Η σχέση του µε τη φωτογραφία ξεκίνησε σε ηλικία µόλις πέντε ετών, όταν ο πατέρας του του δώρισε µια παιδική κάµερα Kodak. ∆εκαετίες µετά, ο Αµερικανός Ρόµπερτ Μακέιμπ βρέθηκε να φωτογραφίζει ακατάπαυστα την Ελλάδα του ’50, «µεθυσµένος» από την ανόθευτη οµορφιά της. Για πρώτη φορά έφτασε στη χώρα µας φοιτητής το 1954, µαζί µε τον αδελφό του, φιλοξενούµενοι µιας οικογένειας από τη Σαντορίνη.

«Έχω έναν µεγαλύτερο αδελφό, τον οποίο ακολουθούσα παντού. Εκείνος είχε έναν Έλληνα φίλο, τον Πέτρο Νοµικό, του οποίου η οικογένεια καταγόταν από τη Σαντορίνη. Όταν ο Πέτρος κάλεσε τον αδελφό µου το καλοκαίρι του 1954 στη Σαντορίνη για δύο εβδοµάδες, πήγα και εγώ µαζί του. Η φιλοξενία τους ήταν απίστευτη. Η οµορφιά του τόπου και η ζεστασιά των ανθρώπων συγκλόνισαν και τον αδελφό µου και εµένα και έτσι οι δύο εβδοµάδες έγιναν οι τρεις µήνες του καλοκαιριού και µετά βεβαίως µια ζωή ολόκληρη», εξηγεί ο ίδιος, µιλώντας στο «Έθνος της Κυριακής».

Είναι τόσο µεγάλο αλλά και ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας το υλικό του από την Ελλάδα, που πριν από λίγο καιρό η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, που γιόρτασε τα 180 χρόνια λειτουργίας της µε την έκθεση «Χρονογραφία», φιλοξένησε 53 ασπρόµαυρες λήψεις του Αµερικανού φωτογράφου κυρίως από τα έτη 1954-55, σε περιοχές έντονου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως η Ακρόπολη, η Αρχαία Αγορά, το Σούνιο, η Κνωσός, η Σαντορίνη, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος, η ∆ήλος κ.ά.
Παρά τις δεκαετίες που έχει περάσει στην Ελλάδα, δεν µπορεί να ξεχωρίσει ένα και µόνο µέρος από όσα έχει επισκεφθεί. «Τη δεκαετία του ’50 κάθε τόπος µού φαινόταν µοναδικός. Το κάθε µέρος είχε αναπτύξει µε την πάροδο του χρόνου τον δικό του πολιτισµό, τη δική του κουλτούρα. Η αρχιτεκτονική, η τοιχοποιία, η µουσική, η ποίηση, οι χοροί, η ενδυµατολογία των κατοίκων ακόµη και η γλώσσα τους καθιστούσαν µοναδικό κάθε νέο τόπο που επισκεπτόµουν» σηµειώνει ο ίδιος.

Παρατηρώντας κανείς τις φωτογραφίες του Ρόµπερτ Μακέιμπ µπορεί να διαισθανθεί ότι σε αυτές αποτυπώνονται ανείπωτες ιστορίες του παρελθόντος. Και αυτό από µόνο του είναι ταλέντο. Πώς, όµως, το εξηγεί ο ίδιος; «Οι φωτογραφίες λένε ιστορίες και αυτές οι ιστορίες αποκτούν µεγαλύτερη αξία καθώς περνά ο χρόνος και οι παλαιότερες γενιές “ξεθωριάζουν” από το τοπίο. Γίνονται µια αληθινή ανάµνηση του τοπίου. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το να γυρίζω πίσω και να σκέφτοµαι τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετώπισα συγκεκριµένες φωτογραφίες µου στην Ελλάδα. Αυτό που κάποτε συνιστούσε εύκολο σκηνικό για να το βρεις, σταδιακά έγινε σπάνιο και στο τέλος ανεκτίµητος κρίκος µιας αρχαιολογικής αλυσίδας, εφόσον ανήκε σε κάτι που έπαψε να υπάρχει».

Χαρακτηριστικό παράδειγµα η περίπτωση της Σαντορίνης, η οποία στις 9 Ιουλίου 1956 χτυπήθηκε από σεισµό 7,5 Ρίχτερ και µετασεισµό 6,9 Ρίχτερ, 12 λεπτά αργότερα από τον πρώτο. Αυτές οι ισχυρές σεισµικές δονήσεις είχαν ως αποτέλεσµα τον θάνατο 53 ανθρώπων, τον τραυµατισµό τουλάχιστον 100, τσουνάµι στο Αιγαίο ύψους έως και 25 µέτρων στη νοτιοανατολική ακτή της Αµοργού και ανυπολόγιστες ζηµιές στην Οία, στο Ηµεροβίγλι και στα Φηρά.

