Αναμφίβολα η πορεία και η εξέλιξη του έργου και της προσφοράς του Δημήτρη Γκόγκου, και η σημασία και η διάσταση που είχε η δημιουργική του παρουσία στα χρόνια της επιβίωσης του Ελληνισμού (1956-1975), στα χρόνια της ωρίμανσης της Ομογένειας (1975-1995) και στα χρόνια της ισοπολιτείας και της προσφοράς του Ελληνισμού (1995-2015), τον καταξιώνει ως βασικό πυλώνα του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι των Ελλήνων μεταναστών και των παιδιών τους.

Η σύγχρονη αντίληψη της κοινωνίας αποδέχεται και συμβιβάζεται με την άποψη ότι με τη βιολογική έξοδο του ανθρώπου, μαζευόμαστε συγγενείς και φίλοι, και «συν-εορτάζουμε τη ζωή του νεκρού», απαριθμούμε, δηλαδή, τα κατορθώματά του, τα επιτεύγματά του και τιμούμε αυτούς που αφήνει πίσω του, ως επίγονους και κληρονόμους της ζωής του. Η Ορθοδοξία, δεν διαβλέπει στους συγγενείς και φίλους του «κοιμωμένου» καμία αιτία ή πρόσχημα «εορτασμού», αλλά «δικαία κρίση» και αποτίμηση της ζωής του, μέσα από τη μεταφυσική διάσταση και την πνευματικότητα.

Υπάρχουν και αυτοί που αξιολογούν τη μετάβαση από τη ζωή προς τον θάνατο, ως μια απλή δεοντολογική φάση των όντων, την τελευταία τους, που απλά καταδεικνύει το μάταιο, το κενόδοξο του ανθρώπου. Τέλος, υπάρχουν κι αυτοί που αγκιστρωμένοι στην αρχαία ελληνική θρησκεία προσπαθούν να προσδώσουν στον θάνατο του συνανθρώπου μας, το σκηνικό του Κάτω Κόσμου, όπως το είδε ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος στους νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού, ο οποίος διέσχισε τον Αχέροντα χωρίς να καταβάλλει τον οβολό του στον Χάροντα, γιατί απλά δεν είχε ποτέ χρήματα ή υλικά αγαθά, εξηγώντας του χαμηλόφωνα το “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος” (δεν μπορείς να πάρεις από αυτόν που δεν έχει).

Στην περίπτωση συγκεκριμένων ατόμων, ηγετών, κοινωνικών μπροστάρηδων, ανθρώπων με όραμα και συναίσθηση της αποστολής τους, όπως η περίπτωση του Δημήτρη Γκόγκου, η ιστορία στέκεται δίπλα τους και προσπαθεί λιτά, αντικειμενικά, να εξηγήσει τις πράξεις τους και να στήσει το εκτόπισμα του οδοιπορικού τους, πέρα και πάνω από όσα υποστηρίξαμε παραπάνω. Η ιστορία κάνει καταγραφή και απολογισμό της δράσης και της παρουσίας των λιγοστών αυτών ανθρώπων, που δεν ήσαν βέβαια περισσότερο σημαντικοί ως αξία ζωής, από οποιονδήποτε κοινό άνθρωπο (όλοι οι άνθρωποι είναι εντελώς πρωτότυποι, μοναδικοί και ιδιόμορφοι), αλλά υπήρξαν πολλαπλασιαστές, βασικοί πελματοδοκοί, πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης και εποικισμού. Και αυτή η ιστορία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής εθνικής ιστορίας. Ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν ένας από τους βασικότερους πελματοδοκούς της ιστορίας του Ελληνισμού της Διασποράς, ίσως ένας από τους δύο τρεις κυριότερους πυλώνες της δημοσιογραφίας στην σύγχρονη ελληνική Διασπορά.

