ΠΟΛΛΕΣ οι παρεκτροπές χάριν του κομματικού συμφέροντος στην Ελλάδα. Περισσότερες απ’ όσες η λογική και ο τόπος μπορούν ν’ αντέξουν. Οι κομματικοί οργανισμοί επιδίδονται περισσότερο στην καλλιέργεια ρητορικών πόλωσης, μίσους και φανατισμού παρά διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία ενός πολιτεύματος μέσα από το οποίο, ιδεωδώς, θα μπορούσαν να εκφράσουν προασπιζόμενοι θεμιτώς και θεσμικώς τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν.

Στα πρόσφατα χρόνια είχαμε νεκρούς και η Αθήνα κάηκε και ξανακάηκε. Ας μας καταδείξει κάποιος τη θρυαλλίδα όλων αυτών των γεγονότων. Φτάσανε απλοί Έλληνες πολίτες να πιστεύουν πως η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής κι ο βανδαλισμός σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους αποτελούν λύση των προβλημάτων μας στον 21ο αιώνα; Οι φωνές της αγανάκτησης υπερχείλησαν απ’ όπου μπόρεσαν να βρουν διέξοδο για κοινωνικούς, οικονομικούς, εθνικούς λόγους.

Οι κομματικοί οργανισμοί βάλθηκαν να μας διδάξουν ιστορία. Με το τελευταίο στους κόλπους τους πολιτικό μέλος να δομεί μία σειρά επιχειρημάτων που κατάντησαν τσιτάτα παρελθοντολογίας, μίσους, διχασμού. Δεν είναι δουλειά ενός πολιτικού να διδάσκει την ιστορία του τόπου και μάλιστα χρησιμοποιώντας μιντιακά μέσα. Αυτή είναι δουλειά των ως επί των πλείστον ανέργων ιστορικών. Και, παρότι οι νεότερες γενιές των Ελλήνων θα έπρεπε να έχουνε απεμπολήσει προ καιρού τις «απαράβατες» τακτικές παπαγαλίας ως προς την εκμάθηση της ιστορίας στα σχολεία, παρότι οι νέοι δεν μπορεί να σχετίζονται με τον όποιο εμφύλιο παρά μονάχα σε επίπεδο γνώσης αμφίδρομων λαθών, γίνονται δέκτες μίας χυδαίας πολιτικής μίσους που χορεύει η κάθε μία επάνω στα πρόσωπα των δικών της νεκρών.

Η αφαίμαξη αυτής της παρελθοντολογίας κρατάει πολλές δεκαετίες και πρέπει να σταματήσει το συντομότερο δυνατόν. Αντιλαμβάνεται κάποιος πως ένας πολιτικός όταν δεν μπορεί να είναι ο ίδιος δημιουργός, γίνεται παραχαράκτης. Παραχαράκτες της ιστορίας, της οικονομικής ζωής του τόπου με άγνοια, λανθασμένα στοιχεία και ερμηνείες μη στοιχειοθετημένες επάνω σε ένα εύρυθμο σύστημα δημόσιας διοίκησης, παραχαράκτες της κοινωνικής ζωής του τόπου δημιουργώντας χαρακώματα ανάμεσα σε πολίτες (target groups). Απόδειξη το ότι οι κομματικές ταυτότητες, οι ρητορικές, τα επιχειρήματα στη διαμάχη του δημοσίου διαλόγου στηρίζονται εν πολλοίς στον εμφύλιο, χωρίς να καταθέτει κάποια πλευρά στο τραπέζι των συζητήσεων, ή των παράλληλων μονολόγων, συγκεκριμένους στόχους για το που η χώρα θέλει ή οφείλει να φτάσει σε (μελλοντικό) βάθος χρόνου. Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, γιατί φυλλορροεί πληθυσμιακά η χώρα. Η οικονομική κρίση δεν είναι ο μοναδικός λόγος. Το επιμόνως ανακυκλώσιμο πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν χαίρει της εμπιστοσύνης των νέων. Μάλλον περιφέρεται στη δημόσια ζωή ως κεφάλαιο υποκρινόμενο πως δεν έχει αντιληφθεί τη χρεοκοπία του.

