Η ευημερία της Αυστραλίας και η μετανάστευση είναι, ιστορικά, ανάλογα μεγέθη. Αυξομειώνονται παράλληλα με κοινό άξονα την εξασφάλιση του ανθρώπινου δυναμικού, που χρειάζεται η οικονομία για να κινείται με αναπτυξιακούς ρυθμούς.

Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης η ζήτηση μεταναστών μειώνεται, ενώ αυξάνεται σημαντικά σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης με τον αριθμό των μεταναστών που δέχεται η χώρα να καθορίζεται από τις ανάγκες σε ειδικευμένο ή ανειδίκευτο προσωπικό των τομέων της εθνικής οικονομίας, που αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς.
Ο πυρετός του χρυσού στα μέσα του 19ου αιώνα άνοιξε τις πύλες της μαζικής μετανάστευσης με την Κίνα και τα νησιά του Ειρηνικού να προμηθεύουν τα εργατικά χέρια, που απαιτούσε η εξόρυξη του πολύτιμου μετάλλου από τα έγκατα της αυστραλιανής γης.

Το 1851 -αρχή της περιόδου του χρυσού με την ανακάλυψη κοιτασμάτων στο Bathurst της Νέας Νότιας Ουαλίας και το Ballarat της Βικτωρίας-  ο πληθυσμός της Αυστραλίας υπολογιζόταν σε 437.655 άτομα. Δέκα χρόνια αργότερα αυξήθηκε σε 1.151.947 άτομα και συνέχισε να αυξάνεται. Όμοια πληθυσμιακή έκρηξη σημειώθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που η Αυστραλία αντιμετώπιζε σοβαρό πληθυσμιακό πρόβλημα. Σήμερα ένας στους πέντε πολίτες της Αυστραλίας είναι μεταναστευτικής καταγωγής.
Το δόγμα «populate or perish» («αυξανόμαστε ή χανόμαστε») που επέβαλε o Arthur Calwell (πρώτος υπουργός Μετανάστευσης της μεταπολεμικής περιόδου), στόχευε στην αύξηση του πληθυσμού για την αντιμετώπιση νέας απειλής από την Ιαπωνία και την εισαγωγή των εργατικών χεριών, που χρειαζόταν η χώρα για την κατασκευή βασικών έργων υποδομής και την ανάπτυξη της βιομηχανίας.

H μία μετά την άλλη, οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις εξάρτησαν την πορεία της εθνικής οικονομίας από τη μετανάστευση, καθώς η γεννητικότητα μειωνόταν, αποκλείοντας τη φυσική ανανέωση του πληθυσμού και τα οργανωμένα συμφέροντα πίεζαν για την εισαγωγή νεαρών εργατών από το εξωτερικό, που θα παρήγαγαν πολλαπλάσιο έργο από το γηράσκοντα πληθυσμό της χώρας. Πίεζαν για την εισαγωγή «κεφαλαίου έτοιμου προς εκμετάλλευση» που θα έλεγαν οι μαρξιστές.
Η εξάρτηση της αυστραλιανής οικονομίας –της αυστραλιανής ευημερίας– από τη μετανάστευση είναι εξ ίσου σημαντική και σήμερα, ιδιαίτερα στην εξορυκτική βιομηχανία που αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς.

Τελευταία στοιχεία για την παραγωγικότητα των ειδικευμένων μεταναστών δείχνουν ότι το ποσοστό παραγωγικότητας των μεταναστών ανέρχεται σε 96% έναντι 65% του γενικού πληθυσμού της Αυστραλίας. Από δε τους ειδικευμένους μετανάστες, που μπήκαν στην Αυστραλία από το 2000 και εντεύθεν, το 75% είχε πρόσθετες σπουδές έναντι του 50% του ντόπιου πληθυσμού.

