ όλα αυτά, διάβαζε τα πάντα. Η μητέρα μου, όταν της έλεγα να μη διαβάσει κάτι, δεν το διάβαζε. Με άκουγε κάθε φορά».

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Ο Ροθ είναι ο τελευταίος από την τετραμελή οικογένεια που μεγάλωνε κάποτε στην εβραϊκή γειτονιά του Νιούαρκ, ο οποίος εξακολουθεί να ζει. Ο αδελφός του ο Σάντι πέθανε πριν από τρία χρόνια. «Ο θάνατός τους μου προκάλεσε σύγχυση, λύπη, οδύνη. Αγάπη. Δεν έχω σταματήσει να τους σκέφτομαι». Ερχομαι σε αμηχανία όταν αρθρώνει τις λέξεις σαν μια ετεροχρονισμένη εξομολόγηση προς τους ίδιους τους απόντες. Τη μητέρα του που πέθανε το 1981 και τον πατέρα του ο οποίος ακολούθησε οκτώ χρόνια μετά. «Δεν πρέπει να ξεχνάς τίποτε» γράφει στην τελευταία πρόταση της «Πατρικής κληρονομιάς».

Στα 79 του μπορεί να μυρίσει και ο ίδιος το χνότο του θανάτου. «Οταν είσαι μεγάλος έχεις περιορισμούς, δεν μπορείς να κάνεις πολλά. Οι φίλοι σου πεθαίνουν, μένεις μόνος. Περιμένεις τη σειρά σου». Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Ηρθε η ώρα της φωτογράφισης. Ο Ροθ είναι έτοιμος να ακολουθήσει τις οδηγίες του φωτογράφου. «Πείτε μου πού με θέλετε» λέει με μια κάποια ευθυμία. «Δεν έχω πλέον ντροπή, δεν έχω τίποτε να κρύψω». Είναι, λοιπόν, ένας άνθρωπος ικανοποιημένος; «Πρέπει να είμαι. Έκανα ό,τι μπορούσα».