ΕΧΟΝΤΑΣ εργαστεί (και ζήσει) σχεδόν 40 χρόνια κοντά του νόμιζα ότι τον ήξερα καλύτερα από τον καθένα. Ο λόγος για τον Δημήτρη Γκόγκο, τον άνθρωπο στον οποίο σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται η επιτυχία του «Νέου Κόσμου».

ΟΜΩΣ από την Δευτέρα που έγινε γνωστό ότι ο «Τάκης μας» αναπαύτηκε, μαθαίνω πολλές, άγνωστες σε μένα ιστορίας που ελπίζω κάποια στιγμή να τις καταγράψω…

ΜΟΥ είναι, για παράδειγμα, αδιανόητο ότι αυτός ο τρυφερός άνθρωπος αποπειράθηκε κάποτε να γίνει (και) παλαιστής, όπως μάθαμε από το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του γιου του Χριστόφορου.

ΤΟ 2001 ο Τάκης Γκόγκος τιμήθηκε από την αυστραλιανή Πολιτεία με το «Μετάλλιο του Αιώνα» (Centenary Medal) για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της αυστραλιανής κοινωνίας. (Η ίδια διάκριση δόθηκε και σε μένα). Τη χρονιά αυτή η Αυστραλία γιόρταζε τα 100 της χρόνια ως Ομόσπονδό Κράτος και τίμησε όλους όσοι ήταν εν ζωή και (κατά την κρίση των ειδικών) συνέβαλαν ώστε η Αυστραλία να γίνει αυτό που είναι σήμερα.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ με τον Γκόγκο είναι ότι έως το 1973 (από το 1950 που είχε έρθει στην Αυστραλία) η χώρα αρνιόταν να τον κάνει «Αυστραλό πολίτη» επειδή τον θεωρούσε επικίνδυνο λόγω της αριστερής του ιδεολογίας. Πολιτογραφήθηκε Αυστραλός μετά την άνοδο του Ουίτλαμ στην εξουσία και, στη συνέχεια, τιμήθηκε δεόντως.

ΤΙΜΗΘΗΚΕ, όμως, και από την Ελλάδα παρ’ ότι και εκεί ήταν «φακελωμένος» στα χρόνια της χούντας.
Πολλές οι διακρίσεις. Μεταξύ άλλων:
Η Ελληνική Δημοκρατία ανακήρυξε τον «Νέο Κόσμο» καλύτερη ομογενειακή εφημερίδα. Το βραβείο συνοδευόταν και από μερικές χιλιάδες δολάρια. Αυτά ο Τάκης Γκόγκος τα έδωσε σε μαθητές που αρίστευσαν στο μάθημα των Ελληνικών στη Βικτώρια.
Επίσης, η Νομαρχία Αττικής τον ανακήρυξε «Πρεσβευτή του Ελληνισμού».

ΓΙΑ τον Τάκη, όμως, το μεγαλύτερο βραβείο ήταν η αγάπη του αναγνωστικού κοινού της εφημερίδας. Ανεκτίμητο βραβείο και το αναγνώριζε.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του, όπως ήταν αναμενόμενο, απασχόλησε τόσο τα ομογενειακά όσο και τα αυστραλιανά ΜΜΕ. Το ABC φιλοξένησε συνέντευξη του γιου του (και εκδότη μας) Χριστόφορου Γκόγκου, ενώ και ο αγγλόφωνος Τύπος προέβη σε αναφορές.

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να υπογραμμιστεί (ξανά) εδώ ότι ο Τάκης Γκόγκος ήταν η αρχή της SBS. Στο όνομά του εκδόθηκε η άδεια του 3ΕΑ. Εκείνος πλησίασε τον Τάκη Ευστρατιάδη, τον Νικ Άντον, το Νίκο Σκιαδόπουλο και άλλους να κάνουν τις πρώτες εκπομπές.

ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ σαν σήμερα να ηχογραφεί το πρώτο μήνυμά του, της πρώτης εκπομπής του 3ΕΑ. Η ηχογράφηση έγινε στην τουαλέτα ενός παλιού συνεργείου που είχαμε μετατρέψει σε θεατράκι με επικεφαλής τον Νίκο Σκιαδόπουλο στη Little Lonsdale Street. Η επιλογή της τουαλέτας έγινε για ηχομόνωση.

ΚΑΙ έλεγε ο Τάκης: «Εκπέμπουμε σήμερα και δεν ξέρουμε αν ακουγόμαστε, ποιοι μας ακούν και πού. Είμαστε όμως αποφασισμένοι να μας ακούν όλοι και παντού». Και, πράγματι, λίγους μήνες αργότερα όλοι οι Έλληνες της Μελβούρνης άκουγαν 3ΕΑ (το σημερινό SBS).

