Μετά τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη σκέφτηκα να αναφερθώ στη ζωή και το έργο του Ρήγα Φεραίου ή Βελεστινλή, όπως ο ίδιος αυτοονομαζόταν, αν και χρονολογικά ο Ρήγας Φεραίος είχε προηγηθεί του Στρατηγού Μακρυγιάννη κατά λίγα χρόνια.

Ο Ρήγας γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας, το οποίο κατέχει εν μέρει τη θέση των αρχαίων Φερών, σημαντικής πόλης της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα. Ο ίδιος προτιμούσε να χρησιμοποιεί ως επώνυμό του το Βελεστινλής, την ονομασία της γενέτειράς του, ενώ σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι σχολιαστές του έργου του αναφέρονται στον Ρήγα με το επώνυμό του ως Φεραίος.

Ο Ρήγας την σχολική του παιδεία την είχε λάβει στην Ζαγορά και στα Αμπελάκια, και για ένα μικρό διάστημα είχε διδάξει σε σχολείο του Κισσού, χωριό του Πηλίου. Γύρω στο 1782 έφυγε από το Βελεστίνο και πήγε για ένα μικρό διάστημα στο Άγιον Όρος, και από εκεί μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπήκε στους κύκλους του Φαναρίου, και γνώρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, παππού των Υψηλάντηδων του 1821.

Το 1786 ο Ρήγας πήγε στην Βλαχία ως γραμματέας του ηγεμόνα Μαυρογένη, και εκεί μυήθηκε στο κίνημα για την απαρχή της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν οι σύμμαχοι Αυστριακοί και Ρώσοι κατέλαβαν το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Ρουμανίας, ο Ρήγας ανέλαβε τα καθήκοντα γραμματέα του Χριστόδουλου Κιρλιάνου, τον οποίο το 1790 ακολούθησε στην Βιέννη, πρωτεύουσα της Αυστρίας.

Στην Βιέννη ο Ρήγας έμεινε ως τον Ιανουάριο του 1791, και κατά τη διάρκεια εκείνη τύπωσε τα δύο πρώτα βιβλία του, Σχολείον των ντελικάτων εραστών και Φυσικής Απάνθισμα, με τα οποία έκανε γνωστές τις προοδευτικές ιδέες της Δύσης στους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σε νεαρή ηλικία είχε ενστερνισθεί την ιδέα να παροτρύνει τους συμπατριώτες του στην Ελλάδα να εξεγερθούν κατά της τουρκοκρατίας και να αγωνισθούν για την ανεξαρτησία τους.

Σε κάποιο γραπτό του ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όντας φύσει φιλλέλην δεν ευχαριστήθην μόνον απλώς να θρηνήσω την κατάστασιν του Γένους μου, αλλά και συνδρομήν να επιφέρω επάσχισα, όσον το επ’ εμοί».
Στις αρχές του 1791 ο Ρήγας επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όπου ασχολήθηκε για λίγο με το εμπόριο, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως γραμματέας πλούσιων Ελλήνων, θέση που του έδινε τη δυνατότητα να ενημερώνεται για τις εξελίξεις στην Ευρώπη.

Κατά την περίοδο εκείνη ο Ρήγας είχε διαμορφώσει την αντίληψή του για τις προοπτικές, και για τα μέσα που απαιτούνταν, για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Προς την κατεύθυνση εκείνη τον βοήθησε πολύ το ότι στην Γαλλία είχε επικρατήσει η Επανάσταση του 1789, γεγονός που αναθέρμανε την πίστη του στις ριζοσπαστικές ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού.

Το παράδειγμα των Γάλλων, οι οποίοι αγωνίσθηκαν με σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», ενδυνάμωσε την απόφαση του Ρήγα να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις του στην προετοιμασία της εθνεγερσίας των συμπατριωτών του.

Έτσι είχε αρχίσει να μελετά το επαναστατικό Σύνταγμα της Γαλλίας και στη συνέχεια να σχεδιάζει το Σύνταγμα μιας απελευθερωμένης Ελλάδας, και να συνθέτει τον Θούριο και άλλα πατριωτικά άσματα.

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ
O Θούριος του Ρήγα υπήρξε ο πιο διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους σαράντα πρώτους στίχους του εκθειάζεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής, και αντηχεί το προσκλητήριο για επανάσταση σε όλους τους βαλκανικούς λαούς, και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονταν με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους.

Τον Θούριο ο Ρήγας τον τραγούδησε για πρώτη φορά, συνοδεύοντας την ορμητική μελωδία με την καλαμένια φλογέρα του, στην Βιέννη τον Σεπτέμβριο του 1796, στο σπίτι του Χιώτη μεγαλέμπορου Αργέντη.

Ακολουθούν δύο στροφές από τον Θούριο:
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Ο Γάλλος φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ, έγραψε τα ακόλουθα για τον Θούριο του Ρήγα:
«Στο Εικοσιένα οι Έλληνες πολέμησαν το δυνάστη τους, έχοντας στα χείλια τους τις τρομερές στροφές του Θεσσαλού Ρήγα».
Πράγματι, ο Θούριος του Ρήγα λίγο πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, τραγουδιόταν σε συγκεντρώσεις Ελλήνων, κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι, και παρακινούσε σε εξέγερση κατά της τουρκοκρατίας.