Η παρουσία και δράση του Δημήτρη Γκόγκου καλύπτει δύο γενιές εποικισμού, δύο γενιές βιωματικής εμπειρίας (1956-2019), μιας άλλης Ελλάδας, στην Ωκεανία, μιας Ελλάδας και ενός εκπατρισμένου Ελληνισμού, ενός Ελληνισμού που έζησε τη μετανάστευση και την προσφυγιά στην Αυστραλία, ενός Ελληνισμού εκατοντάδων χιλιάδων προλετάριων των αστικών κέντρων της Ελλάδας, ανειδίκευτων και φτωχών αγροτών μιας παραμελημένης υπαίθρου, ξεριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες. Ενός Ελληνισμού της Αυστραλίας που βίωσε στο πετσί του τον κατατρεγμό και τη δίωξη των αρχών ασφαλείας της αυστραλιανής Κοινοπολιτείας και των μυστικών υπηρεσιών (θύμα και ο Δημήτρης Γκόγκος), καθώς και των κάθε είδους πεπληρωμένων εντός-των-τειχών χαφιέδων και καταδοτών, που φρόντιζαν να έχουν πάντα δίπλα τους οι Έλληνες διπλωμάτες και όχι μόνον στην περίοδο της Χούντας για να τους φακελώνουν βάναυσα και αντισυνταγματικά (αφού όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο Σύνταγμα).

Από το 1957, που ο Δημήτρης Γκόγκος εκλέγεται Γραμματέας του Πολιτιστικού Συνδέσμου Δημόκριτος στη Μελβούρνη, αρχίζει μια συνειδησιακή πάλη, μια ενσυνείδητη προσπάθεια προσφοράς του στον μετανάστη, στον συνέλληνα, στον φίλο και σύντροφο, στον εργάτη και στον βιοπαλαιστή (όλοι τέτοιοι ήσαν-ακόμη δεν είχε αναδυθεί η τάξη των Ελλήνων επιχειρηματιών). Προσφέρει υπηρεσία στον οικονομικό πρόσφυγα που προσπαθούσε να επιβιώσει στην Αυστραλία στα πέτρινα χρόνια της περιόδου 1950-1970, δέκα νομάτοι σε ένα δωμάτιο, είκοσι για ένα μπάνιο, είκοσι για μια κουζίνα, στους γονιούς που δούλευαν διαφορετικές βάρδιες για να μην αφήσουν μόνα τα παιδιά τους (το στρώμα του κρεβατιού δεν προλάβαινε να κρυώσει), ή κι αυτούς που αναγκαστικά δούλευαν και τρεις βάρδιες αφήνοντας κλειδωμένα τα ανήλικα παιδιά τους ή επιφορτισμένα στη γειτόνισσα που διακονούσε κι άλλα παιδιά με χαμηλή κι ανθρώπινη αμοιβή.

Ο ηγετικός και αργότερα κυρίαρχος ρόλος του Δημήτρη Γκόγκου στον “Νέο Κόσμο” δεν έδινε περιθώρια επιείκειας, δεν επέτρεπε άστοχες κινήσεις, ιδεοληψίες, επιπολαιότητες και κυρίως εκδικητικές ή ιδεολογικές επιθέσεις. Για έναν νέο άνθρωπο, που είχε ζήσει ως παιδί τον Εμφύλιο στην πατρίδα του, και λιγότερο από επτά χρόνια αργότερα, καλούνταν να παίξει τον ρόλο του δημοσιογραφικού μέντορα σε μια παροικία ματωμένη, τραυματισμένη από τις ιδεολογικές έριδες και τον διχασμό, σε μια εποχή που συχνά καλούνταν η αστυνομία για επιβλέπει τις Γενικές Συνελεύσεις των οργανωμένων Ελλήνων, σε μια εποχή που ο τζόγος και η ψυχολογική πίεση που ασκούνταν στο αντρομάνι των μεταναστών από την έλλειψη γυναικών, σε μια περίοδο που ο Έλληνας μετανάστης, σοκαρισμένος από το διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον που αντιμετώπιζε έδινε τα ρέστα του σε μια ανερχόμενη βιομηχανική και εν πολλοίς απάνθρωπη κοινωνία, προκειμένου να φέρει την οικογένειά του από την Ελλάδα ή να της προσφέρει στέγη και μέλλον, ο Τάκης Γκόγκος με την ομάδα του, εξέδιδαν τον Νέο Κόσμο, ως φωνή ενθάρρυνσης και αισιοδοξίας, προσφέροντας στους μετανάστες έναν νέο κόσμο, δικαιότερο, περισσότερο ανθρώπινο.