ΚΑΙ ακόμα δυο λόγια σ’ αυτή την αναφορά μου για την Ευτυχία Γκόγκου, τη μητέρα του Τάκη, την οποία είχα την ευτυχία να γνωρίσω και την ξαναθυμήθηκα έντονα αυτές τις μέρες βλέποντάς την να λάμπει δίπλα στον γιο της και να τον καμαρώνει.

ΜΟΥ είχε δώσει και μια συνέντευξη, μάλιστα, την οποία είχα δημοσιεύσει σε συνέχειες στον «Νέο Κόσμο». Όπως σημείωνα και τότε ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα η Ευτυχία Γκόγκου. Με μια ζωή που διάρκεσε έναν σχεδόν αιώνα, την οποία έζησε σε τέσσερις χώρες και τρεις διαφορετικές ηπείρους, υπήρξε ως ένα βαθμό και η προσωποποίηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

ΜΙΚΡΑ Ασία, καταστροφή, δυο φορές προσφυγιά, αναζήτηση νέας πατρίδας, αποδοκιμασίες και ρατσισμός, πολλές φορές των ντόπιων, στερήσεις, αγωνία για επιβίωση, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, μετανάστευση, Αυστραλία και θρίαμβος της ανθρώπινης θέλησης, είναι τα στοιχεία που σημάδεψαν τη ζωή της Ευτυχίας Γκόγκου.
Για το πώς βρέθηκε ο Τάκης στην Αυστραλία μου είπε η Ευτυχία Γκόγκου:

«Στη δίνη του εμφυλίου πολέμου επισκέφθηκαν την Χίο, από την Αυστραλία, κάτι ξαδέλφια του ανδρός μου που ζούσαν εδώ (στη Μελβούρνη). Κατάγονταν από τα Αλάτσατα και είχαν έρθει από παλιά στη Μελβούρνη. Μας έλεγαν, λοιπόν, ότι εδώ η ζωή ήταν πολύ καλύτερη.

Αποφασίσαμε να στείλουμε τον Τάκη. Στη Χίο και σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την πρώτη εφημερίδα του νησιού, την “Πρωία”, όπου με μανία έγραφε την αλήθεια και υπέστη διώξεις. Από μικρός, όταν τον ρωτούσαν τι θέλει να γίνει, έλεγε δημοσιογράφος».

Η Πρωτοχρονιά του 1950 ήταν μια από τις πιο σκληρές που έζησε η οικογένεια Γκόγκου. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, οι Πρωτοχρονιές του ’23, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και της κατοχής στην Κύπρο, αλλά η πίκρα γι’ αυτήν του ’50 ήταν διαφορετικής φύσης.

Ήταν τότε, λοιπόν, το 1950, όταν ο μονάκριβος γιος της, ο Τάκης όπως τον αποκαλεί, πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Προορισμός η Μελβούρνη, όπου ζούσε ένας θείος του, ο Γιάννης Γκόγκος. Πρωτοχρονιά του ’50, ο νεαρός Τάκης Γκόγκος, πατά το πόδι του στη Μελβούρνη, αλλά, πίσω στη Χίο, η μάνα του, ο πατέρας του και η αδελφή του Ρένα, δεν μπορούσαν να αντέξουν τον χωρισμό “τώρα που το παιδί τους πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου” και μετά από τα δύσκολα χρόνια που είχαν ήδη περάσει.

Λίγα χρόνια αργότερα, όλη η οικογένεια Γκόγκου έφτανε στη Μελβούρνη με πολλά όνειρα, σίγουρη ότι οι κακές μέρες θα έμεναν οριστικά πίσω. Τη μεγάλη χαρά, αμέσως αντικατάστησε η απογοήτευση:

«Ήταν τρομερή η απογοήτευση μας όταν φθάσαμε στο λιμάνι της Μελβούρνης και αντικρίσαμε την πόλη. Καμιά σχέση με το σήμερα. Όντως, ήταν πολύ διαφορετικά τότες η κατάσταση, πολύ φτωχά. Παντού λαμαρίνες και ξύλινα σπίτια. Όταν ρωτήσαμε τον Τάκη, γιατί δεν μας έγραψε την πραγματικότητα, μας είπε ότι θα πιστεύαμε τους μεγαλύτερούς του και όχι εκείνον και θα νομίζαμε ότι ήθελε να γυρίσει πίσω. Μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής και καθώς έφταναν τα καράβια γεμάτα Έλληνες μετανάστες, ξεκίνησε και ο “Νέος Κόσμος”.