Ενδεικτικό της ανταπόκρισης που είχε από τους σκλαβωμένους Έλληνες ο ‘Θούριος’ του Ρήγα Φεραίου είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Λίνου Πολίτη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», τρίτη έκδοση, Αθήνα 1980, σελίδα 128:

«Ο Fauriel, δημοσιεύοντας στον 2ο τόμο των Δημοτικών τραγουδιών και το Θούριο, διηγείται την ακόλουθη ιστορία: Κάποιος φίλος του ταξίδευε με άλλους μαζί το 1817 στη Μακεδονία. Σ’ ένα χωριό, στο φούρνο (που ήταν στο χάνι), συνάντησαν ένα νέο παιδί, ψηλό και όμορφο, από την Ήπειρο, που δούλευε στο φούρνο. Τους κοίταξε όλους προσεχτικά, και ύστερα ρώτησε τον ταξιδιώτη: ‘Ξέρεις γράμματα;’, κι όταν του είπε ναι, τον παίρνει παράμερα και εκεί βάζει το χέρι στον κόρφο και βγάζει κάτι που είχε κρεμασμένο σαν φυλαχτό. Ήταν ένα βιβλιαράκι με τα τραγούδια του Ρήγα. Τον παρακαλεί να του το διαβάσει, ο ξένος το κάνει πρόθυμα, αλλά όταν σε λίγο σηκώνει τα μάτια του βλέπει τον άλλο να έχει αλλάξει ολότελα: η όψη του φλέγεται ολόκληρη, τα χείλη του τρέμουν, και δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. ‘Πρώτη φορά σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό;’, ρωτά ο ταξιδιώτης. ‘Όχι, πάντα παρακαλώ τους ταξιδιώτες να μου διαβάζουν κάτι. Τα έχω ακούσει πολλές φορές’. ‘Κι έτσι συγκινείσαι πάντα;’. ‘Πάντα’ απάντησε το παιδί».

Το παραπάνω περιστατικό δείχνει παραστατικά την ανταπόκριση που είχαν τα εθνικά μηνύματα του Ρήγα Φεραίου στην Ελλάδα λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821.

Στην Βιέννη ο Ρήγας τύπωσε σε πολλά αντίτυπα τα ακόλουθα συγγράμματα:
1) Το Επαναστατικό Μανιφέστο, το οποίο περιλάμβανε τα επί μέρους κείμενα: Προκήρυξη, Νέα Πολιτική Διοίκηση, Το Σύνταγμα, και τον Θούριο.
2) Το Στρατιωτικόν Εγκόλπιον, το οποίο ήταν μετάφραση γερμανικού εγχειριδίου πολεμικής τέχνης, συνοδευόμενο από ένα επαναστατικό προοίμιο δημοκρατικής κατήχησης.

Τα παραπάνω έντυπα ο Ρήγας τα έστειλε στον Αντώνιο Νιώτη, ο οποίος ζούσε στην Τεργέστη, πόλη στα βορειοανατολικά της Ιταλίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Σλοβενία. Από εκεί ο Ρήγας θα τα παραλάμβανε για να τα διοχετεύσει στην Ελλάδα, στην οποία σχεδίαζε να επιστρέψει.

Πριν αναχωρήσει για την Τεργέστη, ο Ρήγας έστειλε επιστολή στον Αντώνιο Κορωνιό να φροντίσει για την παραλαβή των εντύπων από τον Αντώνιο Νιώτη. Για κακή τύχη του Ρήγα ο Αντώνιος Κορωνιός έλειπε, και το γράμμα έπεσε στα χέρια του συνεταίρου του εμπόρου Δημητρίου Οικονόμου, ο οποίος φοβούμενος για τις επιχειρήσεις του κατέδωσε την υπόθεση στην αυστριακή αστυνομία.

Ως αποτέλεσμα της ενέργειας του Δημητρίου Οικονόμου οι αρχές της Τεργέστης συνέλαβαν τον Ρήγα όταν έφτασε στην πόλη τους την 1η Δεκεμβρίου 1797, και τον υπέβαλαν σε ανακρίσεις, πριν να τον στείλουν στην Βιέννη. Ο Ρήγας, αντιλαμβανόμενος τι επρόκειτο να ακολουθήσει, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, χωρίς επιτυχία όμως. Στις 2 Φεβρουαρίου 1797 τον έστειλαν δέσμιο στην Βιέννη, όπου έφτασε στις 14 του ίδιου μήνα.

Στις 28 Απριλίου 1797 οι αυστριακής υπηκοότητας Έλληνες συνεργάτες του Ρήγα εκτοπίσθηκαν, ενώ ο ίδιος και 7 σύντροφοί του με οθωμανική υπηκοότητα παραδόθηκαν σιδηροδέσμιοι από τους Αυστριακούς στον Τούρκο Διοικητή του Βελιγραδίου και φυλακίσθηκαν στον πύργο Νεμπόισα.

Στις 13 Ιουνίου 1798, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, οι δεσμώτες τους στραγγάλισαν τον Ρήγα και τους επτά συντρόφους του, και έριξαν τα πτώματά τους σε ένα ποτάμι. Έτσι έληξε η ζωή του Ρήγα Φεραίου και των συντρόφων του.

Ο Ρήγας Φεραίος ήταν κήρυκας της φιλίας, της στενής συνεργασίας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους Βαλκανικούς λαούς. Για το λόγο αυτό είχε καλέσει σε επανάσταση όχι μόνον τους Έλληνες κατοίκους της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τους υπόλοιπους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου που βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο μεγάλος αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, είχε πει τα ακόλουθα σημαντικά για τον Ρήγα Φεραίο:
«Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο».