Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να κλάψει. Ο Ευελπίδης, ο ήρωας της ιστορίας μας, είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία με τους γονείς του όταν ήταν πολύ μικρός. Ούτε που θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε κλάψει. Οι γονείς του τού έλεγαν ότι όταν ήταν μωρό, δεν σταματούσε να κλαίει. Μάλλον τα δάκρυα έχουν όρια κι εκείνου τού είχαν τελειώσει.

Μάταια πήγαινε σε γιατρούς, ψυχολόγους, βελονιστές και υπνοθεραπευτές. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε από τα μάτια του. Δεν έκλαψε όταν έχασε τον αγαπημένο του σκύλο, ούτε όταν έμαθε πως αρρώστησε η γιαγιά του. Ένιωσε μεγάλο θυμό, ένιωσε στεναχώρια, αλλά δεν μπόρεσε να λυτρωθεί ξεσπώντας σε κλάματα. Έτσι το πήρε πια απόφαση πως δεν πρόκειται ποτέ ξανά να κλάψει.

Με τα χρήματα της πρώτης του δουλειάς, αποφάσισε να ταξιδέψει στην πατρίδα του, το Ιράκ. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έφυγε και δεν θυμόταν πολλά πράγματα. Όταν άνοιξε η πόρτα του αεροπλάνου και ο ήλιος χάιδεψε το πρόσωπό του, κάτι παράξενο συνέβη: ασταμάτητα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του Ευελπίδη λες και όλοι οι πόνοι και οι φόβοι του είχαν βρει διέξοδο. Λες και τα δάκρυά του έψαχναν να βρουν κι αυτά την πατρίδα τους.

Νεφέλη Τσίχλα-Θεοδοσίου, Α’ Γυμνασίου