Κι ενώ στην Ελλάδα το μίσος οξύνεται και θα μπορούσαμε να εικάσουμε πως ίσως κορυφωθεί στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, υπάρχουν και παραδείγματα χωρών με εξαίρετες δομές και αποτελέσματα στη δημόσια διοίκηση. Παρατηρείται δε πως στις χώρες αυτές οι εύλογες ιδεολογικές αποκλίσεις ανάμεσα στα κόμματα δεν αποτελούν φενάκη μπροστά στην απαραίτητη σύμπνοια σε τομείς πυλώνες για το μέλλον τους. Οι αποκλείσεις, λοιπόν, «στρογγυλεύονται» στις αναπτυγμένες χώρες όταν οι πολιτικοί έχουν να κάνουν με θέματα παιδείας. Στο δια ταύτα μάλιστα ίσως να μη τοποθετείται τόσο η γνώση, που πια υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές και εξελίσσεται ραγδαίως στις μέρες μας. Εάν στον χάρτη της παιδείας, στην παρούσα εποχή, η γνώση είναι πιο φυγόκεντρη τουλάχιστον για τον μέσο πολίτη, τότε η αξία της ως θεμέλιο ίσως να βρίσκεται περισσότερο στο γεγονός ότι μέσω της γνώσης ο άνθρωπος κερδίζει μ’ έναν τρόπο την ελευθερία του διανθίζοντας τις ατομικές του ικανότητες, τους ορίζοντες του, την κατανόηση του κόσμου, ενώ παράλληλα πλάθει τη συνείδηση του με βάση ένα κοινωνικό σύνολο (της εθνικής μας ιδιοπροσωπείας εάν θέλετε) σίγουρα πιο ευρύτερο από αυτό του κομματικού συνόλου. Άλλοι πυλώνας η υγεία και η εθνική ασφάλεια της χώρας. Τομείς που απαιτούν μακρόπνοο σχεδιασμό και στόχους που δεν υλοποιούνται μέσα σε μία ή δύο τετραετίες διακυβέρνησης.

Τα κόμματα στην Ελλάδα πρέπει να μάθουν να συμφωνούν και η αναφορά ισχύει για τα κόμματα που σέβονται την ανθρώπινη υπόσταση και δεν τοποθετούν την κατάκτηση της εξουσίας επάνω από το κοινό συμφέρον. Στην Ελλάδα το αφύσικο είναι να κυριαρχεί η σύμπνοια στα κοινά, ακόμη και για τα πιο μικρά θέματα. Έχω την εντύπωση πως οι Έλληνες μιλήσαμε για τα πάντα μέσα στους αιώνες και πως τα εγκλήματα που διαπράξαμε στο εσωτερικό μας μ’ έναν τρόπο χάρισαν στην ανθρωπότητα τα μεγαλύτερα εμπειρικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ. Είμαι πεπεισμένος πως οι συλλογικές μας εμπειρίες ισχύουν σχεδόν προς όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ενώ φαινομενικά οι αρετές (π.χ. σεβασμός στον διπλανό μας, δικαιοσύνη, ευγένεια) μοιάζουν αδύναμες και ανοχύρωτες, τίποτα δεν προχωρεί μπροστά δίχως αυτές. Ας μην εκμηδενίζουμε το εμείς χάριν του εγώ. Το είχε ζητήσει και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Πρέπει επιτέλους να μελετήσουμε τον ακουστικό λόγο αυτού του ανθρώπου. Να διαβάσουμε την απελέκητη γραφή του που μοιάζει με καλαίσθητο Αραβούργημα. Ξανά και ξανά. Του το οφείλουμε.

Μάιος στη Ζάκυνθο του 1823. Τότε γράφτηκε ο εθνικός ύμνος των Ελλήνων. Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού. Για να τυπωθεί έναν χρόνο αργότερα στο Μεσολόγγι και να μελοποιηθεί από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο το 1828. Εκατόν πενήντα οκτώ στροφές αποτελούν το ποίημα-πυξίδα των Ελλήνων. Ας σταθούμε στον στίχο εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευτεριά. Η κατανόησή του, από όλους μας, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ.