Τον μήνα που γιορτάζεται διεθνώς, αλλά μετά από τη δική του πρόταση και στην Ελλάδα, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, επέλεξε να φύγει από κοντά μας (στις 6 Μαρτίου) ο ποιητής και πεζογράφος Μιχαήλ Μήτρας – από τις πιο πρωτοπόρες, αξιόλογες κι ευγενικές μορφές της λογοτεχνίας μας. Εξ ου και το παρόν κείμενο αποτελεί φόρο τιμής στη μνήμη του.

Με τον Μιχαήλ Μήτρα (για τον οποίο μου είχε μιλήσει με θερμά λόγια ο ομότεχνος και φίλος Βασίλης Βασιλικός) γνωριστήκαμε πριν 19 χρόνια. Συγκεκριμένα μετά από πρόσκλησή του για μια συνέντευξη στην δημοφιλή εκπομπή του «Γραφές και Αναγνώσεις» στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ (Ελληνική Ραδιοφωνία) – που ήταν και η σοβαρότερη ραδιοφωνική εκπομπή βιβλίου στην Ελλάδα. Θεωρώντας το μεγάλη τιμή, αποδέχτηκα την πρόσκληση και συναντηθήκαμε στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή, όπου κι έγινε η συνέντευξη στις 5 Οκτώβρη 2000. Η εν λόγω συνέντευξη, έγινε εξ αφορμής της κυκλοφορίας του βιβλίου μου «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στη μεταπολεμική πεζογραφία: 1946-58» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000). Ωστόσο, εκτός απ’ το συγκεκριμένο βιβλίο, η συνέντευξη αυτή κάλυψε μια ευρεία γκάμα θεμάτων, όπως για παράδειγμα την ελληνομάθεια και την κρίση των ελληνικών σπουδών στην Αυστραλία, την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία των αποδήμων, το συγγραφικό μου έργο, και άλλα. Απ’ όλα αυτά έκανα μια αυστηρά επιλεκτική σταχυολόγηση των σημαντικότερων σημείων της συνομιλίας μας, η θεματολογία της οποίας παραμένει όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη. Πολύ περισσότερο που ο μήνας Μάρτης, εκτός των άλλων (τους εορτασμούς της εθνικής μας παλιγγενεσίας κτλ), σχετίζεται άμεσα με το πολυσυζητημένο κι επίμαχο θέμα της ελληνομάθειας και τα συναφή…

Κάποια δειγματοληπτικά highlights της συνέντευξης, που παραμένουν διαχρονικά, είναι τα παρακάτω:

Μ.Μ.: Κύριε Βασιλακάκο, για ένα μεγάλο διάστημα είχατε διδάξει ελληνική λογοτεχνία σε πανεπιστήμια της Αυστραλίας.

Γ.Β.: Ναι, δίδαξα 15 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Ντίκιν της Μελβούρνης όπου όμως, δυστυχώς, έκλεισε το Τμήμα πριν πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι τώρα βρίσκομαι σε άλλο πανεπιστήμιο, όπου διδάσκω Διερμηνεία και Μετάφραση (ελληνικά-αγγλικά) αντικείμενο το οποίο είχα διδάξει και παλαιότερα.

Μ.Μ.: Μ’ αυτό που λέτε, υποδηλώνετε ότι υπάρχει ένα ζήτημα, σε σχέση με τα ελληνικά Τμήματα στην Αυστραλία;

Γ.Β.: Υπάρχει ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα στην Αυστραλία αυτή τη στιγμή…

Μ.Μ.: Μειώνονται τα τμήματα;

Γ.Β.: Η ελληνική γλώσσα συρρικνώνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια, ενώ έως πριν 5-6 χρόνια, ας πούμε, οι νεοελληνικές σπουδές ανθούσαν.

Μ.Μ.: Η ομογένεια τι δυναμικό έχει;

Γ.Β.: Μόνο στη Μελβούρνη υπολογίζεται ότι είναι 180.000 Έλληνες.

Μ.Μ.: Και συνολικά σ’ όλη την Αυστραλία;

Γ.Β.: Άκουσα πρόσφατα στην ελληνική τηλεόραση να κάνουν λόγο για 1.000.000 Έλληνες! – αλλά αυτό το νούμερο είναι υπερβολικό. Πρέπει να είναι όμως γύρω στις 400.000.

Μ.Μ.: Και παρ’ όλο αυτό το δυναμικό, εσείς λέτε ότι τα ελληνικά τμήματα βρίσκονται σε κρίση;

Γ.Β.: Ναι, δυστυχώς περνάνε μεγάλη κρίση αυτή τη στιγμή.