Εκτιμάται, δε, ότι και οι τελευταίοι μετανάστες που μπήκαν στην Αυστραλία έχουν υψηλότερη μόρφωση από τους Αυστραλούς.
Η καθιέρωση του πολυπολιτισμού, ως επίσημη πολιτική της χώρας από την Εργατική κυβέρνηση Γουίτλαμ και η κατάργηση της ρατσιστικής πολιτικής «White Australia Policy» («Πολιτική της Λευκής Αυστραλίας») που υποχρέωνε τις κυβερνήσεις του παρελθόντος να στρατολογούν μετανάστες από ευρωπαϊκές χώρες, επιτρέπει στις σημερινές κυβερνήσεις να προσκαλούν μετανάστες και από τη γειτονική Ασία και άλλες περιοχές του πλανήτη.

Η σημασία της μετανάστευσης για την κίνηση της εθνικής οικονομίας υπογραμμίστηκε στην αρχή της εβδομάδας από την απόφαση της κυβέρνησης Γκίλαρντ να επιτρέψει την εισαγωγή εργατικών χεριών από κλάδους της βιομηχανίας, που αντιμετωπίζουν μεγάλη έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού.
Ο υπουργός Μετανάστευσης, Chris Bowen, αιφνιδίασε στην αρχή της εβδομάδας, ανακοινώνοντας την ολοκλήρωση συμφωνίας με την πλουσιότερη γυναίκα του πλανήτη, την Αυστραλή βασίλισσα της εξορυκτικής βιομηχανίας, Gina Reinhart, για την εισαγωγή 1.715 ειδικευμένων μεταναστών –με κλαδική, τριετή συμφωνία– για τις ανάγκες του ορυχείου Roy Hill Project, στη Δυτική Αυστραλία, προϋπολογισμού 9,5 δισεκατομμυρίων και προβλεπόμενη ετήσια παραγωγή 55,000 τόνους ορυκτού σιδήρου τα επόμενα 20 χρόνια.

Η κατασκευή των έργων υποδομής του ορυχείου θα απασχολήσει συνολικά 6.700 άτομα, δηλαδή το 80% του εργατικού δυναμικού της περιοχής Pilbara της Δυτικής Αυστραλίας.

Ο υπουργός Μετανάστευσης απέδωσε την προνομιακή μεταχείριση της Gina Reinhart –που προκάλεσε έντονη αντίδραση των εργατικών συνδικάτων, μελών της κυβέρνησης και στελεχών της αριστερής παράταξης του Εργατικού Κόμματος– στην έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού.
Ο υπουργός ισχυρίζεται, ότι η καθιέρωση των Κλαδικών Συμφωνιών Μετανάστευσης (Enterprise Migration Agreements) θα καλύψει την ευρύτερη έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, που αντιμετωπίζει η εξορυκτική βιομηχανία και η βιομηχανία άντλησης φυσικού αερίου.

Ο ισχυρισμός του κ. Bowen θεμελιώνεται σε εκτίμηση (2010) της ομάδας εργασίας National Resources Sector Employment Taskforce, ότι τα έργα κατασκευής έργων υποδομής σε ορυχεία και πλατφόρμες άντλησης φυσικού αερίου θα απασχολήσουν 35.000 ειδικευμένα άτομα μέχρι το 2015, ενώ το σύνολο των τεχνιτών που θα απασχολήσουν τα ορυχεία θα ανέλθει στις 65.000.

Ο ισχυρισμός του υπουργού Μετανάστευσης θεμελιώνεται και στις δηλώσεις ιδιοκτητών εταιρειών εξόρυξης μετάλλων, ότι η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού θέτει σε κίνδυνο επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ορυχεία, διότι βασική προϋπόθεση χρηματοδότησης από τράπεζες και ιδιώτες είναι η δυνατότητα των ανάδοχων εταιρειών να ολοκληρώσουν τα έργα υποδομής και να λειτουργήσουν τα ορυχεία εντός των χρονοδιαγραμμάτων που υποβάλλουν σε τράπεζες και ιδιώτες.
Ο υπουργός Μετανάστευσης ισχυρίζεται, ακόμη, ότι η εισαγωγή τεχνιτών από το εξωτερικό αντισταθμίζεται από τη διάθεση από το κράτος και τους ιδιώτες σημαντικών κονδυλίων για την τεχνική ειδίκευση ντόπιου ανθρώπινου δυναμικού για τη μελλοντική κάλυψη των ελλείψεων από ντόπιους.

 Ο κ. Bowen διαβεβαιώνει, τέλος, ότι οι αλλοδαποί τεχνίτες που θα μπουν την Αυστραλία με κλαδικές συμφωνίες απασχόλησης θα αμείβονται σύμφωνα με τις συμβάσεις απασχόλησης του κλάδου τους και θα εγκαταλείπουν την Αυστραλία μετά τη λήξη της συμφωνίας τους με τις εργοδότριες επιχειρήσεις.
Οι όροι και οι συνθήκες απασχόλησης των προσκαλουμένων και γενικά η εφαρμογή των συμφωνιών τους από τους εργοδότες θα ελέγχεται από ειδική επιτροπή, που υποχρεώνεται να συγκροτήσει η κυβέρνηση για να αμβλύνει την αντίδραση των συνδικάτων και των ενδοκυβερνητικών επικριτών της.
Προκύπτουν, όμως, δύο βασικά ερωτήματα.

Ερώτημα πρώτον: Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας είναι ανισόπεδη. Η εξορυκτική βιομηχανία αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς, ενώ η μεταποιητική βιομηχανία (Manufacturing Industry) και άλλοι κλάδοι βρίσκονται σε κατάσταση ύφεσης με χιλιάδες τεχνίτες να ψάχνουν για δουλειά.

Δεν είναι δυνατή η προσέλκυση των τεχνιτών αυτών στις περιοχές της επικράτειας, που ανθούν οικονομικά για την κάλυψη των αναγκών τους σε ειδικευμένο προσωπικό;
Η εξορυκτική βιομηχανία απαντά, ότι η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού επιδεινώνεται από την άρνηση Αυστραλών τεχνιτών «να μεταναστεύσουν» στις απομονωμένες περιοχές, που λειτουργούν ορυχεία ορυκτών μετάλλων και πλατφόρμες άντλησης φυσικού αερίου, διότι οι συνθήκες διαβίωσης είναι σκληρές για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κρίνεται αδύνατη η κάλυψη της έλλειψης τεχνιτών από ντόπιο προσωπικό, χωρίς την παροχή ειδικών κινήτρων. 
 Ερώτημα δεύτερο: Το Πρόγραμμα Μετανάστευσης των τελευταίων ετών καθιέρωσε τη βίζα 457, η οποία επιτρέπει σε εργοδότες να προσκαλούν  ειδικευμένο προσωπικό από το εξωτερικό. Δεν αρκούν οι προσκαλούμενοι τεχνίτες για τις ανάγκες της εξορυκτικής βιομηχανίας;

Έκθεση του Κέντρου Πληθυσμιακής Έρευνας (Centre for Population and Urban Research) του Πανεπιστημίου Monash με τίτλο «The 2012-2013 Immigration Program: record numbers, city-bound”, που κυκλοφόρησε προ ημερών, αποκαλύπτει, ότι η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης δεν επιτυγχάνει τον αντικειμενικό στόχο της. Δεν βοηθά στην κάλυψη της έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού, διότι η πλειοψηφία των αλλοδαπών που προσκαλούνται στην Αυστραλία εγκαθίστανται μόνιμα στα αστικά κέντρα της χώρας, κυρίως στη Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ.

