Σαν νότα από το κύκνειο άσμα της ελληνικής επιχειρηματικής παρουσίας στην οδό Lonsdale, ακούστηκε η είδηση. Σε λίγες μέρες -στις 27 του Ιούνη για την ακρίβεια- το κτίριο που στεγάζει το ελληνικό εστιατόριο «Τσίνδος» βγαίνει στο σφυρί, έλεγε το Δελτίο Τύπου.

«Πάει και αυτό» είπαν κάποιοι γνωστοί όταν τους ανέφερα την είδηση λίγες ώρες αργότερα επιβεβαιώνοντας ότι ακούγεται αστείο να αποκαλεί κανείς σήμερα το Lonsdale Street, «ελληνική γωνιά».
Άγνωστο το ποιος θα το αγοράσει και εξίσου άγνωστο αν το εστιατόριο «Τσίνδος» που έστεκε εκεί ως ένας από τους τελευταίους «φρουρούς» των αναμνήσεων δύο γενεών Ελλήνων μεταναστών που έζησαν από κοντά την πάλαι πότε λαμπρή «ελληνική» εποχή αυτού του χώρου, θα γίνει και το ίδιο ανάμνηση.

Παρά το γεγονός ότι το εστιατόριο που άνοιξε πριν από 35 χρόνια, ο Νεόφυτος (Φρέντι όπως τον ξέρει η παροικία) Τσίνδος, σήμερα έχει περάσει στα χέρια του γιού του Χάρη και ο Φρέντι έχει συνταξιοδοτηθεί, ο παλαίμαχος εστιάτορας δέχθηκε να βουτήξει στο παρελθόν και να «συλλογιστεί τα παλιά».
Τον βρήκα καθισμένο σε ένα από τα πίσω τραπέζια του μαγαζιού με θέα προς την είσοδό του, θέση που είθισται να κάθονται –όταν κάθονται- οι έμπειροι εστιάτορες για να ξέρουν τι γίνεται στο μαγαζί τους.
Έβαλε μπρίκι με μέτριο και… φύγαμε.

ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ…
Άρχισε από την ιστορία της οικογένειάς του. «Δεν θα μπορούσα και δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Είναι στο αίμα μας νομίζω. Και στο χωριό που θυμάμαι τις θείες μου, καφενείο είχαν. Στην Αυστραλία ήρθα το 1965 και έπιασα δουλειά στο καλύτερο εστιατόριο της Αυστραλίας, ήταν του θείου μου του Γιώργου Τσίνδου» λέει και θυμάται ακόμα και τον αριθμό του ως μέλος του προσωπικού του πασίγνωστου εστιατορίου Florentino.

Οικογένεια Τσίνδου, τόπος καταγωγής Κύπρος, επάγγελμα εστιάτορες. Από αριστερά ο πατέρας του Φρέντι, Χαρίλαος (εστιατόριο Τσίνδος), ο αδελφός του Γιώργος Τσίνδος (Florentino), ο άλλος αδελφός Κον Τσίνδος (Edwards Cafe, Toorak) και ο Φρέντι Τσίνδος (εστιατόριο Τσίνδος)

«Ήμουν ο σερβιτόρος με το νούμερο 97, και ο μόνος Έλληνας, γιατί ο θείος μου ήταν κάθετος σε αυτό. Όταν έχεις ιταλικό εστιατόριο πρέπει να έχει Ιταλούς σερβιτόρους, όταν έχεις ελληνικό, Έλληνες. Αυτόν τον κανόνα τον κράτησα για πολλά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια όμως είναι πολύ δύσκολο να βρεις Έλληνες να δουλέψουν. Εκεί έμαθα τη δουλειά στο μαγαζί του θείου. Αυτό ήταν το σχολείο μου» λέει με περηφάνια.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια ο Φρέντι με τον αδελφό του Τζίμι και τον πατέρα του, άνοιξαν το δικό τους εστιατόριο. Ήταν στην οδό Russell.
«Ήταν η ‘πιάτσα’ των Ελλήνων μεταναστών κάποτε αυτή η περιοχή. Παντού ελληνισμός» λέει με νοσταλγία και κάποια πικρία. Το The Greek Restaurant έκλεισε τις πόρτες του και τα δύο αδέλφια μετακόμισαν λίγα χρόνια αργότερα στο Lonsdale Street για να στεγάσουν εκεί το νέο τους εστιατόριο.

