ΕΛΕΓΕ ο Τσαρούχης πως οι Έλληνες ξέρουν να ανακαλύπτουν το ωραίο και να το γκρεμίζουν. Κάποτε υπήρξε μία επιμονή των Ελλήνων όσον αφορά τη δημόσια ζωή αλλά και τον δημόσιο χώρο. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραφε πως οι Έλληνες “έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.” Ενδεχομένως επιζητούσαν την κυριαρχία τους απέναντι στον θάνατο ως δημιουργοί, με έργα που άφηναν πίσω τους φτιαγμένα από πνεύμα και σκέψη. Έτσι επηρέαζαν με την παρουσία τους τη δημόσια ζωή μεταθανάτια.

Στην Ελλάδα του σήμερα ο δημόσιος χώρος υποφέρει από συμπεριφορές ιδιωτικών κακοτροπιών. Υπάρχει μία αντίληψη πως το να οικειοποιούμαστε ό,τι δημόσιο μας φέρνει στο επίκεντρο των πραγμάτων. Μία εγωτική συμπεριφορά που αποτυπώνεται σχεδόν βέβηλα και δίχως ίχνος αισθητικής στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Ωστόσο η κατηγορία των υπερ-Ελλήνων ομιλεί διαρκώς και με βεβαιότητα για την ιστορία της χώρας μας, χωρίς οι μετέχοντες να έχουν ανοίξει ένα βιβλίο από περιέργεια για να αφιερώσουν λίγες ώρες από τη ζωή τους προς τη γνώση που αφορά την πατρίδα τους.

Όντας τόσο ασφυκτικά προσκολλημένοι στην ιστορία μας, αγνοούμε εν πολλοίς το τώρα και ενδεχομένως αρνούμαστε να ερωτηθούμε εάν καταλαβαίνουμε λιγότερο από οποιοδήποτε άλλον λαό του πλανήτη την ιστορία των προγόνων μας. Ενώ παράλληλα η κτητικότητα, των υπερ-Ελλήνων, εάν μπορούσε να εξαντλήσει τα πολιτιστικά μας αγαθά στα γεωγραφικά μας σύνορα ήδη θα είχε συμβεί.

Κάποτε θα πρέπει οι επισκέπτες του Μουσείου της Ακρόπολης ν’ αρχίσουν να παρατηρούν τον αρχαίο οικισμό των Αθηναίων κάτω από το γυάλινο δάπεδο του μουσείου. Οι Αθηναίοι δε ζούσανε σε ανάκτορα παρά σε μικρούς οικισμούς που εξυπηρετούσαν τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Το μεράκι αυτών βρίσκονταν στον δημόσιο χώρο. Πιο συγκεκριμένα στην αγορά. Εκεί αναμετρούνταν η σημαντικότητα και η προσφορά τους στα κοινά. Εκεί ακονίζονταν οι σκέψεις τους, αντικρουόμενες και με επίκεντρο τη δημόσια ζωή. Έγραφε στη Σατραπεία ο Καβάφης “Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει& τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε& την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.”

Πώς όλα τα παραπάνω αντικατέστησαν, χωρίς καμία ισορροπία συνύπαρξης, οι ιδιωτικές ανάγκες μέσα στους αιώνες; Πώς αντιστραφήκανε οι ισορροπίες και οι Βάρβαροι εν τέλη δεν είναι αυτό που νομίσαμε επί αιώνες.