Στατιστικά στοιχεία για το οικονομικό έτος 2010-2011, που περιλαμβάνει η έκθεση του Κέντρου, δείχνουν ότι το περασμένο οικονομικό έτος εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία 213,409 αλλοδαποί, εκ των οποίων 48,080 μπήκαν στη χώρα με βίζα 457, δηλαδή προσκλήθηκαν από εργοδότες.

Από το σύνολο των προσκληθέντων 17,240 (36%) εγκαταστάθηκαν στο Σίδνεϊ, 11,510 (24%) στη Μελβούρνη, 9,280 (19%) στην Πέρθη. Οι αριθμοί πιστοποιούν, ότι το 60% των προσκληθέντων εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ, αντί των περιοχών που έχουν άμεση ανάγκη από ειδικευμένα χέρια, δηλαδή διαψεύδουν τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η βίζα 457 στοχεύει την εξασφάλιση ειδικευμένου προσωπικού από την εξορυκτική βιομηχανία – που δραστηριοποιείται μακριά από τα αστικά κέντρα της χώρας.
Το Κέντρο Πληθυσμιακής Έρευνας συμπεραίνει, από την ανάλυση των αριθμητικών δεομένων, ότι η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης δεν είναι απόλυτα στοχευμένη. «Τόσον η βίζα 457 όσο και η πρόσκληση μόνιμων μεταναστών από Αυστραλούς εργοδότες δεν στοχεύουν συγκεκριμένες περιοχές της επικράτειας και συγκεκριμένες βιομηχανίες» σημειώνει η έκθεση.

Προφανώς οι νεομετανάστες –στην πλειοψηφία τους Ασιάτες– εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα της Αυστραλίας, όπου υπάρχουν εγκατεστημένες κοινότητες ομογενών τους, υπηρεσίες και μηχανισμοί που εξυπηρετούν τις ανάγκες της πρώτης εγκατάστασής τους, αντί των ακριτικών περιοχών της χώρας στις οποίες λειτουργούν ορυχεία.
Η Έκθεση εγείρει ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της μεταναστευτικής πολιτικής της κυβέρνησης Γκίλαρντ για το νέο οικονομικό έτος. Ο προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2012-2013 προβλέπει αύξηση του αριθμού των μεταναστών που θα δεχθεί η Αυστραλία σε 190,000 άτομα.
Η κυβέρνηση αύξησε κατά 3,415 άτομα σε 129,500 άτομα τους ειδικευμένους μετανάστες, που θα προσκληθούν το νέο οικονομικό έτος για να καλύψουν τις ανάγκες μας σε τεχνίτες.

Το ερώτημα που αιωρείται είναι, πόσοι από αυτούς θα απασχοληθούν στη βιομηχανία με τη μεγαλύτερη έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, δηλαδή πόσοι από αυτούς θα απασχοληθούν σε ορυχεία εκτός των αστικών κέντρων.

Η μετανάστευση ήταν και παραμένει ακανθώδες θέμα, διότι κάθε πολίτης θεωρεί τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας από τη δική του σκοπιά και με διαφορετικά κριτήρια. Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει στην παρούσα φάση της πορείας μας είναι οι επιλογές μας, ώστε να αποφύγουμε τα λυπηρά γεγονότα του απώτερου παρελθόντος, που οδήγησαν στην καθιέρωση της επαίσχυντης πολιτικής της «Λευκής Αυστραλίας».

Η οικονομική άνθηση του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα ώθησε τους αποικιοκράτες στην εισαγωγή εργατών και τεχνιτών, που αργότερα κρίθηκαν «ανεπιθύμητοι», λόγω του χρώματος του δέρματός τους.

Η μεταπολεμική Αυστραλία έχει κάνει αλματώδη πολιτισμικά βήματα, που την καθιερώνουν ως κορυφαία πολυπολιτισμική χώρα. Η διάθεση της κυβέρνησης να ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της εθνικής οικονομίας δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την πολυπολιτισμική αυστραλιανή κοινωνία με ανισόρροπα προγράμματα μετανάστευσης.