Μ.Μ.: Και η νεότερη γενιά των Ελλήνων;

Γ.Β.: Δεν παρακολουθεί νεοελληνικά στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν επιλέγει τις νεοελληνικές σπουδές – για λόγους καθαρά επαγγελματικής αποκατάστασης. Θυμίζω ότι και στην Αυστραλία υπάρχει κρίση ανεργίας, η οποία πλήττει βεβαίως τους αποφοίτους. Γι’ αυτό και οι νέοι προτιμούν να σπουδάσουν γλώσσες, οι οποίες θα τους φανούν χρήσιμες στην επαγγελματική τους αποκατάσταση. Έτσι, τα Ελληνόπουλα, αντί να παίρνουν ελληνικά, επιλέγουν ασιατικές γλώσσες, όπως κινέζικα κ.ά. Υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι αριθμοί των φοιτητών που παρακολουθούν ελληνικές σπουδές όλο και μειώνονται, κι έτσι όπως πάμε, ίσως σε κάποια όχι και τόσο μακρινή περίοδο, να μείνουμε χωρίς τμήματα νεοελληνικών σπουδών.

Μ.Μ.: Τώρα όμως να ρθούμε και στη δική σας, την προσωπική εννοώ δημιουργική εργασία. Διότι αναφερθήκαμε στη μελέτη σας για τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο στην πεζογραφία μας, αλλά ξέρω ότι όλα αυτά τα χρόνια έχετε εκδώσει πολλά βιβλία που καλύπτουν και πολλά είδη: διηγήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα. Επίσης μελέτες και δοκίμια – κι εδώ σημειώνω τη μελέτη σας για τη «Νεοελληνική Λογοτεχνία της Διασποράς». Τώρα, αυτά τα βιβλία σας, σε τι γλώσσες κυκλοφορούν στην Αυστραλία;

Γ.Β.: Όλα τα βιβλία μου εκδίδονται στην Αθήνα. Έως τώρα έχω δύο εκδότες: τις εκδόσεις Gutenberg του Γιώργου Δαρδανού (έχουν βγει 5-6 βιβλία μου εκεί), αλλά το τελευταίο μου, για τον Εμφύλιο Πόλεμο, το εξέδωσαν τα Ελληνικά Γράμματα.

Μ.Μ.: Άρα λοιπόν τα βιβλία σας έχουν βγει στα ελληνικά και μάλιστα από αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους.

Γ.Β.: Φαίνεται ότι ανήκω στους ελάχιστους «τυχερούς» συγγραφείς της διασποράς, οι οποίοι ευτύχησαν να έχουν μεγάλους και καλούς εκδότες στην Ελλάδα.

Μ.Μ.: Δεν υπάρχουν βιβλία σας που κυκλοφορούν στα αγγλικά, στην Αυστραλία;

Γ.Β.: Έχουν μεταφραστεί δύο βιβλία μου στην αγγλική γλώσσα, ένα εκ των οποίων είναι και το γνωστό μυθιστόρημά μου «Το κόλπο»…

Μ.Μ.: Τώρα μου δίνεται η αφορμή να κάνω την εξής ερώτηση, μια που μιλάμε για ένα συγγραφέα της διασποράς: Κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο – φαντάζομαι θα είναι δύσκολο – να ενσωματωθεί ένας ξένος συγγραφέας στην εθνική λογοτεχνία της χώρας στην οποία διαμένει;

Γ.Β.: Το τι ακριβώς είναι «συγγραφέας της διασποράς» παραμένει πάντα αμφιλεγόμενο και σχετικό. Πριν λίγα χρόνια είχε γίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα, οργανωμένη από την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης. Είχαμε καλέσει τότε, μετά από δική μου πρόταση, τον γνωστό συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη. Όπως ξέρετε, ο Βασίλης Αλεξάκης (καλός συγγραφέας και φίλος) έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία κι έγραφε γαλλικά, ενώ σήμερα τα βιβλία του εκδίδονται στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Κάτι παρόμοιο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και με τη δική μου περίπτωση. Κάναμε λοιπόν στη Μελβούρνη, πριν κάνα 2-3 χρόνια, αυτή την ημερίδα, για το ποιος τελικά είναι Έλληνας συγγραφέας. Κατά πόσο δηλαδή ο Αλεξάκης είναι Γάλλος ή Έλληνας συγγραφέας, και κατά πόσο ο Βασιλακάκος είναι Αυστραλός ή Έλληνας συγγραφέας – γιατί έχουν γραφεί κριτικές που ισχυρίζονται ότι ο Βασιλακάκος είναι Αυστραλός συγγραφέας!

Μ.Μ.: Και πού καταλήξατε;

Γ.Β.: Καταλήξαμε στο ότι η γλώσσα είναι αυτή που καθορίζει τελικά την ταυτότητα ενός συγγραφέα. Δεν είναι ούτε η καταγωγή του, ούτε ο τόπος που διαμένει, ούτε το διάστημα που διαμένει σε μια συγκεκριμένη χώρα. (…) Γι’ αυτό και δεν ασπάζομαι τον ισχυρισμό άλλων συναδέλφων οι οποίοι επιμένουν, ας πούμε, ότι ο Αυστραλός νομπελίστας Πάτρικ Γουάιτ, επειδή έχει ασχοληθεί με την Ελλάδα και τους Έλληνες, είναι Έλληνας συγγραφέας. Για όνομα του Θεού! Αυτά είναι αστεία πράγματα. Διότι ο Πάτρικ Γουάιτ δεν έγραψε ούτε μία λέξη ελληνικά. Δηλαδή αν εγώ γράψω για την Κίνα και τους Κινέζους, θα είμαι… Κινέζος συγγραφέας; Έλεος!

Μ.Μ.: Βέβαια, αυτός ο διχασμός ανάμεσα σε δύο γλώσσες φαντάζομαι ότι έχει υπέρ και κατά.

Γ.Β.: Για μένα, προσωπικά, δεν υπάρχει κανένας διχασμός. Εγώ πιστεύω ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι Έλληνας συγγραφέας. Χαίρομαι δε που το περασμένο Σάββατο, αν θυμάμαι καλά, η εφημερίδα «Τα Νέα» με χαρακτήρισε ως «Έλληνα συγγραφέα», γιατί αυτό ακριβώς είμαι. Βέβαια χρωστάω πολλά και στη θετή μου πατρίδα την Αυστραλία, που με βοήθησε τα μέγιστα, οικονομικά και ηθικά, – θυμίζω ότι έχω λάβει πολλές λογοτεχνικές επιχορηγήσεις, οι οποίες με βοήθησαν να αναπνεύσω οικονομικά και να αφοσιωθώ απερίσπαστα στο γράψιμο. Το γεγονός ότι μια χώρα, όπως η Αυστραλία, βοηθάει ένα ξένο συγγραφέα να γράφει στη μητρική του γλώσσα είναι απίστευτο και σπανίως συμβαίνει σε άλλες χώρες, απ’ όσο γνωρίζω. Το να ισχυριστώ όμως ότι είμαι Αυστραλός συγγραφέας, θα ήταν ψέμα. Διότι γράφω στην ελληνική γλώσσα, τα βιβλία μου εκδίδονται και κυκλοφορούν στην Ελλάδα, άρα πώς μπορώ να υποστηρίξω ότι είμαι Αυστραλός συγγραφέας;

Σύντομο βιογραφικό: Ο Μιχαήλ Μήτρας γεννήθηκε στον Βόλο το 1944. Παρακολούθησε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ραδιοσκηνοθεσία στο City Literary Institute του Λονδίνου, όπου έζησε τέσσερα χρόνια, για να εργαστεί στη συνέχεια ως παραγωγός εκπομπών λόγου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Χρονικό», «Σήμα», «Ρεύματα» και «Νέα Συντέλεια». Δημοσίευσε τα πεζογραφικά βιβλία «Φανταστική νουβέλα» (1972), «Αστική τοπιογραφία» (1982), «Αόριστες λεπτομέρειες» (1990) και «Μηχανή αναζήτησης: Πεζο-γραφήματα» (2008) ενώ το ποιητικό του έργο αποτελούν οι συλλογές «Το άλλοθι της περι-γραφής»(1976), «Ασταθές πεδίο» (1984), «Η τελευταία εικόνα του κόσμου» (1987), «Η παράδοξη οικειότητα του αγνώστου» (1997) και «Διακριτικές μεταβολές» (2004).

Στα ποιητικά και τα πεζογραφικά του κείμενα επεδίωξε την υπονόμευση αφηγηματικής συνοχής και συνέχειας, την αναμέτρηση με τις οπτικές και τις εικαστικές δυνατότητες της γραφής και την ειρωνική χρήση των γλωσσικών στερεοτύπων της καθημερινότητας με επανειλημμένες παραπομπές στην τηλεόραση και τη διαφήμιση. Όπως στην ποίηση έτσι και στα πεζά του, λέξεις και φράσεις σχηματίζουν ένα άθροισμα που προκαλεί μια νοηματική εντύπωση ικανή να θυμίσει μόνο το σχήμα του. Και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιλεγμένες λέξεις και φράσεις ενισχύουν, μεταξύ άλλων, τη μουσικότητα των βιβλίων του.

Υ.Γ.: Μιχάλη, σ’ ευχαριστούμε για την παρακαταθήκη που μας άφησες. Καλό σου ταξίδι και καλή ανάπαυση…

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), κριτικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Αχαρτογράφητα νερά: Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία» (εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2018).