Κρατώντας παραμάσχαλα την εφημερίδα του Δημήτρη Γκόγκου, τον Νέο Κόσμο αντρώθηκαν και γέρασαν δύο γενιές μεταναστών μέσα στις κουζίνες των εργοστασίων, στους σταθμούς των τρένων, στα λεωφορεία της γραμμής, στα καφενεία των Ελλήνων, στα μαγαζιά τους και, αργότερα, στα σαλόνια τους. Ο “Νέος Κόσμος” ιστορικά υπήρξε η εφημερίδα υψίστου ήθους και ύφους εξουσίας στην ελληνική Διασπορά. Η αναγνωσιμότητά της πάντα δημοφιλής, ξεπέρασε και τους ιδεολογικούς περιορισμούς της ίδιας της εφημερίδας. Οι αναγνώστες της, αρχικά αριστεροί, προοδευτικοί, αργότερα ακόμη και συντηρητικοί και πρόσφατα με πανελλήνια εμβέλεια, παρακαταθήκη του Δ. Γκόγκου στους μετανάστες που γεωμετρικά φεύγουν από τη ζωή τα τελευταία χρόνια, αλλά και προσφορά τιμής προς τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στην Αυστραλία και στα εγγόνια τους.

Ο “Νέος Κόσμος” δικαιωματικά κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ελληνισμού, στην Αυστραλία και στην Ελλάδα με την πειστικότητα του ήθους και του ύφους του. Βέβαια, είχε και κενά και αδυναμίες, και αστοχίες και λάθη και παραλείψεις. Σε πολλές περιπτώσεις αδίκησε άτομα, οργανισμούς και σωματεία, επηρεάσθηκε και από εγγενή συμφέροντα και καταστάσεις, προκάλεσε, πυροδότησε και έριδες (δεν ήσαν όλοι οι δημοσιογράφοι του καταρτισμένοι και εκπαιδευμένοι).

Ωστόσο, ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν άτομο με μετριοπάθεια, στάθηκε συμβιβαστικός και καλόγνωμος σε περιόδους κρίσης, ψυχικά ραφιναρισμένος αποζητούσε την ισορροπία και την εναρμόνιση, αποχύμωνε το πάθος από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε και καλλιεργούσε μια συναίνεση ακόμη και όταν αδικούνταν ο ίδιος. Ο Δ. Γκόγκος προσέφερε στους μετανάστες πρώτης γενιάς, πέρα από την έγκριτη ενημέρωση και πληροφόρηση, την ελπίδα για τη ζωή τους, το κουράγιο για τις πράξεις τους. Τους συμπαραστάθηκε και τους συνέτρεξε στα χρόνια που η προκατάληψη, η ξενοφοβία και μισοξένεια αποτελούσαν μέρος της ζωής στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης, προσέφερε άσυλο σε όλους εκείνους που ένιωθαν ότι αδικούνται στους χώρους εργασίας τους, προσέφερε βήμα (το ισχυρότερο βήμα θα έλεγα) στους παροικιακούς αγώνες για τα δίκαια της Ομογένειας και για την ισοπολιτεία, αποτέλεσε προπύργιο της Ελλάδας για τα εθνικά της θέματα και τους εθνικούς της αγώνες.Του Δημήτρη Γκόγκου όλοι θα του χρωστάμε την έντιμη αναγνώριση, τη δίκαια μνήμη και την ευγνωμοσύνη για τον απύθμενα καλόγνωμο τρόπο και ήθος με τα οποία διαχειρίστηκε την εξουσία που του παρείχε η εφημερίδα του.