Το ονόμασαν «Τσίνδος». Έτσι απλά του έδωσαν το επώνυμό τους, αποδεικνύοντας -αν αναλογιστεί κανείς ότι και το πρώτο τους εστιατόριο είχε ένα τόσο κοινότυπο όνομα- ότι οι αδελφοί Τσίνδου δεν νοιάζονταν για τη βιτρίνα αλλά για το περιεχόμενο και 35 χρόνια μετά έχουν αποδείξει του λόγου το αληθές.
«Πριν το ‘Τσίνδος’, το κτίριο στέγαζε ένα άλλο ελληνικό εστιατόριο που ονομαζόταν ‘Κυψέλη’. Όνομα και πράμα κυψέλη -ένα steakhouse ανοικτό 24 ώρες που το είχαν κάνει στέκι τους όλοι οι ταξιτζήδες» λέει και αρχίζει να αραδιάζει ονόματα άλλων ελληνικών μαγαζιών που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην οδό Lonsdale.

«Η Ομόνοια, το Medallion λίγο αργότερα, το μπακάλικο του Πιτσιλίδη, το γραφείο ταξιδιών του Κυριακόπουλου, το Ξενία, μπουάτ, μπουζούκια. Όλος ο ελληνισμός περνούσε από εδώ. Το Lonsdale Street ήταν μία οικογένεια, έβλεπες κάποιον και τον γνώριζες, παιδί του Lonsdale έλεγες. Και τόπος συνάντησης. Όλοι Έλληνες έπρεπε να έρθουν εδώ. Θες ερχόντουσαν να κάνουν τα ψώνια τους, θες να βγάλουν τα εισιτήριά τους για να πάνε στην Ελλάδα, θες να αγοράσουν εφημερίδες, περνούσαν και από το Τσίνδος. Σήμερα το Lonsdale Street έχει πεθάνει. Πάνε εκείνες οι μέρες».

Στο Τσίνδος έφαγαν πρωθυπουργοί, από τον Whitlam έως τον Hawk, καλλιτέχνες από τον Μίκη Θεοδωράκη έως τον Τέλι Σαβάλλας, διάσημοι τενίστες, ποδοσφαιριστές, πρόεδροι, αντιπρόεδροι, σημαντικοί και ασήμαντοι «τραπεζόεδροι». Όλοι όμως απολάμβαναν την ίδια περιποίηση. Την ίδια φιλοξενία.

Ο Φρέντι με τον τενίστα Μάρκο Παγδατή

«Δεν μπορώ να θυμηθώ τους διάσημους που φιλοξενήσαμε. Επειδή ήταν τόσοι πολλοί και έρχονταν τόσο τακτικά και είχε γίνει καθημερινότητα”.

Μεγάλη εντύπωση του έκανε όμως ο Θεοδωράκης. «Αυτός δεν έβγαινε έξω από ξενοδοχείο, έπρεπε να του πάμε εκεί το φαγητό του. Εδώ είχε έρθει μόνο δύο φορές» λέει πληροφορώντας με ότι το εστιατόριό του δεν φρόντιζε μόνο για τη βρώση και την πόση κάποιων επισκεπτών του αλλά παρείχε και διαμονή.
«Ο Τέλι Σαββάλας για παράδειγμα είχε νοικιάσει τον πάνω όροφο για ένα μήνα όταν γύριζε μία ταινία του εδώ. Θυμάμαι την πεθερά του που μας είχε ταράξει. Ήθελε να του μαγειρεύει μόνη της και να ακολουθούμε τις δικές της συνταγές» προσθέτει γελώντας.

Είναι ώρα να βάλουμε στην παρέα μας τον ανταγωνισμό.
«Όλοι προσπαθούσαμε να κάνουμε τη δουλειά μας καλά και δεν νοιαζόμαστε για το πώς και τι έκανε ο άλλος. Κανένας δεν είχε πρόβλημα. Τα μαγαζιά μας δουλεύανε. Είμαστε όλοι φίλοι μεταξύ μας και είμαστε ακόμα φίλοι. Για να σου δώσω να καταλάβεις μπορεί να τελειώναμε από τα μαγαζιά μας και μαζευόμαστε στους Σταλακτίτες, ή σε κάποιο άλλο μαγαζί της γειτονιάς μας, για φαγητό ή καφέ» λέει.