Ο Ρόµπερτ Μακέιμπ είχε την τύχη να επισκεφθεί το νησί πριν από τoν σεισµό και να το φωτογραφίσει µε τη µηχανή του. Οι εικόνες αλλά και οι µνήµες του αποτυπώνουν τη Σαντορίνη όπως ήταν, πριν από τη µεγάλη φυσική καταστροφή. «Το νησί δεν είχε καθόλου τουρίστες, µόνο εγώ και ο αδελφός µου ήµασταν όταν φτάσαµε εκεί, καλεσµένοι της οικογένειας Νοµικού. Είδαµε ένα τζιπ, αλλά δεν θυµάµαι άλλα αυτοκίνητα. Υπήρχαν γαϊδουράκια παντού. Οι ντόπιοι καλλιεργούσαν ντοµάτες και σταφύλια και έκαναν εξόρυξη ελαφρόπετρας», διηγείται.

Όπως αποκαλύπτει στο «Έθνος της Κυριακής», το επόµενο βιβλίο του είναι αφιερωµένο στο νησί, τον τόπο αυτό για τον οποίο ντόπιοι και τουρίστες συνοµολογούν ότι κουβαλά µια µοναδική αύρα. Στο εν λόγω βιβλίο θα υπάρχει και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό από τη Σαντορίνη, το οποίο εξασφάλισε το «Έθνος της Κυριακής» και προδηµοσιεύει. Όπως εξηγεί ο ίδιος, για τις ανάγκες της έκδοσης έχει συνεργαστεί µε τη δηµοσιογράφο Μαργαρίτα Πουρνάρα, η οποία έχει οικογενειακούς δεσµούς µε το νησί. Σηµειώνει, δε, ότι πολλά από τα τοπία των φωτογραφιών αυτών καταστράφηκαν µετά τον σεισµό οπότε φέρουν µια ανεκτίµητη αξία. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ όταν έφτασα στην Καλντέρα για πρώτη φορά και είδα τα λευκά χωριά να κρέµονται ουσιαστικά από τους µαύρους γκρεµούς. Ειλικρινά δεν υπάρχει άλλη τέτοια οµορφιά στον πλανήτη.

«Η µοναδικότητα της Σαντορίνης φτάνει πολύ πέρα από τα µαγευτικά ηλιοβασιλέµατα στην Οία. Είναι η µεγαλύτερη θαλάσσια καλντέρα στον κόσµο και διαθέτει ενεργό ηφαίστειο. Η ηφαιστειακή προέλευση του νησιού έχει παίξει ρόλο τόσο στην καταστροφή όσο και στη διατήρηση του τόπου. Για παράδειγµα, την ίδια στιγµή που ένα µεγάλο µέρος της Σαντορίνης εξαφανιζόταν στη θάλασσα, περίπου 1,5 µέτρο ηφαιστειακής σκόνης διαφύλαξε µια ολόκληρη µινωική πόλη» απαντά στην ερώτηση τι είναι εκείνο που καθιστά τόσο ξεχωριστό αυτό το νησί και συµπληρώνει: «∆εν θα ξεχάσω ποτέ όταν έφτασα στην Καλντέρα για πρώτη φορά και είδα τα λευκά χωριά να κρέµονται ουσιαστικά από τους µαύρους γκρεµούς. Ειλικρινά δεν υπάρχει άλλη τέτοια οµορφιά στον πλανήτη».

Η αναντίρρητη αγάπη του για την Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν η πηγή έµπνευσης και η κινητήριος δύναµή του για τα βιβλία που έχει εκδώσει όλα αυτά τα χρόνια και που έχουν ως επίκεντρο τη χώρα µας. Ενδεικτικά, µερικά από αυτά: «Greece: Images of an Enchanted Land 1954-1965», «On the Road with a Rollei on the 50s», «Grèce: les années d’innocence», «ChinaGreece: Ancient Peoples – Changing Worlds», «Patmos: Pathways of Memory», «Mycenae 1954: High Noon», «Mycenae: From Myth to History», «Wooden Boats of the Aegean, 1954-64» κ.ά.

Εκτός από το βιβλίο για τη Σαντορίνη που αναµένεται να εκδοθεί, αυτή την περίοδο ετοιµάζει και ακόµη ένα για την Κάσο, από την οποία επίσης διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Ένας καλλιτέχνης ετών 85, που δεν σταµατά να δηµιουργεί, έχοντας ως αφετηρία αλλά και τελικό προορισµό την Ελλάδα και τις εικόνες της. Ένας πραγµατικός φιλέλληνας. Αυτός είναι ο Ρόµπερτ Μακέιμπ.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.