Το Κυριακάτικο τραπέζι αποτελεί εδώ και έναν περίπου αιώνα την πιο αγαπημένη συνήθεια των ομογενών της Αυστραλίας, η οποία όμως σιγά-σιγά τείνει να εξαφανιστεί.

Τις περασμένες δεκαετίες στην Αυστραλία, κάθε Κυριακή, συνήθως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην τοπική ελληνορθόδοξη εκκλησία, γονείς, παιδιά, συγγενείς και φίλοι περίμεναν εναγωνίως να έρθει η περιβόητη αυτή ώρα που θα μαζεύονταν όλοι γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, για να ξεχάσουν για λίγο τις σκοτούρες και να απολαύσουν τις κάθε λογής λιχουδιές που είχε ετοιμάσει με κόπο, αλλά και λαχτάρα η νοικοκυρά του σπιτιού.

«Για μας τις κυρίες του σπιτιού δεν είχε και πολύ σημασία να έχουμε και “του πουλιού το γάλα”. Μας αρκούσε να βλέπουμε τα παιδιά και τους συζύγους, τα αδέλφια και τους γονείς μας, αν είχαμε την τύχη να τους έχουμε κοντά μας, να κάθονται γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και όλοι μαζί να μοιραζόμαστε το όποιο φαγητό που με τόσο κόπο είχαμε καταφέρει να φτιάξουμε» θυμάται η κ. Αγγελική Δ., η οποία ήρθε στην Αυστραλία νύφη την δεκαετία του 1950 και, λίγο αργότερα, αφού παντρεύτηκε και απέκτησε τα τρία της παιδιά, έφερε και τους δικούς της γονείς εδώ.

Η προετοιμασία του κυριακάτικου γεύματος εκείνη την εποχή θύμιζε ιεροτελεστία.

Οι νοικοκυρές έβγαζαν το «καλό» τους, καθαρό, μοσχομυριστό και φρεσκοσιδερωμένο, τραπεζομάντηλο, συνήθως προίκα τους από την Ελλάδα, το οποίο στόλιζαν η καθεμιά με το δικό της γούστο.

«Θυμάμαι με πόση περηφάνεια και λαχτάρα βγάζαμε το “καλό” τραπεζομάντηλο, το στρώναμε στο τραπέζι και πάνω του στολίζαμε το ένα και μοναδικό σερβίτσιο που έκανε το γεύμα της ημέρας ακόμα πιο επίσημο» θυμάται η κ. Αγγελική, η οποία αποκαλύπτει ότι μέχρι και σήμερα οι νοικοκυρές της γενιάς της μεγαλύτερη σημασία δίνουν στο να ετοιμάσουν λιχουδιές ελληνικές που θα εντυπωσιάσουν τους συζύγους και τους εκάστοτε συγγενείς τους, παρά ανησυχούν για τη διακόσμηση.

«Βάζαμε όλες οι νοικοκυρές τα δυνατά μας για να εντυπωσιάσουμε. Ανατρέχαμε σε παλιές συνταγές, προικιά από την γιαγιά και την μητέρα μας και ανάλογα με τον τόπο καταγωγής μας δημιουργούσαμε τις δικές μας μοναδικές λιχουδιές, ενώ πολλές φορές όταν βρισκόμασταν πολλές νοικοκυρές μαζί ανταλλάσσαμε ιδέες και εμπλουτίζαμε τις γνώσεις μας στη μαγειρική που εκείνη την εποχή ήταν για μας τις γυναίκες μια από τις βασικότερες ενασχολήσεις και υποχρεώσεις μας» λέει η ομογενής, που έλκει την καταγωγή της από την Κορινθία.

Το γεύμα ξεκινούσε επίσημα με προσευχή και διαρκούσε μέχρι τις απογευματινές ώρες.

Κανείς δεν βιαζόταν.

Κατά την διάρκεια της γαστρονομικής αυτής ιεροτελεστίας, τα μέλη της εκάστοτε οικογένειας μαζεύονταν και όλοι μαζί απολάμβαναν όχι μόνο το εκάστοτε φαγητό αλλά και τις ατέλειωτες συζητήσεις στις οποίες εκείνη την εποχή έπαιρναν μέρος μόνο «οι μεγάλοι».

Η Κυριακή ήταν μέρα γιορτινή.

Η ατμόσφαιρα ήταν πιο ανάλαφρη και χαρούμενη. Άσχετα από την οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του καθένα, οι περισσότερες οικογένειες των ομογενών αρέσκονταν σε μακροσκελείς συζητήσεις που αφορούσαν την πατρίδα, τον αγώνα τους στην ξενιτιά, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και, φυσικά, τις ανησυχίες τους.

«Για μένα το Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι ήταν και εξακολουθεί να είναι μεγάλη απόλαυση» λέει ο 27χρονος Παναγιώτης Δ., ο οποίος κατά τη διάρκεια της εβδομάδας εργάζεται σε κυβερνητικό οργανισμό και περιμένει πώς και πώς την Κυριακή για να συναντήσει στο σπίτι της γιαγιάς του, τους γονείς, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια του και όλοι μαζί να απολαύσουν το καθιερωμένο οικογενειακό γεύμα.

«Κυριακάτικο τραπέζι σημαίνει να μην θες να σηκωθείς από την καρέκλα και να φτάνεις στο σημείο να είσαι χορτασμένος όχι μόνο από το φαγητό αλλά και από τα γέλια, τα πειράγματα και την αγάπη των δικών σου. Πάνω από όλα, αυτή η οικογενειακή σύναξη είναι ένας υπέροχος τρόπος να δραπετεύσουμε όλοι από τους γοργούς εξαντλητικούς ρυθμούς της καθημερινότητας και να νιώσουμε τη σιγουριά και θαλπωρή που μας προσφέρουν οι δικοί μας άνθρωποι στους οποίους συνειδητοποιούμε πως ό,τι και αν μας συμβαίνει πάντα μπορούμε να στηριχτούμε» λέει ο Δημήτρης, ο οποίος ορκίζεται ότι μέχρι και σήμερα τα φαγητά της γιαγιάς του δεν μπορούν να συγκριθούν με τα φαγητά του καλύτερου μάγειρα του κόσμου, ενώ παροτρύνει τους συνομηλίκους του να επιδιώκουν μια φορά την εβδομάδα να γευματίζουν με τους δικούς τους ανθρώπους.

«Πρόκειται για ένα έθιμο που είναι κρίμα να χαθεί, γιατί έτσι χάνονται και τα πρότυπα και οι ιστορίες αλλά και οι αρχές της ελληνικής οικογένειας. Όσο για το φαγητό, ίσως τελικά να υπάρχει μυστικό. Ίσως τα φαγητά μας να είναι τόσο νόστιμα επειδή εμείς οι γιαγιάδες μαγειρεύουμε πάντα με ένα συστατικό που όμοιο του δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ, την αγάπη» καταλήγει όλο καμάρι η γιαγιά Αγγελική.