Ας δούμε πώς θυμάται η κ. Γκόγκου το ξεκίνημα της εφημερίδας: “Όταν ξεκίνησε την εφημερίδα, ήταν ελάχιστες σελίδες. Έως τότε εγώ δεν είχα ποτέ εργαστεί, εκτός σπιτιού. Όταν, όμως, έμεινα μόνη μου, χωρίς τον άνδρα μου και την μητέρα μου, οι οποίοι, στο μεταξύ, είχαν πεθάνει, ο Τάκης μου πρότεινε να κατεβαίνω κάτω στο γραφείο όπου υπήρχε ελληνικό προσωπικό και να βοηθώ στην έκδοση της εφημερίδας, που τότε έβγαινε κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και αντίξοες συνθήκες, αλλά και να περνάει η μέρα μου πιο ευχάριστα. Βοηθούσα και εγώ με το να διπλώνω εφημερίδες και, μάλιστα, ήμουν και πολύ γρήγορη από πολλούς νέους. Ήταν δύσκολα, αλλά και πολύ όμορφα χρόνια. Ήμουν περιτριγυρισμένη από καλούς συνεργάτες».

Η ίδια θυμάται ότι πολλά πρωινά «ξεπάγιαζε», όταν μαζί με τον Τάκη έκαναν την διανομή της εφημερίδας μ’ ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που έμπαζε από παντού».

Σ.Χ.

ΣΥΝΗΘΙΖΕΤΑΙ να λέγεται και να γράφεται όταν κάποιος άνθρωπος, που έχει αφήσει ανεξίτηλο με όποιο τρόπο το σημάδι του σε κάποιον τομέα και αφήνει τα εγκόσμια, ότι είμαστε σε ένα «τέλος εποχής» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

ΚΑΙ δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς για τον διευθυντή του «Νέου Κόσμου», Δημήτρη Γκόγκο, ή Τάκη ή Mister G, όπως τον αποκαλούσαμε όλοι όσοι εργαστήκαμε και εργαζόμαστε ακόμα σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα. Βρισκόμαστε, πράγματι, μπροστά σε ένα τέλος εποχής…

ΤΟ τελευταίο δίμηνο σχεδόν έφυγαν μεγάλα ονόματα της ελληνοαυστραλιανής παροικίας, άνθρωποι που έπαιξαν όσο κανείς άλλος, πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη αυτής της παροικίας, ανεξάρτητα από το αν κάποιοι βρέθηκαν στο αντίπαλο από αυτούς «στρατόπεδο», διαφώνησαν πολιτικά ή όπως αλλιώς. Ο Δημήτρης Γκόγκος, ο Θεόδωρος Σκάλκος, ο αρχιεπίσκοπος Στυλιανός…

ΠΙΣΤΕΥΩ, όμως, ότι όταν μπαίνει ένα τέλος σε μια εποχή, τότε αρχίζει μια άλλη, κάτι νέο και φρέσκο, που «πατάει» μεν στο… παλιό, αλλά που έχει όμως θέσει, ή φιλοδοξεί να το κάνει, ένα νέο όραμα να γίνει πράξη για το αμέσως επόμενο διάστημα.

ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να οδεύουμε στο μέλλον, με βάση τα διδάγματα, αρνητικά ή θετικά, του παρελθόντος και του παρόντος. Στη βάση αυτή και με αφορμή τα γεγονότα αυτά, αισθάνομαι ότι είναι καιρός να αποτιμηθεί σε όλες του τις παραμέτρους το έργο αυτών των ανθρώπων που μας άφησαν για άλλους τόπους, χλοερούς.

ΝΑ αναψηλαφήσουμε την ιστορία μας με αίσθημα ισοτιμίας και ευθύνης. Να αντλήσουμε τα όποια διδάγματα από αυτήν. Να αναδείξουμε κάθε συνεισφορά στο παροικιακό οικοδόμημα και να θέσουμε την ιστορία και την παρουσία μας σε αυτήν εδώ τη χώρα στις σωστές, πολυποίκιλες και πολυσυλλεκτικές της διαστάσεις.

Δ.Τ.

ΕΦΥΓΕ από τη ζωή ο ιδρυτής του «Νέου Κόσμου», Δημήτρης Γκόγκος. Εμείς που γίναμε τα τελευταία χρόνια μέλη της ιδιαίτερης αυτής οικογένειας, δυστυχώς δεν είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να τον έχει δει κανείς για να καταλάβει πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν , αφού ο δικός μας χώρος εργασίας είναι αποτέλεσμα των δικών του κόπων.

ΤΙΠΟΤΑ από όσα βλέπουμε, γράφουμε και διαβάζουμε εμείς καθημερινά δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν η πίστη του προς την ελληνική δημοσιογραφία και η θέλησή του να της δώσει τη δική της φωνή. Μπορεί πλέον όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα να τα θεωρούμε δεδομένα, αλλά για την εποχή η ύπαρξη και κυκλοφορία μιας εφημερίδας στην ελληνική γλώσσα ήταν κάτι το επαναστατικό για την Αυστραλία και ο ίδιος από τους πρωτοπόρους του χώρου.

ΠΡΟΣ την οικογένειά του, θερμά συλλυπητήρια και προς τον ίδιο, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» που μας έδωσε μια πλατφόρμα από την οποία μπορούμε να κάνουμε το πάθος μας για τη δημοσιογραφία επάγγελμα.

Α.Α.