Διαβάστε περισσότερα: Το Medallion και τα μαγαζιά των Σαλαπάτα, Πιτσιλίδη και Κυριακόπουλου…

Τον ρωτάω για τις λιγότερο καλές στιγμές εκείνης της εποχής και βάζει στο παιχνίδι την Αστυνομία.
«Υπήρχαν περιστάσεις που ήταν δύσκολες. Όταν πήρα την ‘Κυψέλη’, το μαγαζί δεν είχε άδεια να σερβίρει αλκοόλ. Οι προηγούμενοι επειδή το μαγαζί ήταν 24 ώρες και ήθελαν να σερβίρουν ποτό ‘πλήρωναν’ κάποιους αστυνομικούς να κάνουν τα στραβά μάτια. Με φωνάζει λοιπόν μία μέρα ο Αρχηγός της Αστυνομίας. Θορυβήθηκα. Αυτός με ήθελε για να μου εξηγήσει τι γινόταν. ‘Θα έρθουν’ μου λέει ‘να σου ζητήσουν λεφτά, αλλά δεν θα τους δώσεις’. Και για οτιδήποτε συμβεί μου έδωσε ένα τηλέφωνο να επικοινωνήσω μαζί του. Ήρθε ένας δεν του έδωσα τα λεφτά και ήθελε καυγά. Τηλεφωνώ στον Αρχηγό και έρχονται δύο αστυνομικοί. Ο αστυνομικός που ζητούσε λεφτά το έσκασε. Την άλλη μέρα με κάλεσε πάλι ο Αρχηγός και μου ζήτησε να μην κάνω καταγγελία ‘θα το κανονίσουμε εμείς’ μου είπε. Το κανόνισε. Το άλλο μου συνέβη ένα βράδυ που είχαμε πολύ κόσμο. Ήταν ένα ζευγάρι στο πάνω όροφο και δεν πλήρωναν το λογαριασμό. Άρχισαν φασαρία και η κοπέλα άρχισε να κτυπά τον κόσμο. Τηλεφωνήσαμε στην Αστυνομία. Η κοπέλα, εν τω μεταξύ, έγδαρε τον εαυτό της γεμίζοντας τον τόπο με αίματα. Έρχεται η Αστυνομία και αντί να πάρουν αυτή, έρχονται να συλλάβουν εμένα. Το σκάω και πάω κατευθείαν στο Αστυνομικό Τμήμα. Και με το που μπαίνω μέσα χτυπά το τηλέφωνο και κάποιος δίνει εντολή στον αστυνομικό που ήταν εκεί να με βάλει φυλακή. Το σκάω και πάλι, βγαίνω από κάτι στενά και πήγα σπίτι. Εκεί τελείωσε το θέμα. Δεν ξέρω πως. Σήμερα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα με την Αστυνομία. Νοιώθεις ασφαλής» λέει οδηγώντας την συζήτηση στην αναπόφευκτη σύγκριση του τότε με το τώρα…

ΤΩΡΑ…
Για το παρελθόν είχε να πει πολλά ο Φρέντι, για το παρόν όμως…
«Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Δουλεύουμε με πολλούς τουρίστες, Κινέζους, Ινδούς και φυσικά οποιονδήποτε Έλληνα κατέβει από την Αδελαΐδα, το Σίδνεϊ ή την επαρχία. Ντόπιους Έλληνες της Μελβούρνης δεν έχουμε πολλούς. Έρχονται αν γίνεται καμία εκδήλωση στην Κοινότητα. Έχουμε και κάποιους περαστικούς και, βέβαια, αυτούς που μένουν στο κέντρο της πόλης».

Επαναλαμβάνει ότι το ελληνικό Lonsdale Street έχει πεθάνει για να μου παραδεχθεί ότι ακόμα και το μέλλον του «Τσίνδος» εκεί δεν είναι πλέον σίγουρο.
«Δεν έχουμε πρόβλημα με το μαγαζί από δουλειά. Τα μεσημέρια είναι λίγο πιο χαλαρά αλλά το βράδυ πάντα έχουμε δουλειά. Παλιά ξέραμε ότι με το που πήγαινε 12.30 το μεσημέρι θα ερχόταν οι γείτονες για το μεσημεριανό τους. Θες ήταν ο Φουντάς, θες ο Αγγελίδης, θες εκείνος, θες ο άλλος. Πολύς κόσμος. Βλέπεις έχουμε πολύ λίγα χρόνια ενοικιαστήριο και αν το πάρει κάποιος και μας διώξει; Θα πάμε άλλου αλλά το «Τσίνδος» θα τελειώσει και το Lonsdale Street θα ερημώσει από τον Ελληνισμό ακόμα περισσότερο. Τώρα το που θα πάμε είναι ακόμα μία καλή ερώτηση. Ο γιος μου θέλει να μείνει στην περιοχή. Ελπίζω να μην φύγουμε απ’ εδώ. Ελπίζω να πάει σε ελληνικά χέρια. Άκουσα ότι ενδιαφέρθηκαν κάποιοι ελληνικοί σύλλογοι να το πάρουν» προσθέτει και σίγουρα ελπίζει ότι το μαγαζί του θα μείνει εκεί που είναι «σημαδούρα» αναμνήσεων της μαζικής παρουσίας των Ελλήνων μεταναστών στο κέντρο της Μελβούρνης.

ΠΑΝΤΑ…
Παρά τη δύσκολη και απαιτητική καριέρα που διάλεξε ο Φρέντι δεν φαίνεται να το μετανιώνει. «Έχω αποσυρθεί από το μαγαζί εδώ και 11 χρόνια αλλά μου αρέσει να έρχομαι που και που. Με κάνει να νοιώθω πιο νέος. Μου άρεσε η κουζίνα, μου άρεσε να μεταδίδω την γνώση μου, δεν έκρυβα τις γνώσεις μου από τα παιδιά που δούλευαν και δουλεύουν για μένα. Δεν μετάνιωσα ποτέ που έγινα εστιάτορας, αυτό ξέρω, αυτό αγαπάω. Δεν ξέρω τίποτε άλλο να κάνω. Νομίζω ότι κάποιοι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι γι’ αυτή τη δουλειά. Πρέπει να έχεις την κατάλληλη προσωπικότητα και προσέγγισή σου στον κόσμο, για να την κάνεις καλά. Πρέπει να είσαι από τη φύση σου φιλικός. Εγώ δεν προσπαθώ να είμαι φιλικός έτσι είμαι. Έτσι προσέγγιζα και προσεγγίζω τον κόσμο. Δεν μπορώ να είμαι μαλαγάνας, όπως άλλοι, φιλικός ναι»

Αυτά όμως δεν αρκούν για να καταφέρει κάποιος να κρατήσει ένα εστιατόριο για 35 χρόνια και να το κάνει εστιατόριο ορόσημο στον γευστικό χάρτη της μητροπολιτικής Μελβούρνης.
«Κοίτα είναι τρία πράγματα καλό φαγητό, περιποίηση και φιλική προσέγγιση. Η κουζίνα μας είναι η ίδια εδώ και 35 χρόνια, προσπαθήσαμε να την κρατήσουμε το ‘παραδοσιακό’ μας μενού, και τις συνταγές των φαγητών μας ίδιες πάντα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η παρουσίαση του φαγητού και κατά καιρούς προσθέσαμε και κάποια πιάτα. Δεν πρέπει να μένεις στάσιμος. Κρατάς τη βάση σου και δεν αλλάζεις. Μόνο προσθέτεις» λέει φίνα και σταράτα.
Ο καφές τελειώνει, η ώρα είναι περασμένες 6.00 το απόγευμα, ο κόσμος έχει αρχίσει να γεμίζει τα τραπέζια του μαγαζιού και το βλέμμα του Φρέντι ταξιδεύει στα τραπέζια του μαγαζιού του. «Τελειώσαμε;» ρωτάει και πριν καλά απαντήσω αρχίσει να δίνει εντολές στη κουζίνα. Το αμφίσημο και πολλά υποσχόμενο «θα τα πούμε» είναι πιο κατάλληλο από το «τελειώσαμε». Πως είναι δυνατό άλλωστε να τελειώσεις με ένα τέτοιο θέμα;